1. Η πειθαρχική εξουσία σε πρώτο βαθμό ασκείται από τον Πρόεδρο και σε δεύτερο βαθμό από το Δ.Σ. του Ν.Π.Ι.Δ. «Διοικούσα Επιτροπή Ισλαμικού Τεμένους Αθηνών».
2. Ο Πρόεδρος είναι αρμόδιος να δέχεται καταγγελίες για τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος από οποιοδήποτε μέλος του τακτικού ή έκτακτου προσωπικού του Ν.Π.Ι.Δ., καθώς και από κάθε τρίτο που δικαιολογεί έννομο συμφέρον. Οι καταγγελίες είναι υποχρεωτικά επώνυμες, διαφορετικά τίθενται από τον Πρόεδρο στο αρχείο χωρίς περαιτέρω έρευνα. Οι καταγγελίες αφορούν συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη ή περισσότερες πράξεις ή παραλείψεις και είναι δυνατόν να στρέφονται και κατ’ αγνώστου.
3. Ο Πρόεδρος διερευνά τις καταγγελίες που υποβάλλονται παραδεκτώς, τηρώντας την απαραίτητη εχεμύθεια και σεβόμενος το τεκμήριο αθωότητας του τυχόν φερόμενου ως δράστη του παραπτώματος.
4. Ο Πρόεδρος διερευνά αυτεπαγγέλτως και κάθε υπόνοια τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος που υποπίπτει στην αντίληψή του, ανεξαρτήτως ύπαρξης σχετικής καταγγελίας. Κατά τη διερεύνηση των καταγγελιών ο Πρόεδρος είναι δυνατόν να επικουρείται από μέλος του Δ.Σ. ή από προϊστάμενο του Ν.Π.Ι.Δ. όπως ειδικότερα ορίζεται με απόφασή του. Με την ίδια απόφαση ορίζεται υποχρεωτικά γραμματέας, εκ του προσωπικού τακτικού ή αποσπασμένου για την τήρηση των πρακτικών της διαδικασίας. Τα πρόσωπα που επικουρούν τον υπέχουν υποχρέωση εχεμύθειας για κάθε πληροφορία που αφορά το υπό διερεύνηση πειθαρχικό παράπτωμα.
5. Το τακτικό, έκτακτο ή αποσπασμένο προσωπικού του Ν.Π.Ι.Δ., καθώς και ο Μουσουλμάνος Θρησκευτικός Λειτουργός (Ιμάμης) υποχρεούνται να παρέχουν κάθε πληροφορία που γνωρίζουν και σχετίζεται με την τέλεση του υπό διερεύνηση παραπτώματος, εφόσον τους ζητηθεί.
6. Η διερεύνηση της υπόθεσης δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήψη της καταγγελίας. Εφόσον από τη διερεύνηση της καταγγελίας ή της υπόνοιας τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτει η τέλεσή του από συγκεκριμένο εργαζόμενο, ο τελευταίος καλείται, επί ποινή ακυρότητας, εγγράφως από τον Πρόεδρο να λάβει εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών γνώση του φακέλου και να εκθέσει τις απόψεις του (απολογία). Στην κλήση του προηγούμενου εδαφίου αναγράφεται υποχρεωτικά η πράξη ή παράλειψη για την οποία διώκεται, το άρθρο του Οργανισμού που την προβλέπει ως πειθαρχικό παράπτωμα και η προβλεπόμενη ποινή. Στην περίπτωση που είναι αδύνατη η επίδοση της κλήσης σε απολογία προσωπικά στον υπάλληλο, κοινοποιείται στη Διεύθυνση της κατοικίας του που έχει δηλώσει και στην περίπτωση που ο τόπος διαμονής του είναι άγνωστος, η κλήση σε απολογία θυροκολλείται στο κατάστημα της Υπηρεσίας που υπηρετεί. Στην περίπτωση που από τη διερεύνηση προκύπτει η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος όχι όμως και ο δράστης του, η υπόθεση τίθεται σε ειδικό αρχείο (αγνώστων δραστών) και ανασύρεται αν μέχρι την παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος προκύψουν νέα στοιχεία για την ταυτότητα του δράστη. Αν από τη διερεύνηση δεν προκύπτει η τέλεση παραπτώματος, ή αν το παράπτωμα έχει παραγραφεί, σύμφωνα με το άρθρο 46, η υπόθεση τίθεται στο αρχείο και ο φάκελος κλείνει. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου, αν διαπιστωθεί το παντελώς αβάσιμο ή ψευδές της καταγγελίας, ο Πρόεδρος καλεί αυτόν που την υπέβαλε, εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο, σε απολογία, εκτός και αν η καταγγελία αφορά περιστατικό ηθικής, απλής ή σεξουαλικής παρενόχλησης, οπότε και ο καταγγέλλων καλείται σε απολογία μόνο όταν η καταγγελία αποδεικνύεται σκοπίμως κακόβουλη και ψευδής.
7. Ο εργαζόμενος που διώκεται πειθαρχικά, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, δικαιούται, αφού λάβει γνώση του φακέλου, είτε να απολογηθεί αμέσως στον Πρόεδρο είτε να λάβει από αυτόν προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από πέντε (5) εργάσιμες ημέρες. Αν ο εργαζόμενος δεν εμφανιστεί εντός της προθεσμίας του δεύτερου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου, αν και κλήθηκε, ή δεν εμφανιστεί εντός της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου, η διαδικασία συνεχίζεται κανονικά. Ο υπάλληλος δικαιούται να παρουσιαστεί αυτοπροσώπως ή μετά δικηγόρου και εκθέτει τις απόψεις του εγγράφως, καταθέτοντας σχετικό υπόμνημα, και εφόσον το επιθυμεί τις αναπτύσσει και προφορικά ενώπιον του Προέδρου. Στην τελευταία περίπτωση τηρούνται πρακτικά, όπως ορίζεται με απόφαση του Προέδρου.
8. Ο Πρόεδρος αποφασίζει για την επιβολή ή μη της προβλεπόμενης πειθαρχικής ποινής και κοινοποιεί την αιτιολογημένη απόφασή του στον εργαζόμενο. Σε περίπτωση επιβολής πειθαρχικής ποινής της υποβάθμισης (στέρηση βαθμίδας ή μισθολογικού κλιμακίου), της στέρησης αποδοχών, της προσωρινής παύσης ή της απόλυσης, γίνεται ρητή μνεία της δυνατότητας του εργαζόμενου να προσφύγει ενώπιον του Δ.Σ. εντός της προθεσμίας της πρώτης παραγράφου του επόμενου άρθρου. Με την επιφύλαξη του δικαιώματος του Ν.Π.Ι.Δ. να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του υπαιτίου ανεξαρτήτως ή παράλληλα με την πειθαρχική διαδικασία, η εκτέλεση της ποινής αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου και μέχρι την κοινοποίηση στον εργαζόμενο που διώκεται πειθαρχικά της απόφασης του Δ.Σ.