1. Ο υπάλληλος τίθεται σε διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας.
2. Η πράξη θέσης του υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα και η πράξη επαναφοράς του στην υπηρεσία, εκδίδονται από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. μετά από απόφαση του Δ.Σ..
3. ο υπάλληλος του Ν.Π.Ι.Δ. τίθεται αυτεπάγγελτα ή μετά από αίτησή του σε διαθεσιμότητα που παρατείνεται πέρα από το χρόνο αναρρωτικής άδειας απουσίας που ορίζεται από τις σχετικές διατάξεις, εφόσον κρίνεται ιάσιμη από την οικεία υγειονομική αρχή.
2. Η διαθεσιμότητα αρχίζει μετά από τη λήξη της αναρρωτικής άδειας και δεν μπορεί να υπερβεί το ένα (1) έτος. Για τα δυσίατα νοσήματα η διαθεσιμότητα μπορεί να παραταθεί μέχρι δύο (2) έτη.
3. Η αρμόδια υγειονομική επιτροπή αποφασίζει υποχρεωτικά μέσα στο τελευταίο μήνα της διαθεσιμότητας, αν ο υπάλληλος είναι ικανός ή όχι να αναλάβει αμέσως τα καθήκοντά του. Αν η επιτροπή γνωματεύσει αρνητικά ο υπάλληλος απολύεται ύστερα από απόφαση του Δ.Σ.. Δεν απολύεται ο υπάλληλος αν η ανικανότητά του επιτρέπει την άσκηση άλλων καθηκόντων.
4. Ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου ή αυτεπάγγελτα μπορεί αυτός να παραπεμφθεί για εξέταση στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή και πριν από τη λήξη της διαθεσιμότητας. Σε περίπτωση αρνητικής γνωμάτευσης η διαθεσιμότητα διατηρείται μέχρι τη λήξη του χρόνου αυτής.
5. Ο υπάλληλος θεωρείται ότι τελεί σε ενεργό υπηρεσία από την επομένη της ημερομηνίας λήξης της διαθεσιμότητας, εφόσον επανήλθε και τέθηκε στη διάθεση της υπηρεσίας. Ο υπάλληλος δεν μπορεί να επανέλθει στα καθήκοντά του πριν εκδοθεί η γνωμάτευση της προηγούμενης παραγράφου.
6. Ο υπάλληλος που τίθεται σε διαθεσιμότητα παίρνει τα δύο τρίτα (2/3) των αποδοχών του. Σε περίπτωση διαθεσιμότητας λόγω ασθένειας, επιδόματα που καταβλήθηκαν από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα, εκπίπτουν από τις αποδοχές αυτές.
7. Η θέση σε διαθεσιμότητα συνεπάγεται την παύση κάθε παρεπόμενου λειτουργήματος που ασκεί ο υπάλληλος στο Ν.Π.Ι.Δ..