1. Οι Ε.Λ.Κ.Ε., οι οποίοι έχουν συσταθεί και λειτουργούν στα Α.Ε.Ι. έως την έναρξη ισχύος του παρόντος εξακολουθούν να υφίστανται και διέπονται από τις διατάξεις του ν. 4009/2011, του άρθρου 24 του ν. 4386/2016 και του παρόντος.
2. Η διάταξη της περίπτ. β΄ της παρ. 17 του άρθρου 80 του ν. 4009/2011 εξακολουθεί να ισχύει.
3. Δαπάνες των Ε.Λ.Κ.Ε. που διενεργούνται και εξοφλούνται μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος κατά παρέκκλιση των διατάξεων που προβλέπονται στο ν. 4270/2014, το π.δ. 113/2010 και το π.δ. 80/2016, εφόσον έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από την ΚΥΑ 679/1996 διαδικασίες είναι νόμιμες και δεν αναζητούνται ευθύνες από τα αρμόδια όργανα.
4. Ο Οδηγός Χρηματοδότησης του άρθρου 66 δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το αργότερο έως την 31.12.2018. Οι υφιστάμενοι κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Οδηγοί Χρηματοδότησης διατηρούνται σε ισχύ κατά το μέρος που τα προβλεπόμενα σε αυτούς δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος και το αργότερο έως 31.12.2018. Έως την έναρξη ισχύος των Οδηγών Χρηματοδότησης του άρθρου 66, η Επιτροπή Ερευνών ρυθμίζει, με αποφάσεις, ζητήματα που προβλέπονται στους εν λόγω Οδηγούς.
5. Οι Γραμματείες των Ε.Λ.Κ.Ε. των Α.Ε.Ι., κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, μετονομάζονται αυτοδικαίως σε Μονάδες Οικονομικής και Διοικητικής Υποστήριξης. Στις εν λόγω Μονάδες συνιστάται Γραφείο Ταμειακής Διαχείρισης του οικείου Ε.Λ.Κ.Ε., αρμόδιο για την εξόφληση των δαπανών.
6. Έως την έκδοση των Οργανισμών των Α.Ε.Ι.:
α) η Μονάδα Οικονομικής και Διοικητικής Υποστήριξης του Ε.Λ.Κ.Ε. λογίζεται ως οργανική μονάδα του Α.Ε.Ι., το επίπεδο της οποίας καθορίζεται με απόφαση της Συγκλήτου.
β) η Σύγκλητος ορίζει τον ΠΜΟΔΥ και τον ΠΟΥ του Ε.Λ.Κ.Ε.. Τα καθήκοντα του ΠΟΥ μπορεί να ανατεθούν στον ΠΟΥ του Α.Ε.Ι..
γ) Η Σύγκλητος ορίζει τον επικεφαλής του Γραφείου Ταμειακής Διαχείρισης και των λοιπών μονάδων, μεταξύ των υπηρετούντων στην οικεία Μονάδα του Ε.Λ.Κ.Ε..
7. Τα άρθρα 58, 59 και 60 αφορούν τον προϋπολογισμό του οικονομικού έτους 2018 και μετά. Έως τότε, και για τα αντικείμενα που ρυθμίζουν τα άρθρα αυτά, ισχύει η ΚΥΑ 679/1996. Για δαπάνες που διενεργούνται σε βάρος του τρέχοντος προϋπολογισμού δεν απαιτείται έκδοση απόφασης ανάληψης υποχρέωσης και η έλλειψη αυτή δεν καθιστά τις ανωτέρω δαπάνες μη κανονικές.
8. Η αληθής έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. Β του άρθρου 7 της ΚΥΑ 679/1996 (Β΄ 826) είναι ότι η απόφαση της Επιτροπής Ερευνών καθορίζει και το σύνολο των δαπανών μετακίνησης (δαπάνες διαμονής, ημερήσια εκτός έδρας αποζημίωση και χιλιομετρική αποζημίωση και λοιπές δαπάνες ταξιδιού).
9. Πρόσθετες αμοιβές που καταβλήθηκαν στα μέλη του προσωπικού των Α.Ε.Ι. και των ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων του άρθρου 13Α του ν. 4310/2014 έως την έναρξη ισχύος του παρόντος δεν αναζητούνται λόγω τυχόν έλλειψης της προβλεπόμενης από το άρθρο 31 του ν. 3528/2007 άδειας του υπηρεσιακού συμβουλίου.
10. Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται στα Πανεπιστήμια και στα Τ.Ε.Ι..
11. α) Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου ισχύουν και εφαρμόζονται στους ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς του άρθρου 13Α του ν. 4310/2014, στους Ε.Λ.Κ.Ε. των εν λόγω φορέων, στον Ε.Λ.Κ.Ε. της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας και στα Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα (Ε.Π.Ι.) που ιδρύθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 17 του ν. 2083/1992.
β) Οι Ε.Λ.Κ.Ε., οι οποίοι έχουν συσταθεί και λειτουργούν στους ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς του άρθρου 13Α του ν. 4310/2014, σύμφωνα με την ΚΥΑ 5439/1985 (Β΄ 298), εξακολουθούν να υφίστανται και διέπονται από τις διατάξεις του ν. 4310/2014, του άρθρου 24 του ν. 4386/2016 και του παρόντος.
Στους εν λόγω φορείς δεν συγκροτείται Επιτροπή Ερευνών. Οι αρμοδιότητες της Επιτροπής Ερευνών (άρθρο 52) και της Συγκλήτου (άρθρο 50 παρ. 4) ασκούνται από το Δ.Σ. του ερευνητικού και τεχνολογικού φορέα, το οποίο είναι το αποφασιστικό όργανο του οικείου ερευνητικού και τεχνολογικού φορέα. Οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Επιτροπής Ερευνών ασκούνται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου. Οι Γραμματείες των Ε.Λ.Κ.Ε. των ερευνητικών φορέων μετονομάζονται αυτοδικαίως σε Μονάδες Οικονομικής και Διοικητικής Υποστήριξης.
Όπου γίνεται αναφορά σε Α.Ε.Ι. νοείται ο ερευνητικός φορέας, όπου γίνεται αναφορά στο ν. 4009/2011 νοείται ο ν. 4310/2014, όπου γίνεται αναφορά στην ΚΥΑ 679/1996 νοείται η ΚΥΑ 5439/1985 και όπου γίνεται αναφορά στον Οργανισμό του Α.Ε.Ι. νοείται ο Οργανισμός του ερευνητικού φορέα.
γ) Στους ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς του άρθρου 13Α του ν. 4310/2014 που λειτουργούν ως νπιδ και στα Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα (Ε.Π.Ι.) δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις που αφορούν τη σύσταση, οργάνωση, λειτουργία και διοίκηση των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας.
Στους φορείς αυτούς δεν συγκροτείται Επιτροπή Ερευνών και δεν συνιστάται Ε.Λ.Κ.Ε.. Για τους φορείς αυτούς, οι αρμοδιότητες της Επιτροπής Ερευνών (άρθρο 52) και της Συγκλήτου (άρθρο 50 παρ. 4) ασκούνται από το Δ.Σ. του ερευνητικού και τεχνολογικού φορέα, το οποίο είναι το αποφασιστικό όργανο του οικείου ερευνητικού και τεχνολογικού φορέα και οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Επιτροπής Ερευνών ασκούνται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου. Επίσης, οι αρμοδιότητες της Μονάδας Οικονομικής και Διοικητικής Υποστήριξης του Ε.Λ.Κ.Ε. (άρθρο 56) ασκούνται από την αντίστοιχη οργανική μονάδα του νπιδ και οι αρμοδιότητες του ΠΟΥ του Μονάδας του Ε.Λ.Κ.Ε. ασκούνται από τον ΠΟΥ του νπιδ.
Όπου γίνεται αναφορά σε Α.Ε.Ι. νοείται ο ερευνητικός φορέας, όπου γίνεται αναφορά στο ν. 4009/2011 νοείται ο ν. 4310/2014 και όπου γίνεται αναφορά στον Οργανισμό του Α.Ε.Ι. νοείται ο Οργανισμός του ερευνητικού φορέα.
Επισημαίνεται ότι λείπει ο τίτλος του άρθρου ο οποίος στο προσχέδιο αναφέρεται ως «Τελικές και μεταβατικές διατάξεις».
Επίσης προτείνεται στην παράγραφο 11β, όπου γίνεται αναφορά στην «ΚΥΑ 5439/1985 (Β΄298)» να προστεθεί και η «ΚΥΑ 120/1/837/1988 (Β’696)» καθότι η ΚΥΑ σύστασης του ΕΛΚΕ της ΕΕΑΕ δεν περιλαμβάνεται στην ΚΥΑ 5439/1985. Τέλος όπου γίνεται αναφορά σε «ερευνητικούς φορείς» να προστεθεί η φράση «και τεχνολογικούς φορείς» καθότι η ΕΕΑΕ σύμφωνα με το άρθρο 43, παρ. 2 του νόμου 4310/2014 είναι τεχνολογικός φορέας.
Το γεγονός ότι στα ΕΚ – ΝΠΔΔ δεν συγκροτείται επιτροπή ερευνών και αντ’ αυτής το ΔΣ του φορέα παίρνει τις αρμοδιότητες της Επιτροπής Ερευνών είναι ιδιαιτέρως προβληματικό.
Αφενός διότι σε πολλά και σημαντικά θέματα (πχ οικονομικός προϋπολογισμός και απολογισμός, ερευνητική και επιστημονική στρατηγική, κτλ), το όργανο που εισηγείται είναι και αυτό που αποφασίζει και αφετέρου διότι οι αρμοδιότητες του ΔΣ των φορέων γίνονται πλέον τόσες πολλές που καθιστούν την ορθή λειτουργία τους πρακτικά αδύνατη. Τα ΔΣ των ΕΚ – ΝΠΔΔ είναι ήδη επιβαρυμένα διοικητικά όργανα και η βέβαιη δυσλειτουργία τους με την προσθήκη πολλών και σημαντικών αρμοδιοτήτων θα έχει άμεσες επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των ΕΚ – ΝΠΔΔ.
Επιπρόσθετα, η μη συγκρότηση επιτροπής ερευνών στα ΕΚ – ΝΠΔΔ έρχεται σε αντίθεση και με το άρθρο 51, παρ. 1 του παρόντος, το οποίο προβλέπει: Η Επιτροπή Ερευνών και Διαχείρισης του Ε.Λ.Κ.Ε. είναι το αποφασιστικό όργανο του Ε.Λ.Κ.Ε. και είναι διακριτό από τα όργανα διοίκησης του οικείου Α.Ε.Ι.
Δηλαδή το παρόν σχέδιο νόμου θεωρεί απαραίτητη την σαφή διάκριση μεταξύ επιτροπής ερευνών και οργάνων διοίκησης στα ΑΕΙ αλλά όχι στα ΕΚ-ΝΠΔΔ;
Θα πρέπει να εξαιρεθούν και τα Ερευνητικά Κέντρα που αναφέρονται στο άρθρο 13Α του νόμου 4310/2014 και λειτουργούν ως ΝΠΔΔ. Ζητάμε από την ηγεσία του Υπουργείου να ξεκινήσει άμεσα δημόσια διαβούλευση με τους Ερευνητικούς Φορείς ώστε να διαμορφωθεί εκ νέου ο Νόμος-Πλαίσιο που θα αφορά αποκλειστικά στην Έρευνα, όπως άλλωστε έχει κατ’ επανάληψη δεσμευτεί.
Παρ. 9: Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι στα Υπηρεσιακά Συμβούλια υπάγονται μόνο οι τακτικοί υπάλληλοι των Ερευνητικών Κέντρων. Ωστόσο, πρόσθετες αμοιβές δικαιούνται, ορθά, και οι μη τακτικοί υπάλληλοι. Η σύνδεση λοιπόν της απόδοσης των πρόσθετων αμοιβών με τη λειτουργία των Υπηρεσιακών Συμβουλίων, μπορεί να αποτελέσει αφορμή κατάργησης του δικαιώματος των μη τακτικών υπαλλήλων στις πρόσθετες αμοιβές.
Προσλήψεις παντού με ανοικτές διαδικασίες ΑΣΕΠ.
Στην περίπτωση των ΕΚ ΝΠΔΔ η Σύγκλητος και η Επιτροπή Ερευνών των ΑΕΙ συμπίπτουν στο ένα και μοναδικό όργανο διοίκησης, το Δ.Σ. του Φορέα.
Ως εκ τούτου, προς αποφυγή ανακύκλωσης αρμοδιοτήτων και ταύτισης ρόλων θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα να εισηγείται ο ΠΜΟΔΥ προς το Δ.Σ. έναντι της προβλεπόμενης από το παρόν σ/ν, Επιτροπής Ερευνών.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 επιχειρείται η απαλλαγή από καταλογισμούς ή και άρση καταλογισμών αρκετών εκατομμυρίων ευρώ, υπολόγων προσώπων που ευθύνονται για κατασπατάληση εθνικών και κοινοτικών πόρων που διατέθηκαν μέσω των ΕΛΚΕ. Δυστυχώς για μια ακόμη φορά γίνεται προσπάθεια να νομιμοποιηθούν παράνομες ενθυλακώσεις δημοσίου χρήματος, σε συνέχεια αυτών που νομιμοποιήθηκαν προηγουμένως για το πανεπιστήμιο Κρήτης, με νυχτερινή τροπολογία και χωρίς έκθεση του του Γενικού Λογιστηρίου. Ίσως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι επί μήνες ή και χρόνια εκκρεμούν καταλογισμοί, περιμένοντας μάλλον τέτοιες νομοθετικές πρωτοβουλίες. Αλήθεια, όταν με τον τρόπο αυτό επέρχεται νομιμοποίηση παράνομων δαπανών, ποια η τύχη των συνδεόμενων με αυτές αξιόποινων πράξεων; Αναζήτησε κανείς από αυτούς που νομοθετούν να διαπιστώσει αν για τις δημοσιονομικές διορθώσεις που επιβάλει το υπουργείο Οικονομικών με τους ελέγχους του, έγιναν από τους φορείς οι οφειλόμενοι καταλογισμοί των υπολόγων; Τι θα γίνει με αυτούς που εκκρεμούν; Αυτά δεν συνιστούν αξιόποινες πράξεις ή παραλείψεις;
Επειδή αυτά και πολλά άλλα μπορούν να ειπωθούν για τον προβληματικό χώρο των ΕΛΚΕ και την αδιαφανή λειτουργία του μέσω ενός θολού και χωρίς καθαρούς όρους διαχείριση των κονδυλίων, η αναμόρφωση όλου του θεσμικού πλαισίου που τους διέπει είναι επιβεβλημένη, όσο επιβεβλημένη είναι η απόδοση των ευθυνών σε όσους εκμεταλλεύτηκαν προς ίδιο όφελος το υφιστάμενο σύστημα. Δεν μπορεί να γίνονται τέτοιες νομοθετικές παρεμβάσεις, όπως αυτή της παρ. 3, τη στιγμή που επιβάλλονται, για πολλοστή φορά, περικοπές και φορολογικές αφαιμάξεις στα πιο αδύναμα στρώματα του πληθυσμού. Τα χρήματα αυτά είναι τόσα πολλά, που αν δεν έλλειπαν από το δημόσιο ταμεί, θα μπορούσαν κάλλιστα να βελτιώσουν τη φοιτητική μέριμνα για τους οικονομικά αδύναμους φοιτητές, πολλοί από τους οποίους αναγκάζονται να παρατήσουν ακόμη και τις σπουδές τους.
Η ρύθμιση δυστυχώς επαναλαμβάνεται ως κακόγουστη φάρσα σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος και όσοι την ψηφίσουν θα έχουν διαπράξει ένα ακόμη σοβαρό ατόπημα.
Άρθρο 67 (Μεταβατικές Διατάξεις) παρ. 9. Αφού έχει εγκριθεί το ερευνητικό πρόγραμμα με τον προϋπολογισμό του και κατ’ επέκταση και οι πρόσθετες αμοιβές από το ΔΣ του Ερευνητικού Κέντρου θεωρούμε ότι δεν θα πρέπει να απαιτείται η επιπλέον έγκριση από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο γι’ αυτές. Αυτή η πρόνοια του νόμου προσθέτει επιπλέον γραφειοκρατικές διαδικασίες στη έγκριση και υλοποίηση των ερευνητικών προγραμμάτων. Η συγκεκριμένη δε, πρόβλεψη παραπέμπει σε έγκριση απασχόλησης σε εκτός του φορέα ιδιωτική απασχόληση από το ΥΣ πράγμα που δημιουργεί εκτός των άλλων και προβλήματα στην αναγνώριση προϋπηρεσίας ως δημόσια καθώς επιφέρει αμφισβήτηση ως προς το σε ποιο νομικό πρόσωπο εργάζεται το συγκεκριμένο προσωπικό. Επίσης, ενώ το ΥΣ είναι αρμόδιο μόνο για τους μόνιμους και Ι.Δ.Α.Χ. υπαλλήλους η συγκεκριμένη διάταξη αφήνει να εννοηθεί ότι η έγκριση των πρόσθετων αμοιβών από το ΥΣ αφορά και στους Ι.Δ.Ο.Χ. για τους οποίους ωστόσο το συγκεκριμένο όργανο δεν έχει αρμοδιότητα σύμφωνα με τον Υπαλληλικό Κώδικα.
Οι προτεινόμενες αλλαγές στους ΕΛΚΕ μάλλον θα τους κάνουν πιο δυσλειτουργικούς. Δεν έχει νόημα η υποχρεωτική μεταφορά κονδυλίων των ΕΛΚΕ στον τακτικό προυπολογισμό του ΑΕΙ. Τα κονδύλια αυτά προερχονται απο ατομικές προσπάθειες καθηγητών, για τις οποίες δεν έχουν υποχρέωση απο τον νόμο να πράξουν. Με τις προτάσεις αυτές θα σταματήσουν και τα κίνητρα στα μέλη ΔΕΠ να φέρουν νέα προγράμματα, και έτσι δεν θα υπάρχουν κονδύλια προς μεταφορά.
Τι πρέπει να γίνε?
Να μείνουν οι ΕΛΚΕ ως έχουν.
Να γίνονται πολύ αυστηρότεροι έλεγχοι και ποινές εκεί που υπάρχει δόλος
Παράγραφος 6 – περίπτωση γ: Θα πρέπει να διευκρινιστεί τι νοείται ως ορισμός του επικεφαλής του Γραφείου Ταμειακής Διαχείρισης και των λοιπών μονάδων από την Σύγκλητο του ΑΕΙ ή (κατ΄ αναλογία) το ΔΣ του Ερευνητικού Κέντρου μιας και η επιλογή επικεφαλής Γραφείου ή μονάδας θα πρέπει να υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 29 ν. 4369/16.