1. Όργανα διοίκησης των Κ.Ε.Σ.Υ. είναι ο Προϊστάμενος και ο Σύλλογος Εκπαιδευτικού Προσωπικού.
2. Ως Προϊστάμενος επιλέγεται εκπαιδευτικός ή μέλος του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.) σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄. Ο Προϊστάμενος ασκεί διοικητικά, επιστημονικά και παιδαγωγικά καθήκοντα και εποπτεύεται ως προς την άσκηση των διοικητικών καθηκόντων του από τον Περιφερειακό Διευθυντή Εκπαίδευσης, ενώ ως προς την άσκηση των επιστημονικών και παιδαγωγικών καθηκόντων του από το οικείο ΠΕ.Κ.Ε.Σ., σύμφωνα με την παρ. 6. Ο Προϊστάμενος του Κ.Ε.Σ.Υ. παρίσταται στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. που αφορούν το συλλογικό προγραμματισμό της δράσης του τελευταίου, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση που καλείται να παραστεί.
3. Ο Σύλλογος Εκπαιδευτικού Προσωπικού αποτελείται από το σύνολο των εκπαιδευτικών και των μελών του Ε.Ε.Π. που υπηρετούν στο Κ.Ε.Σ.Υ. και λειτουργεί ως διεπιστημονική ομάδα, η οποία οργανώνει το σύνολο των παρεμβάσεων του Κέντρου στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του. Για τη βέλτιστη αντιμετώπιση συγκεκριμένων εκπαιδευτικών και επιστημονικών θεμάτων, ο Σύλλογος Εκπαιδευτικού Προσωπικού μπορεί να συγκροτεί διεπιστημονικές υποομάδες προσωπικού. Οι διεπιστημονικές υποομάδες δεν έχουν μόνιμο χαρακτήρα αλλά ο αριθμός, η σύνθεση, το έργο τους και η διάρκειά τους μπορεί να μεταβάλλονται ανάλογα με τα θέματα που αντιμετωπίζουν. Τα σχετικά με τη λειτουργία των διεπιστημονικών υποομάδων, τις επισκέψεις των διεπιστημονικών υποομάδων στις σχολικές μονάδες και γενικότερα τα θέματα που αφορούν τη συνεργασία των υποομάδων αυτών με τις σχολικές μονάδες και τους εκπαιδευτικούς καθορίζονται στον Ενιαίο Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας των Κ.Ε.Σ.Υ. που εκδίδεται σύμφωνα με την περίπτ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 18.
4. Με ευθύνη του Προϊσταμένου του Κ.Ε.Σ.Υ., ο Σύλλογος Εκπαιδευτικού Προσωπικού συνεδριάζει τακτικά μία φορά το μήνα και έκτακτα όποτε κρίνεται αναγκαίο και αποφασίζει ιδίως για:
α) κάθε θέμα που εμπίπτει στις αρμοδιότητές του και χρήζει ανταλλαγής απόψεων και λήψης αποφάσεων σε συλλογικό επίπεδο,
β) την αναζήτηση και εφαρμογή μεθόδων και προσεγγίσεων για την επίτευξη των γενικών και ειδικών σκοπών και αρμοδιοτήτων του,
γ) τον ετήσιο συλλογικό προγραμματισμό των δράσεων του Κέντρου, στην αρχή του σχολικού έτους, διατυπώνοντας συγκεκριμένους στόχους σχετικά με την επίτευξη της αποστολής του σύμφωνα με το άρθρο 7,
δ) την παρακολούθηση του συλλογικού προγραμματισμού, κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, με στόχο την επανεξέταση και ανατροφοδότηση του προγραμματισμού αυτού και τη διαρκή βελτίωση της ποιότητας του παρεχόμενου έργου και
ε) την τελική ανατροφοδοτική αποτίμηση του ετήσιου συλλογικού προγραμματισμού δράσης, κατά τη λήξη του σχολικού έτους, με σκοπό την εκτίμηση του βαθμού επίτευξης των στόχων που είχαν τεθεί, τον εντοπισμό των δυσκολιών και προβλημάτων που αντιμετωπίστηκαν κατά την υλοποίηση του προγραμματισμού και τη διατύπωση προτάσεων βελτίωσης για το επόμενο σχολικό έτος.
5. Οι εκθέσεις του συλλογικού προγραμματισμού δράσης και της τελικής ανατροφοδοτικής αποτίμησης υποβάλλονται στο οικείο ΠΕ.Κ.Ε.Σ. Στοιχεία των εκθέσεων αυτών καταχωρούνται, με ευθύνη του Προϊσταμένου, στο πληροφοριακό σύστημα myschool, σε ειδικά διαμορφωμένα πεδία για το σκοπό αυτό.
6. Για την παρακολούθηση του συλλογικού προγραμματισμού δράσης και γενικότερα για την παιδαγωγική και επιστημονική εποπτεία του ΚΕ.Σ.Υ. από το οικείο ΠΕ.Κ.Ε.Σ., με απόφαση της Ολομέλειας του ΠΕ.Κ.Ε.Σ. συγκροτείται τριμελής επιτροπή παρακολούθησης, η οποία αποτελείται από τον Συντονιστή Εκπαιδευτικού Έργου Ειδικής Αγωγής και Ενταξιακής Εκπαίδευσης, έναν Συντονιστή Εκπαιδευτικού Έργου των κλάδων ΠΕ60 ή ΠΕ70 και έναν Συντονιστή Εκπαιδευτικού Έργου που προέρχεται από τους κλάδους της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εκπαιδευτικών Λειτουργών Ειδικής Αγωγής – ΕΝ.Ε.Λ.Ε.Α., θεωρεί ότι το νομοσχέδιο περί αναδιοργάνωσης δομών υποστήριξης και άλλες διατάξεις που βρίσκεται σε διαβούλευση χρειάζεται σαφέστατα περισσότερο χρόνο για να υπάρξει τόσο διαβούλευση όσο και ουσιαστικός διάλογος και ανταλλαγή απόψεων με τους αρμόδιους επιστημονικούς και συνδικαλιστικούς φορείς, πρωτίστως δε με τους σχετικούς φορείς στους οποίους αναφέρεται.
Ο μεγάλος ήδη αριθμός προτάσεων, γνωμοδοτήσεων και απόψεων αποδεικνύει του λόγου το αληθές σε συνδυασμό μάλιστα ότι ακόμα οι περισσότεροι συνδικαλιστικοί φορείς δεν έχουν καταφέρει να το επεξεργαστούν επαρκώς με αποτέλεσμα να μην έχουν ακόμα ανακοινώσει τις απόψεις τους.
Η ψήφιση ενός τέτοιου νόμου που αγγίζει εξαιρετικά κρίσιμες και ευαίσθητες περιοχές της εκπαιδευτικής διαδικασίας κινδυνεύει να γίνει αντικείμενο αμφισβήτησης και δικαστικών προσφυγών ενώ θα έπρεπε να λύνει τα κύρια αν όχι όλα προβλήματα του χώρου όπως αυτά έχουν αναδειχθεί διαχρονικά ως αποτέλεσμα ενός έντιμου διαλόγου. Τρανό παράδειγμα αποτελεί η βιωσιμότητα του ν.1566/1985 ο οποίος μέχρι σήμερα αντέχει στο χρόνο και αποτελεί τη βάση για την εκπαίδευση έχοντας τύχει κοινής αποδοχής.
Είμαστε βέβαιοι ότι θα ανταποκριθείτε καθώς ήδη έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος καθώς εδώ και μήνες έχει ανακοινωθεί και διακινείται ότι πρόκειται να υπάρξει νέο νομοθέτημα, χωρίς όμως να υπάρχει κάτι το απτό.
ΤΟ Δ.Σ.
Μιλάμε για ένα φορέα που πάει να δημιουργηθεί όπου θα αποτελεί μια τύπου εταιρία με μάναντζερ και διοικητικές αρμοδιότητες των υφιστάμενων, πολύ μακρυά από το εκπαιδευτικό τους έργο.
Πρόταση: Η στελέχωση των ΚΕ.Σ.Υ. οφείλει να είναι πολυάριθμη αφού τα υπάρχοντα ΚΕ.Δ.Υ. ήδη από χρόνια δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες του κάθε νομού δημιουργώντας λίστες αναμονής μέχρι και 2 χρόνια.
Προϊστάμενος του ΚΕ.Σ.Υ. ΔΕΝ ΝΟΕΙΤΑΙ να μην είναι αποκλειστικά και μόνο εκπαιδευτικός, αφού τα μέλη του Ε.Ε.Π. δεν έχουν την κατάρτιση περί των Επιστημών της Αγωγής.
Να διαγραφεί το κείμενο σε σχέση με το μη μόνιμο χαρακτήρα και το έργο των διεπιστημονικών υποομάδων «Παρ 3. Οι διεπιστημονικές υποομάδες δεν έχουν μόνιμο χαρακτήρα αλλά ο αριθμός, η σύνθεση, το έργο τους και η διάρκειά τους μπορεί να μεταβάλλονται ανάλογα με τα θέματα που αντιμετωπίζουν».
Να επαναδιατυπωθεί ότι στο ΚΕΣΥ η αξιολόγηση και υποστήριξη πραγματοποιείται από τη διεπιστημονική ομάδα διασφαλίζοντας πλήρως τη συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων επαγγελματιών και τη συμβολή του καθένα σύμφωνα με το ρόλο του.
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία η διεπιστημονική συνεργασία κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να υλοποιηθούν οι στόχοι της ένταξης και συμπερίληψης.
Η συνεργασία εκπαιδευτικών και ΕΕΠ μπορεί να πετύχει καλύτερα αποτελέσματα ως ομάδα, απ’ ότι μπορεί να πετύχει το κάθε μέλος της ομάδας από μόνο του.
ΑΡΘΡΟ 8:
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΕΝΕΛΕΑ ΣΤΟ 1: ΑΡΑΓΕ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΕΣΥ, ΣΧΟΛΙΚΕΣΜΟΝΑΔΕΣ;;;; ΤΑ ΚΕΔΔΥ ΕΙΧΑΝ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ Κ.Λ.Π. ΑΛΛΟ ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΕΤΕΙΧΕ Η ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΟΜΑΔΑ. ΤΩΡΑ ΑΣΚΕΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ;;;;;;;
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΕΝΕΛΕΑ ΣΤΟ 2: ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΔΙΑΠΛΕΚΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΠΟΙΟΣ;;;;
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΕΝΕΛΕΑ ΣΤΟ 4: ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΜΕ ΤΕΤΟΙΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΘΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΕΙ ΤΑΚΤΙΚΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΤΟΝ ΜΗΝΑ;;;;;;;
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΕΝΕΛΕΑ ΣΤΟ 6: ΕΔΩ ΤΙ ΝΑ ΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ!!!!
ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: ΤΑ ΠΕ61 ΚΑΙ ΠΕ71 «ΞΕΧΑΣΤΗΚΑΝ»;;;;;
Δίνονται υπερβολικά πολλές αρμοδιότητες στα Κ.Ε.Σ.Υ. και είναι πολύ δύσκολο αυτές να συντονίζονται από έναν Προϊστάμενο και τον Σύλλογο Εκπαιδευτικού Προσωπικού.
Στο άρθρο 7 επισημαίνεται ότι «οι αρμοδιότητες που ασκούν τα Κ.Ε.Σ.Υ. για την επίτευξη της αποστολής τους έχουν εκπαιδευτικό προσανατολισμό» για τις μαθησιακές δυσκολίες, την ενταξιακή εκπαίδευση, τις ψυχοκοινωνικές ανάγκες, τον επαγγελματικό προσανατολισμό και την τεχνολογική υποστήριξη. Μέχρι τώρα οι καταργούμενες δομές των ΚΕΔΔΥ με δυσκολία κατάφερναν να ανταποκριθούν στις αξιολογήσεις των μαθητών με μαθησιακά προβλήματα και αναπηρίες, αρμοδιότητα η οποία δεν είναι ξεκάθαρο στο σχέδιο νόμου αν διατηρείται ή μετατοπίζεται στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα.
Σε κάθε περίπτωση για να μπορεί να λειτουργήσει αυτή η δομή, εξειδικευμένα στις αρμοδιότητές της, πρέπει να έχει ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ και ΤΜΗΜΑΤΑ με ευθύνη έργου σε:
1.Αξιολόγηση μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και αναπηρίες,
2.Εκπαιδευτική υποστήριξη, συμβουλευτική και ενταξιακές παρεμβάσεις σε μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες και αναπηρίες, μαθητές ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, μαθητές με ψυχοκοινωνικά προβλήματα ή με χαρισματικά χαρακτηριστικά.
3.Συμβουλευτικό επαγγελματικό προσανατολισμό
4.Τεχνολογική υποστήριξη Ε.Κ., σχολικών εργαστηρίων και τεχνολογικών υποδομών σχολικών μονάδων.
Ο σύλλογος εκπαιδευτικού προσωπικού που προβλέπεται στη δομή δεν μπορεί να έχει ταυτόχρονα συλλογική και εξειδικευμένη άποψη, όταν απαρτίζεται από μέλη τα οποία έχουν μονομερή ειδίκευση, χωρίς υπεύθυνη θέση για όλες τις αρμοδιότητες του ΚΕΣΥ.
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ του Π.Ε.Σ.Ε.Α.
για το νομοσχέδιο τον Υπουργείου Παιδείας που αφορά την
Αναδιοργάνωση των Δομών Υποστήριξης σε Π.Ε.&Δ.Ε.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Ειδικής Αγωγής-Π.Ε.Σ.Ε.Α, αναφορικά με το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ», θεωρεί ότι το προαναφερόμενο Σχέδιο Νόμου για τον επανασχεδιασμό και αναδιάρθρωση των δομών, των λειτουργιών των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των δομών της εκπαίδευσης χρειάζεται περισσότερο χρόνο διαβούλευσης με τους αρμόδιους φορείς. Ήδη στον περιορισμένο τελεσιγραφικό χρόνο ηλεκτρονικής διαβούλευσης (διάρκειας 1 εβδομάδας) που έδωσε το Υπουργείο Παιδείας κατατέθηκαν -από πολλούς εμπλεκόμενους φορείς- σημαντικές αναλύσεις και προτάσεις που ζητούν είτε απόσυρσή του είτε εύλογο χρονικό διάστημα για τη διεξαγωγή ενός έντιμου ουσιαστικού διαλόγου.
Επομένως χρειάζεται οι σχετιζόμενοι με το εκπαιδευτικό σύστημα φορείς να αποτυπώσουν και να συζητήσουν με την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας τα μειονεκτήματά του και τα πλεονεκτήματά του για να αποτραπεί η ψήφιση ενός κρίσιμου νομοθετήματος που θα σέρνεται, θα αμφισβητείται η συνταγματικότητά του και, ταυτόχρονα θα απορρυθμίζει τη δημόσια εκπαίδευση, μέχρι την έκδοση πλήθους μεταβατικών υπουργικών αποφάσεων και κανονιστικών πράξεων. Δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα «η αποστασιοποίηση των εκπαιδευτικών από το ίδιο το έργο τους» ούτε «ο προσωπικοκεντρικός χαρακτήρας» για να δικαιολογήσει την αντικατάσταση του συστήματος. Ο συγκεντρωτικός και γραφειοκρατικός χαρακτήρας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που βλέπει την εκπαίδευση ως μέσο για την παραγωγικότητα με βάση τα οικονομικά μοντέλα της αγοράς, αποτελεί εμπόδιο για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας που είναι μεν αναγκαία αλλά δεν αρκεί. Κρίσιμη σημασία αποτελεί και η διαχείρισή της, για ποιους σκοπούς χρησιμοποιείται.
Στο προτεινόμενο Σχέδιο Νόμου οι αλλαγές σε διοικητικό επίπεδο με την ενσωμάτωση πολλών διαφορετικών υπηρεσιών και οι αλλαγές στον τρόπο στελέχωσης των νέων υπηρεσιών θεωρούνται ικανές για την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους στη μάθηση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι απαιτούνται ριζικές αλλαγές όχι μόνο στη νομοθεσία αλλά σε πρακτικό και κυρίως σε οικονομικό επίπεδο. Στις νέες υπηρεσίες που προτείνονται είναι τα Κ.Ε.Σ.Υ. που ενσωματώνουν υπηρεσίες που μέχρι σήμερα έχουν διαφορετικό αντικείμενο και απευθύνονται σε διαφορετικό μαθητικό πληθυσμό. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ανάμεσα στις «πολυδιάστατες» αρμοδιότητες τους είναι να παρέχουν υποστήριξη «στο σύνολο της σχολικής και ευρύτερης κοινότητας της περιοχής ευθύνης του (σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές, τοπική κοινότητα) σε πολλαπλά επίπεδα (πρόληψη, αξιολόγηση, εισήγηση, παρέμβαση, ενημέρωση-επιμόρφωση, ευαισθητοποίηση) με στόχο τη διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στο εκπαιδευτικό αγαθό».
Η προτεινόμενη οργανωτική σύνθεση θεωρούμε ότι θα δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα σε λειτουργικό αλλά και εργασιακό επίπεδο, γιατί η σημερινή πραγματικότητα με βαθιές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες έχει δημιουργήσει ένα χάσμα ανάμεσα στην εκπαιδευτική πολιτική και στην πρακτική της εφαρμογή. Αυτό το χάσμα δεν γεφυρώνεται με τις διατάξεις του προτεινόμενου νόμου. Ωστόσο αν αυτό είναι το όραμα δεν πρέπει να αποσιωπάται ότι αποτελεί ένα ζήτημα περίπλοκο που απαιτεί μια δύσκολη μεταβατική διαδικασία. Μια διαδικασία που απαιτεί άλλον προσανατολισμό στην εκπαίδευση, γενναία χρηματοδότηση, αλλαγή στα προγράμματα σπουδών και στη διδασκαλία, υποστήριξη, επιμόρφωση και ουσιαστική οικονομική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών ώστε σταδιακά και σταθερά να εξασφαλιστεί η ισότιμη εκπαίδευση για όλους.
Στο όνομα της αποκέντρωσης η σχολική μονάδα επιφορτίζεται με πολλές και πολυδιάστατες αρμοδιότητες και το εκπαιδευτικό προσωπικό καλείται να διαδραματίσει νέους ρόλους, χωρίς την απαραίτητη τεχνογνωσία μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες. Προτείνονται «συνεργασίες» του σχολείου με φορείς και υπηρεσίες, χωρίς να έχει καθοριστεί ούτε το νομικό πλαίσιο ούτε και τα πρωτόκολλα συνεργασίας. Το σημερινό σχολείο πριν από οποιαδήποτε νέα καινοτόμα δράση χρειάζεται μόνιμο, σταθερό και ενισχυμένο οικονομικά και επαγγελματικά προσωπικό. Η συνεχής ανασφάλεια και απαξίωση που βιώνουν οι εκπαιδευτικοί μέσα σε συνθήκες οικονομικής λιτότητας δεν προμηνύει καλούς οιωνούς αλλά μάλλον ενισχύει την «αποστασιοποίησή» τους. Επιχειρείται η συγχώνευση δομών και υπηρεσιών, όπως: α) τα ΠΕΚΕΣ για να απορροφήσουν τα τμήματα επιστημονικής καθοδήγησης, τους Σχολικούς Συμβούλους, τα ΠΕΚ, β) τα ΚΕΣΥ για να καταργηθούν και συγχωνευτούν τα ΚΕΔΔΥ, τα ΚΕΣΥΠ, οι Σταθμοί Συμβουλευτικής Νέων, και γ) τα ΚΕΑ για να συνενωθούν τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, η Αγωγή Υγείας, οι Σχολικές Δραστηριότητες και τα Πολιτιστικά Τμήματα με στόχο την μείωση θέσεων και όχι την ενίσχυση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.
Με τη δημιουργία και λειτουργία των ΠΕ.ΚΕ.Σ. στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Π.Ε.&Δ.Ε. το Υπουργείο Παιδείας μετακυλά την επιτελική ευθύνη του και την ουσιαστική υποστήριξή του στο εκπαιδευτικό έργο των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το πλήθος των αρμοδιοτήτων του νέου θεσμού στο οποίο συγκεντρώνονται ευθύνες παιδαγωγικές, διοικητικές, γνωμοδοτικές, εκπαιδευτικού σχεδιασμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου, επιμορφωτικές, συμβουλευτικής γονέων, συντονισμού άλλων εκπαιδευτικών φορέων, προσδίδουν στον θεσμό αυτό βραδυκίνητα και δυσλειτουργικά χαρακτηριστικά. Η προφανής αδυναμία στοιχειώδους ανταπόκρισης στις πολλαπλές ανάγκες που ανακύπτουν στο πεδίο της εφαρμογής του, αναπόφευκτα θα οδηγήσει το όλο εγχείρημα να παραμείνει «κενό γράμμα» και να καταγραφεί στην ιστορία της εκπαίδευσης, ως ακόμα ένας νόμος που έμεινε «στα χαρτιά».
Η κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων που λειτουργούσαν ανά διεύθυνση εκπαίδευσης, υποβαθμίζει τον αποκεντρωτικό, επιστημονικό, καθοδηγητικό και υποστηρικτικό τους ρόλο προς τις σχολικές μονάδες και τις άλλες εκπαιδευτικές δομές. Η παιδαγωγική καθοδήγηση εξ αποστάσεως, δεν μπορεί να λύσει ζητήματα και ουσιαστικά δεν υπάρχει. Η Πολιτεία μέχρι σήμερα δεν επεδίωξε την ποιοτική αναβάθμιση του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου. Ένα θεσμό που διεκδίκησαν τα Συνδικάτα με αγώνες, ενάντια στον διοικητικό αυταρχισμό της μακρινής περιόδου των επιθεωρητών, που το Ελληνικό Κράτος επιχειρεί σήμερα -εκδικητικά και αναιτιολόγητα- να τον απαξιώσει και να τον καταργήσει. Η εμμονή σε αναιτιολόγητα προαπαιτούμενα, φωτογραφικές διατάξεις και εμφανείς αποκλεισμούς ικανών εκπαιδευτικών, σε συνδυασμό με τη λειτουργία των ΠΕ.Κ.Ε.Σ. στις Περιφέρειες, τη μεγάλη μείωση του αριθμού των στελεχών Π.Σ.Ε. και το δικαίωμα αίτησης σε μια μόνο Περιφέρεια, προαναγγέλλουν διακρίσεις με αντισυνταγματικές προεκτάσεις, αλλά και μεγάλα ελλείματα στελέχωσης των νέων δομών Π.Ε.&Δ.Ε.
Με την ίδρυση της υπερδομής του ΚΕΣΥ και την ενίσχυση των ΕΔΕΑΥ που λειτουργούν με Προγράμματα ΕΣΠΑ καταστρέφει τον εκπαιδευτικό, παιδαγωγικό και διεπιστημονικό προσανατολισμό των ΚΕΔΔΥ, τα προγράμματα συνεκπαίδευσης, καθώς και τις ενταξιακές, & συμπεριληπτικές δομές του ελληνικού σχολείου, που ενισχύθηκαν στους εκπαιδευτικούς νόμους 4368/2006, 4415/2016 και 4452/2017. Μέχρι σήμερα τα ΚΕΔΔΥ επικεντρώνονταν με διεπιστημονικότητα στους μαθητές/τριες με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες υποστηρίζοντας την ένταξή τους στο γενικό ή το ειδικό σχολείο, παρά την εγκατάλειψή τους με ευθύνη των εκάστοτε ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας. Αντιθέτως, φαίνεται ότι το ΚΕΣΥ εστιάζεται σε ένα απροσδιόριστο διοικητικοκεντρικό καθηκοντολόγιο που θα αφορά την επιμόρφωση, την ειδική αγωγή, την συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
Είναι προφανές πλέον, αν ψηφιστεί αυτό το νομοθέτημα, η διάγνωση θα αποδοθεί πλήρως στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα (ΙΠΔ). Αυτά, αποτελούν μηχανισμό της ελληνικής κρατικής νοσοκομειακής δομής υγείας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί έναν από τους πλέον προβληματικούς τομείς της κρατικής διοίκησης, με αποκορύφωμα ίσως, τα ιδιωτικά κέντρα ειδικής αγωγής που λειτουργούν με όρους αγοράς-πελατών-κόστους-κέρδους. Η επιστροφή στο ιατρικό μοντέλο με ουρές στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα για απλές διαγνώσεις, κατά παραγγελία, γυρνάνε δεκαετίες πίσω την εκπαίδευση, την ειδική αγωγή και ειδική επαγγελματική εκπαίδευση των αναπήρων παιδιών και των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Φαίνεται ότι στο νέο νόμο καταργείται το κοινωνικό και εκπαιδευτικό μοντέλο στη διαχείριση του μαθητικού πληθυσμού με αναπηρίες και ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, γι’ αυτό ο Πανελλήνιος Επιστημονικός Σύλλογος Ειδικής Αγωγής -Π.Ε.Σ.Ε.Α.- ζητά από τον Υπουργό Παιδείας να συνεχιστεί η Διαβούλευση και ο Διάλογος για το νομοσχέδιο με όλους τους φορείς, για όσο χρόνο απαιτείται, με την παραδοχή ότι η εκπαίδευση, ως θεσμός είναι καθολικός και ενιαίος. Επομένως οι όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις όπου και όταν απαιτούνται, θα πρέπει να είναι μέρος μιας ενιαίας νομοθετικής πρότασης που να εναρμονίζεται με τους γενικούς και ειδικούς στόχους, να συνυφαίνονται με την γενική εκπαιδευτική διαδικασία και κατά κανόνα να υλοποιούνται στους χώρους, τα πλαίσια και τα προγράμματα της γενικής εκπαίδευσης.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο του Π.Ε.Σ.Ε.Α.
Ο Πρόεδρος Ο Γενικός Γραμματέας
Μηνάς Ευσταθίου Λευτέρης Ρατσιάτος
Τελικά τι κριτήρια θα ισχύουν για την επιλογή προϊσταμένου των ΚΕΣΥ;ό,τι ισχύει και για τον Σύλλογο ή διαφορετικά; Γιατί δεν το διευκρινίζει το έγγραφο;
Για τη δημιουργία του ΚΕΣΥ καταλαβαίνω ότι η κατεύθυνση του νέου φορέα ξεφεύγει από τα διαγνωστικά ή ψυχιατρικά-ψυχολογικά χαρακτηριστικά που είχε το μέχρι τώρα ΚΕΔΔΥ και η κατεύθυνσή του είναι καθαρά εκπαιδευτική, γι’ αυτό προτείνω ο προϊστάμενος να είναι αποκλειστικά εκπαιδευτικός και να μην προέρχεται από το ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό.
Θεωρώ ότι θα ήταν πιο δίκαιο ο τίτλος του συλλόγου να ανταποκρίνεται στην σύνθεση του και αφού συμμετέχουν και ειδικότητες του ΕΕΠ θα μπορούσε να ονομάζεται Σύλλογος Ειδικού Εκπαιδευτικού και Εκπαιδευτικού Προσωπικού