Άρθρο 17: Τροποποίηση του άρθρου 20 ν.4310/2014

Η παράγραφος 1 του άρθρου 20 του ν.4310/2014 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Οι πόροι των ερευνητικών κέντρων, των ινστιτούτων τους και των τεχνολογικών φορέων προέρχονται από:

α) Δημόσια χρηματοδότηση των μη οικονομικών δραστηριοτήτων τους από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, σύμφωνα με τις αρχές της ΕΣΕΤΑΚ, του σχεδίου δράσης και τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄ του παρόντος νόμου.

β) Ίδιους πόρους και ειδικότερα από:

αα) Την ανάπτυξη ίδιας δραστηριότητας με οποιονδήποτε τρόπο ή σε σύμπραξη με ερευνητικούς οργανισμούς, τεχνολογικούς φορείς, επιχειρήσεις και λοιπούς φορείς με σκοπό την  εμπορική ή εταιρική εκμετάλλευση δικαιωμάτων τους διανοητικής ιδιοκτησίας, ατομικών ή συλλογικών ή γενικότερα και τεχνογνωσίας σε ερευνητικά αποτελέσματα που υπάρχουν ή δημιουργούνται.

ββ) Την εκπόνηση μελετών, την παροχή υπηρεσιών και την υλοποίηση πάσης φύσεως συμφωνιών με άλλους φορείς του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα.

γγ) Από την αξιοποίηση πάσης φύσεως στοιχείων της κινητής ή ακίνητης περιουσίας τους.

δδ) δωρεές και άλλες παροχές τρίτων.

εε) Χρηματοδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα ή και άλλες δραστηριότητες τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλους διεθνείς οργανισμούς.

στστ) Έσοδα σχετικά με τις δραστηριότητες ή τους σκοπούς του ερευνητικού κέντρου από οποιεσδήποτε άλλες πηγές.»

  • Άρθρο 17, 18 (άρθρα 20-24 του ν. 4310/2014)

    • Για την υποστήριξη της ΕΣΕΤΑΚ καθώς και του Σχεδίου Δράσης εισάγεται ή έννοια της «Δημόσιας Χρηματοδότησης», η οποία δεν παραπέμπει αυτονόητα σε αυτό που ο τίτλος της δηλώνει. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο άρθρο 23 του 4310/2014 ως Δημόσια Χρηματοδότηση εννοείται το σύνολο των δαπανών της ΓΓΕΤ που διατίθενται για την έρευνα και περιλαμβάνουν συνολικά την επιχορήγηση των ερευνητικών κέντρων, την χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών ανταγωνιστικών προγραμμάτων (matching funds), τα κονδύλια από τα Διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε. ή ανάλογους πόρους καθώς και τα όποια κονδύλια εξασφαλιστούν από τον κρατικό προϋπολογισμό.
    • Μέρος της Δημόσιας Χρηματοδότησης παρέχεται ως επιχορήγηση στα ερευνητικά κέντρα για την κάλυψη μέρους των λειτουργικών εξόδων τους. Σύμφωνα με τη φιλοσοφία που διέπει το άρθρο 23 του 4210/2014 η συγκεκριμένη δαπάνη μπορεί να αναπροσαρμόζεται σε σχέση με τις εκάστοτε προτεραιότητες που θέτει η ΓΓΕΤ, καθώς αποτελεί μία από τις δράσεις της ΕΣΕΤΑΚ, και δεν συνδέεται με την αναγνώριση οιωνδήποτε ανελαστικών δαπανών (μισθοδοσία και λειτουργικά έξοδα) εκ μέρους των ΕΚ.
    • Επιπλέον, γίνεται εμφανής η πρόθεση μεγάλου μέρους της Δημόσιας Χρηματοδότησης να κατευθύνεται στους φορείς μέσω της ανάθεσης ερευνητικών έργων, με την χρηματοδότηση των οποίων θα επιδιώκεται πλέον η υποστήριξη της λειτουργίας των ΕΚ.
    • Η παρ. 2.δ του άρθρου 23 του ν.4310/2014 υπονοεί ότι η συγχρηματοδότηση από πλευράς ΓΓΕΤ των Ευρωπαϊκών Ανταγωνιστικών Προγραμμάτων ή η χρηματοδότηση προγραμμάτων έρευνας μέσω των Διαρθρωτικών Ταμείων ή του Ταμείου Συνοχής δεν συμπεριλαμβάνεται στον προϋπολογισμό εκτέλεσης των ίδιων των προγραμμάτων όπως γνωρίζαμε μέχρι σήμερα αλλά στην Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση.
    • Όπως προκύπτει από την παρ. 2.β του 4310/2014 (που δεν τροποποιείται), η κάλυψη της μισθοδοσίας και των λειτουργικών δαπανών των δημόσιων ερευνητικών κέντρων δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη, όχι μόνο γιατί όπως αναφέρεται θα καλύπτεται μέρος μόνο των λειτουργικών εξόδων των ΕΚ αλλά και γιατί η εν γένει φιλοσοφία του νόμου είναι ένα μεγάλο μέρος (τουλάχιστον) της χρηματοδότησης των ΕΚ να γίνεται μέσω της προκήρυξης έργων, μελετών και προγραμμάτων εκ μέρους της ΓΓΕΤ.
    • Είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι οδηγοί εφαρμογής προγραμμάτων εισάγονται ως άρθρα νόμου όπως σαφέστατα επιχειρείται να γίνει στο άρθρο 24 του ν. 4310.
    • Απουσιάζει βεβαίως η οποιαδήποτε αναφορά στην υποστήριξη των ερευνητικών υποδομών, που μέσω συγχρηματοδότησης πολλά Κέντρα έχουν ήδη αρχίσει να εγκαθιστούν.
    • Σχετικά με την συμμετοχή των επιχειρήσεων στην χρηματοδότηση, δεν προβλέπεται η δημιουργία ενός μητρώου καινοτομικών επιχειρήσεων που θα εξασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό την αποδοτικότητα της επένδυσης.
    • Δεν προβλέπεται διαδικασία αξιολόγησης-αποτίμησης των αποτελεσμάτων των ερευνητικών έργων.
    • Δεν προβλέπεται διαδικασία αξιολόγησης της ίδιας της ΓΓΕΤ ως προς το συντονιστικό ρόλο που αναλαμβάνει.

  • ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

    Αναμόρφωση της παραγράφου 1 του άρθρου 17 ως ακολούθως:

    Οι πόροι των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων προέρχονται από:
    Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση, σύμφωνα με τις αρχές της ΕΣΕΤΑΚ και το Σχέδιο Δράσης. Η χρηματοδότηση δεν μπορεί να υπολείπεται του κόστους μισθοδοσίας των ερευνητών και των μονίμων υπαλλήλων ή υπαλλήλων αορίστου χρόνου, καθώς και του λειτουργικού κόστους συντήρησης των εθνικών ερευνητικών υποδομών.

    Προτείνεται η απαλοιφή των παραγράφων 5 και 6 του Άρθρου 21 του Ν. 4310/2014.

    Το ΔΣ του Συλλόγου Ερευνητών Δημοκρίτου

  • ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ

    Παρατηρήσεις / προτεινόμενες ρυθμίσεις:

    Μια βασική μεταβολή που θα πρέπει να υπάρξει στο χώρο της Έρευνας, με στόχο την ενίσχυσή του, είναι η συγκέντρωση όλων των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων και των ερευνητικών δραστηριοτήτων τους, τα οποία είναι διεσπαρμένα σε διάφορα Υπουργεία και υπηρεσίες και διέπονται από διαφορετικά θεσμικά πλαίσια, σε μια ενιαία αρχή και σε ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο. Το αυτό ισχύει για τη διασπορά της χρηματοδότησης της Έρευνας σε διάφορα Υπουργεία, τα οποία δεν έχουν ενδεχομένως την απαραίτητη τεχνογνωσία για τη διαχείριση αυτών των κονδυλίων (π.χ., η ΓΓΕΤ διαθέτει Ειδικό Λογαριασμό για την αξιοποίηση των Ευρωπαϊκών κονδυλίων). Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να υπάρξουν κίνητρα, αν όχι νομοθετικές ρυθμίσεις, από πλευράς της Πολιτείας.

    Η ΓΓΕΤ θα πρέπει να είναι ο κύριος φορέας που θα διαχειρίζεται τα χρήματα όλων των Υπουργείων που κατευθύνονται για Έρευνα, ερευνητικές υποδομές και άλλες υποστηρικτικές για την Έρευνα δράσεις. Ως προς το κομβικό αυτό θέμα, η Ένωση έχει προτείνει την ύπαρξη συμπληρωματικών ρυθμίσεων, σύμφωνα με τις οποίες «η ΓΓΕΤ, σε συνεργασία με λοιπά Υπουργεία, θα αναλαμβάνει για λογαριασμό τους τη διενέργεια προκηρύξεων, και τη διάθεση των κονδυλίων που κατευθύνονται για έρευνα, εθνικές ερευνητικές υποδομές και άλλες υποστηρικτικές για την έρευνα δράσεις».

    Το γεγονός ότι η έρευνα υποχρηματοδοτείται στη χώρα μας είναι κοινός τόπος, που προκύπτει τόσο από τα αντικειμενικά στοιχεία, όσο και από διαχρονικές δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας. Η χρηματοδότηση της Έρευνας προέρχεται κυρίως από Ευρωπαϊκές πηγές, είτε αυτές είναι ανταγωνιστικά προγράμματα (απ’ ευθείας στα Ερευνητικά Κέντρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση), είτε συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα (ΕΣΠΑ κλπ.).

    Επιπλέον αν η Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση δεν καλύπτει τη μισθοδοσία του τακτικού ερευνητικού, τεχνικού και διοικητικού προσωπικού των Ερευνητικών Κέντρων, όπως ακριβώς συμβαίνει στα ΑΕΙ, υποσκάπτεται η δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής και συνεργασίας Καθηγητών και Ερευνητών σε ερευνητικά προγράμματα, η κινητικότητα μεταξύ ΑΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων και βέβαια και αυτή η ίδια η μισθολογική εξίσωση Καθηγητών και Ερευνητών.

    Η ΕΕΕ πιστεύει ότι θα πρέπει να εξασφαλιστεί νομοθετικά μια ελάχιστη χρηματοδότηση προς τον «σκληρό πυρήνα» της ερευνητικής δραστηριότητας της χώρας που είναι τα Ερευνητικά Κέντρα της ΓΓΕΤ. Η ελάχιστη αυτή χρηματοδότηση θα πρέπει στην παρούσα φάση να καλύπτει τη μισθοδοσία των ερευνητών και των μονίμων/αορίστου χρόνου υπαλλήλων, καθώς και τη συντήρηση των μεγάλων εθνικών ερευνητικών υποδομών – επενδύσεων που έχουν γίνει έως σήμερα.

    Η χρηματοδότηση αυτή (α) θα επιτρέψει στα ΕΚ να πολλαπλασιάσουν τις εισροές τους από την ΕΕ, γιατί θα τα καταστήσει εξ ίσου ανταγωνιστικά με τα Κέντρα των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών που έχουν εξασφαλισμένη μισθοδοσία και (β) θα διασφαλίσει τη δυνατότητα των Κέντρων να κατευθύνουν τα χρήματα τα οποία κερδίζουν από τα ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα στην αναχαίτιση του “brain drain”, μέσω προσλήψεων νέου ερευνητικού προσωπικού. Θετική κρίνεται η αύξηση του προϋπολογισμού των ΕΚ του 2016, σε σχέση με αυτόν του 2015, η οποία επιτρέπει την κάλυψη της μισθοδοσίας του τακτικού προσωπικού των Κέντρων, κατ΄εφαρμογή του Άρθρου 23, παράγραφος 2.α) του Ν. 4310/2014.
    Ενώ στο Άρθρο 17 γίνεται αναφορά στην εμπορική αξιοποίηση των έργων διανοητικής ιδιοκτησίας των ερευνητικών οργανισμών και τεχνολογικών φορέων, δεν υπάρχει συνολική ορθολογική ρύθμιση για τα πνευματικά δικαιώματα στο σ/ν.

    Αντιθέτως εκχωρεί τις «ανεξάρτητες και εκκρεμείς» εφευρέσεις και τα σχετικά πνευματικά δικαιώματα στα Ερευνητικά Κέντρα (άρθρο 21, παρ. 5 και 6 του Ν. 4310/2014).

    Το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα σοβαρό λαμβάνοντας υπόψη ότι οι σημερινές κοινωνίες χαρακτηρίζονται ως κοινωνίες της γνώσης. Η Πολιτεία οφείλει να διαμορφώσει ένα ενιαίο, διαφανές όσο και διασαφηνισμένο, εθνικό σύστημα διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων που αφορούν στα δημόσια ΑΕΙ και στα Ερευνητικά Κέντρα. Η ερευνητική αριστεία πρέπει έμπρακτα να επιβραβεύεται αναγνωρίζοντας τον κοινωνικά ανταποδοτικό της ρόλο, ενώ θα πρέπει να προστατεύεται ο εφευρέτης και η εφεύρεση από πολύπλοκες, ασαφείς και χρονικά αόριστες διεργασίες αδειοδότησης.

    Ως θετική αποτιμάται η απαλοιφή της ρύθμισης που αφορά σε «Δάνεια από τράπεζες και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς…».

    Πρόταση της ΕΕΕ:

    Αναμόρφωση της παραγράφου 1 του Άρθρου 17 ως ακολούθως:
    Οι πόροι των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων προέρχονται από:
    Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση, σύμφωνα με τις αρχές της ΕΣΕΤΑΚ και το Σχέδιο Δράσης. Η χρηματοδότηση δεν μπορεί να υπολείπεται του κόστους μισθοδοσίας των ερευνητών και των μονίμων υπαλλήλων ή υπαλλήλων αορίστου χρόνου, καθώς και του λειτουργικού κόστους συντήρησης των εθνικών ερευνητικών υποδομών.

    Προτείνεται η απαλοιφή των παραγράφων 5 και 6 του Άρθρου 21 του Ν. 4310/2014.

    Να προστεθούν ρυθμίσεις για τα Πνευματικά δικαιώματα ως ακολούθως:

    Οι ερευνητές δημόσιοι λειτουργοί αμείβονται για να παράγουν νέα γνώση. Είναι λογικό στα ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας να υπάρχει ένας επιμερισμός μεταξύ του δημοσίου που καταβάλλει το τίμημα της μισθοδοσίας και του ερευνητή που παράγει τη γνώση. Στα πνευματικά δικαιώματα (πατέντες) είναι εύλογο να υπάρχει ένας επιμερισμός ποσοστών, π.χ., 40% για τον εφευρέτη ή την ομάδα εφευρετών, 40% για το οικείο ΕΚ ή Ινστιτούτο και 20% για τον κεντρικό προϋπολογισμό ερευνητικών προγραμμάτων της ΓΓΕΤ, προκειμένου να υπαχθεί στο πρόγραμμα των ερευνητικών προκηρύξεων.

    2η προσέγγιση για το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων:

    Οι προβλέψεις για το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων θα πρέπει να διέπονται από την αρχή ότι μια πατέντα είναι «Υπηρεσιακή» όταν προκύπτει από συγκεκριμένη χρηματοδότηση που είχε το αντίστοιχο τεχνικό περιεχόμενό της ως αρχικό στόχο, ενώ όλες οι υπόλοιπες θα θεωρούνται «Εξαρτημένες» ως αποκύημα της ερευνητικής εργασίας των φυσικών προσώπων που παρήγαγαν την εκμεταλλεύσιμη γνώση στο πλαίσιο των εργασιών του ΕΚ. Επίσης, τα ΕΚ πρέπει να συμπεριλάβουν στους Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας τους ρυθμίσεις που θα διαφυλάσσουν τη λειτουργία των ΕΚ, καθορίζοντας το πλαίσιο ενασχόλησης των ερευνητών ή των διευθυντών με επιχειρήσεις που αξιοποιούν τα αποτελέσματα της έρευνας. Οι ερευνητικοί φορείς υποχρεούνται να ενημερώνουν το προσωπικό τους για τις ρυθμίσεις αυτές.

    Το ΔΣ της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών

    Ολόκληρο το κείμενο θέσεων της ΕΕΕ επί του υπό διαβούλευση σ/ν για την ΕΤΑΚ είναι αναρτημένο στο: http://www.eee-researchers.gr/wp-content/uploads/2016/01/EEE_EX_487_Theseis-epi-tou-SN-EREYNAS_Jan2016.pdf

  • 17 Ιανουαρίου 2016, 23:33 | Μαρία Στουμπούδη

    ΘΕΤΙΚΗ κρίνεται η αύξηση του προϋπολογισμού των ΕΚ του 2016, σε σχέση με αυτόν του 2015 (που είχε υποστεί συνεχείς, δραστικές μειώσεις τα τελυταία χρόνια), η οποία επιτρέπει πλέον την κάλυψη της μισθοδοσίας του τακτικού προσωπικού των Κέντρων, κατ΄εφαρμογή του Άρθρου 23, παράγραφος 2.α) του Ν. 4310/2014.

    Καθώς ο συνολικός προϋπολογισμός που το κράτος διαθέτει στα ΕΚ παραμένει ιδιαίτερα μικρός per se, αλλά και σε σχέση με το συνολικό προϋπολογισμό του ΥΠΠΕΘ, ευκταίο θα ήταν ο πρώτος να αυξηθεί σταδιακά, ώστε να περιλάβει στη συνέχεια και το κόστος των μεγάλων, εθνικών ερευνητικών υποδομών που φιλοξενούνται στα ΕΚ και σήμερα καλύπτεται (συχνά με μεγάλη δυσκολία) από την παρακράτηση των ερευνητικών έργων.
    Τα χρήματα που τα ΕΚ θα εξοικονομούσαν από μια τέτοια αύξηση του προϋπολογισμού τους, θα μπορούσαν να διατεθούν σε νέους επιστήμονες, υπό τη μορφή συμβάσεων και υποτροφιών.

    Δρ Μ.Θ. Στουμπούδη,
    Ερευνήτρια ΕΛΚΕΘΕ
    πρώην Πρόεδρος ΔΣ Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών

  • 17 Ιανουαρίου 2016, 15:12 | Αθανάσιος Μαχιάς

    Σήμερα η έρευνα ουσιαστικά χρηματοδοτείται σχεδόν αποκλειστικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αυτό συμπεριλαμβάνω και τα ΕΣΠΑ τα οποία ουσιαστικά είναι ευρωπαϊκά χρήματα. Το μόνο εθνικό κονδύλι το οποία κατευθύνεται προς την έρευνα είναι το τμήμα (και μόνο τμήμα) των μισθών που καλύπτεται από την εθνική επιχορήγηση.
    Αντίθετα τα Ερευνητικά Κέντρα και ιδίως τα ΝΠΙΔ έχουν κατά το προηγούμενο διάστημα υποφέρει από νόμους που ψηφίζονται για άλλους (π.χ. ΜΚΟ) συμπεριλαμβάνουν όμως και αυτά. Όπως επίσης από την λειτουργία του ΕΣΠΑ οι κανονισμοί του οποίου «φτιαχνονται» για γεφύρια αλλά συμπεριλαμβάνουν και την έρευνα.
    Θα πρέπει να υπάρξει μέσα στο παρόν νομοσχέδιο πρόνοια και κατοχύρωση της ιδιαίτερης φύσης και των ιδιαιτεροτήτων της έρευνας.
    1) Να προβλέπεται ότι οι νόμοι που θα ψηφίζονται από τούδε και στο εξής δεν θα αφορούν τα ερευνητικά κέντρα της ΓΓΕΤ εκτός αν αυτά αναφέρονται ρητά. Θα εξασφαλίζεται έτσι ότι ο νομοθέτης είναι σε γνώση των ιδιαιτεροτήτων και επιλέγει να επεκτείνει τις συγκεκριμένες διατάξεις και στην έρευνα, καθώς και ότι αυτό δεν γίνεται τυχαία ή από αμέλεια.
    2) Έμμεση χρηματοδότηση, με πρόβλεψη ότι όλα τα ερευνητικά προγράμματα απαλλάσσονται από ΦΠΑ τόσο όσον αφορά τις αγορές εξοπλισμού και αναλωσίμων αλλά και όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών και τα φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται σε αυτά.
    3) Κατάργηση των μην ανταποδοτικών ασφαλιστικών εισφορών.

    Τα παραπάνω στοχεύουν αφ’ ενός στην αναγνώριση και θεσμική κατοχύρωση της ιδιαιτερότητας της έρευνας, την απογραφειοκρατικοποίησή της και αφ’ ετέρου την έμμεση (λόγω της σημερινής δυσμενούς συγκυρίας) χρηματοδότησή της, απαλλάσσοντάς της από φόρους και εισφορές που μένουν για την εκτέλεση των ερευνητικών προγραμμάτων.