Άρθρο 20 – Προσόντα διορισμού

1. Τα προσόντα διορισμού για τους κλάδους ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού και ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων και ο τρόπος επιλογής τους ορίζονται στην αριθμ. 98541/Α3/11-09-2007 κοινή υπουργική απόφαση του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων «Καθορισμός προσόντων διοικητικών υπαλλήλων που θα καταλάβουν τις συσταθείσες με το ν.3536/2007 (Α΄42) οργανικές θέσεις στις Μουφτείες της Θράκης» (Β΄1894), όπως εκάστοτε ισχύει.
2. Προσόντα διορισμού των ειδικών συνεργατών ορίζονται:
α) πτυχίο νομικής σχολής της ημεδαπής,
β) δικηγορική εμπειρία τουλάχιστον τριών (3) ετών.
3. Τα τυπικά, πρόσθετα καθώς και τα τυχόν ειδικότερα προσόντα των ειδικών συνεργατών, η διαδικασία επιλογής και πρόσληψής τους, ακόμα και κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, καθορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης και του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.
4. Ο μετακλητός υπάλληλος που φέρει τον τίτλο «Γραμματέας Υποθέσεων Δικαιοδοσίας Μουφτή» πρέπει να είναι:
α) απόφοιτος Νομικής σχολής της ημεδαπής και με δικηγορική εμπειρία τουλάχιστον επτά (7) ετών,
β) Έλληνας πολίτης μέλος της μουσουλμανικής μειονότητας Θράκης.
5. Ο διορισμός και η πρόσληψη των μετακλητών υπαλλήλων που φέρουν τον τίτλο «Γραμματέας Υποθέσεων Δικαιοδοσίας Μουφτή» πραγματοποιείται, κατόπιν δημόσιας προκήρυξης, με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Με την προκήρυξη προσδιορίζονται όλα τα λοιπά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και οι αναγκαίες λεπτομέρειες. Η επιλογή τους γίνεται από ειδική επιτροπή που συγκροτεί για το σκοπό αυτόν με την απόφαση της προκήρυξης ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, η οποία αποτελείται από τον οικείο Μουφτή, ένα (1) μουσουλμάνο θεολόγο με τον αναπληρωτή του που ορίζει ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και ένα (1) μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με τον αναπληρωτή του, που ορίζει ο προϊστάμενος του αρμοδίου γραφείου Νομικού Συμβούλου. Χρέη γραμματέα της επιτροπής εκτελεί υπάλληλος της Μουφτείας ή των περιφερειακών υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Κατά τη διαδικασία επιλογής συνεκτιμάται η τυχόν ύπαρξη ειδικών γνώσεων των υποψηφίων για τον Ιερό Ισλαμικό Νόμο, η προϋπηρεσία σε διοικητική θέση ευθύνης και η άσκηση δικηγορίας επί υποθέσεων δικαιοδοσίας του Μουφτή.
6. Ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων δύναται να παύσει τον «Γραμματέα Υποθέσεων Δικαιοδοσίας Μουφτή» από τα καθήκοντά του και πριν τη λήξη της θητείας του, για σοβαρό λόγο πλημμελούς εκτέλεσης ή παράβασης των καθηκόντων του και κατόπιν αιτιολογημένης εισήγησης της επιτροπής επιλογής, η οποία επανασυγκροτείται με απόφασή του για το σκοπό αυτό.

  • 6 Σεπτεμβρίου 2018, 17:58 | Κωνσταντινος Τσιτσελικης

    δεν μπορεί να ειναι νομικής Ελλαδας μόνο, στα προσόντα, αυτό παραβιάζει διαφορες διατάξεις σχετικά με την αναγνωριση των πτυχίων.

  • ΓΕΝΙΚΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

    Κατ’ αρχήν είναι απόλυτα αναγκαίο να διευκρινιστεί, ότι ο ιερός μουσουλμανικός νόμος, στην έκταση που έχει υιοθετηθεί από την ελληνική έννομη τάξη, είναι ένα θρησκευτικό σύστημα δικαίου, που πηγάζει από την Σαρία, που συντίθεται κατά κύριο λόγο από άγιατ (εδάφια) του ιερού Κορανίου, με κανονιστικό περιεχόμενο βιοτικών σχέσεων των Μουσουλμάνων και την ιερά παράδοση που έχει διαμορφωθεί στο Ισλάμ από λόγους του Προφήτη Μωάμεθ και την βιοτή του, και είναι θησαυρισμένη στις συλλογές των Χαντίθ.

    Συνέπεια της προηγούμενης παρατήρησης είναι ότι διαφαίνεται μια ηθελημένη μάλλον και σκόπιμη “άγνοια” εκ μέρους του συντάκτη του σχεδίου, τα μουσουλμανικά ιεροδικεία των Μουφτειών είναι θρησκευτικοί θεσμοί της Μουσουλμανικής Κοινότητας. Στις διατάξεις που αναφέρονται στο προσωπικό κάθε λογής που θα στελεχώσουν κατά το σχέδιο τις Μουφτείες, έπρεπε να γίνεται αναφορά, στην θρησκευτική ταυτότητα ως Μουσουλμάνων. Λ.χ. “ο μετακλητός υπάλληλος που φέρει τον τίτλο «Γραμματέας Υποθέσεων Δικαιοδοσίας Μουφτή» του άρθρου 20 του σχεδίου, δεν αρκεί να είναι πτυχιούχος Νομικής σχολής της ημεδαπής, ούτε είναι επαρκές προσόν η επταετής δικηγορία, όπως αναφέρεται, αλλά θα έπρεπε να είναι πτυχιούχος αναγνωρισμένου διεθνώς κύρους Ισλαμικού Πανεπιστημίου με ειδίκευση την Σαρία, τον ιερό μουσουλμανικό νόμο και την επίλυση βιοτικών διαφορών από τα δικαστήρια της Σαρία.

    Ο ιερός μουσουλμανικός νόμος έλκει το κύρος του από την βούληση του Θεού, κάτι που ισχύει επίσης ως προς τους ιερούς κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, των προχαλκηδόνιων Εκκλησιών της Ανατολής, αλλά και το corpus των Κανονικών Δικαίων της Καθολικής Εκκλησίας σε όλο το εύρος των εκκλησιαστικών ρυθμών που συνυπάρχουν. Τέλος, στον Ιουδαϊσμό οι κανόνες της Χαλακά, πιστεύεται ότι έλκουν το κύρος τους από την Τανάκχ (Εβραϊκή Βίβλος ή Παλαιά Διαθήκη), τους ταλμουδικούς και ραββινικούς νόμους, όπως και από έθιμα και επί μέρους παραδόσεις , που τιμώνται εξαιρετικά από την εβραϊκή ευσέβεια και εφαρμόζονται από τα Ραββινικά Δικαστήρια.

    Ιδίως μετά την ισχύ του νόμου 4511/2018 (ΦΕΚ 2 Α/15.01.2018), που η δικαιοδοσία του Μουφτή ως ιεροδίκη, σε υποθέσεις Μουσουλμάνων ελληνικής ιθαγένειας έχει γίνει πλέον προαιρετική, από πλευράς δογματικής του αστικού δικονομικού δικαίου θα πρέπει να θεωρηθεί ως θεσμός ιδιότυπης διαιτησίας.

    Μια παρατήρηση ως κατακλείδα: Γενικά, η αναλογική εφαρμογή ρυθμίσεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στην διαδικασία ενώπιον των μουσουλμανικών ιεροδικείων είναι αδόκιμη, διότι απλούστατα τα μουσουλμανικά ιεροδικεία λειτουργούν εντός των κόλπων μιας θρησκευτικής κοινότητας, εφόσον μέλη της επιθυμούν να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του ιερού μουσουλμανικού νόμου και κατ’ ακολουθία στην κρίση ενός θρησκευτικού λειτουργού, όπως είναι ο Μουφτής, που ασκεί και καθήκοντα ιεροδίκη.

    ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    ΑΡΘΡΟ 1 ΠΕΡ. α: “ο καθορισμός των αναγκαίων δικονομικών κανόνων για τη συζήτηση των υποθέσεων δικαιοδοσίας του Μουφτή και την έκδοση των αποφάσεών του”.

    Στο σουννιτικό Ισλάμ το κύριο καθήκον του Μουφτή δεν είναι η απονομή δικαιοσύνης. Αυτή η δικαιοδοσία ανήκει στον Ιεροδίκη (Qadi), επομένως, θα ήταν πληρέστερη η διατύπωση αν συμπληρωνόταν ως εξής: “…για τη συζήτηση των υποθέσεων δικαιοδοσίας του Μουφτή ως Ιεροδίκη…”.

    ΑΡΘΡΟ 2 ΠΑΡ. 1: “…στο παρόν προεδρικό διάταγμα, μεταξύ Ελλήνων πολιτών μελών της μουσουλμανικής μειονότητας μονίμων κατοίκων της περιφέρειάς του”.

    ΑΡΘΡΟ 3 ΠΑΡ. 1: “Ο Μουφτής έχει κατά τόπον αρμοδιότητα επί των υποθέσεων της παρ. 1 του άρθρου 2, εφόσον και τα δύο μέρη είναι Έλληνες πολίτες μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης και έχουν αμφότερα τη μόνιμη κατοικία τους εντός της περιφέρειας της ίδιας Μουφτείας”.

    Τα σχόλια ως προς τις παραπάνω διατάξεις (άρθρο 2 παρ. 1 και άρθρο 3 παρ. 1) είναι κοινά.
    Διαφεύγει από τον συντάκτη του σχεδίου η πραγματικότητα, ότι Μουσουλμάνοι ελληνικής ιθαγένειας δεν κατοικούν μόνο στην Θράκη, αλλά σχεδόν σε όλη την Ελλάδα. Αρκετοί απ’ αυτούς είναι θρακιώτικης καταγωγής και έχουν μετακινηθεί την δεκαετία του ’60 είτε προς την Αθήνα, είτε προς την Θεσσαλονίκη κυρίως. Άλλοι είναι Μουσουλμάνοι που έχουν πολιτογραφηθεί Έλληνες πολίτες, ή είναι αλλοδαποί μεν, εφοδιασμένοι όμως με νόμιμες άδειες παραμονής και εργασίες. Και οι δύο αυτές κατηγορίες κατοικούν οπουδήποτε της ελληνικής επικράτειας, ενώ ικανός αριθμός διαμένει στην Αττική. Τέλος, δεν είναι δυνατό να αγνοηθούν οι Μουσουλμάνοι ελληνικής ιθαγένειας της Ρόδου και της Κω.
    Από τις παραπάνω κατηγορίες Μουσουλμάνων, είναι βέβαιο ότι θα υπάρχουν θρησκευόμενοι, που θα επιθυμούσαν βιοτικές σχέσεις τους, που κατά το νόμο προβλέπεται ότι είναι δυνατό να ρυθμίζονται από τον ιερό μουσουλμανικό νόμο και σε περίπτωση διαφορών να επιλύονται από τον Μουφτή ως Ιεροδίκη.
    Επομένως, το σχέδιο Π.Δ. όφειλε να προβλέψει έναν τουλάχιστον Μουφτή, με δικαιοδοσία ως προς Μουσουλμάνους, που κατοικούν και εκτός Θράκης.
    Η στέρηση των Μουσουλμάνων ελληνικής ιθαγένειας, που κατοικούν εκτός Θράκης, του δικαιώματος να προσφύγουν για την ρύθμιση των προβλεπόμενων από το νόμο βιοτικών σχέσεών τους σε μουσουλμανικό ιεροδικείο είναι ευθέως αντίθετη προς το άρθρο 4 του Συντάγματος, διότι εισάγει ανισότητα μεταξύ Ελλήνων πολιτών.

    Επίσης, μία ακόμη αδόκιμη παράλειψη του σχεδίου, είναι ότι περιορίζει την δικαιοδοσία του Μουφτή ως ιεροδίκη, μόνον για Μουσουλμάνους ελληνικής ιθαγένειας, χωρίς να προβλέπει την περίπτωση Μουσουλμάνων που κατοικούν στην Ελλάδα και έχουν την ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Τέλος, είναι αδόκιμος ο περιορισμός του σχεδίου ως προς την δικαιοδοσία του Μουφτή ως ιεροδίκη, μόνον εφόσον αμφότεροι οι διάδικοι είναι Έλληνες πολίτες, διότι προσκρούει στις ρυθμίσεις του Κανονισμού 2201/2003 του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003, αλλά και στην ρύθμιση του άρθρου 601 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Το ορθό είναι η δικαιοδοσία του Μουφτή επί γαμικών διαφορών Μουσουλμάνων να είναι σε αρμονία με τον παραπάνω Κανονισμό του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την διάταξη του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

    ΑΡΘΡΟ 5 ΠΑΡ. 1 α: “Ενώπιον του Μουφτή τα μέρη έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο”.

    Κατ’ αρχάς είναι λάθος η υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου κατά την διαδικασία ενώπιον του Μουφτή ως ιεροδίκη. Η πρόσληψη δικηγόρου ως παραστάτη ενώπιον του Μουφτή πρέπει να είναι προαιρετική, λόγω της φύσης του Ιεροδικείου, ως θρησκευτικού δικαστηρίου (Sharia Court είναι η συνηθισμένη ορολογία για αυτού του είδους τα δικαστήρια).
    Αξίζει να ληφθεί υπόψη κατ’ αναλογία, η μη αναγκαία παράσταση δικηγόρου ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, με εξαίρεση τις υποθέσεις επί κακουργημάτων και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Επίσης, παρά τον κανόνα που ισχύει ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, όπου είναι αναγκαία η παράσταση δικηγόρου, υπάρχει η εξαίρεση ενώπιον του Ειρηνοδικείου επί μικροδιαφορών και επί ασφαλιστικών μέτρων.

    Τέλος, επειδή τα μουσουλμανικά ιεροδικεία είναι θρησκευτικά δικαστήρια εντός των κόλπων της Μουσουλμανικής Θρησκευτικής Κοινότητας, θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη, ώστε μόνον Μουσουλμάνοι δικηγόροι να έχουν δικαίωμα παραστάσεως.
    Η παράσταση δικηγόρου ενώπιον δικαστηρίων έχει σκοπό να συνδράμει την κρίση του δικάζοντα. Κατά τεκμήριο ένας Μουσουλμάνος δικηγόρος γνωρίζει στοιχεία του ιερού μουσουλμανικού νόμου και της νομολογίας ιεροδικείων, όσον αφορά τις υποθέσεις που συζητούνται, κάτι που μάλλον δεν μπορεί να συμβαίνει με έναν μη Μουσουλμάνο δικηγόρο, ο οποίος κατά κανόνα αγνοεί το περιεχόμενο του ιερού Κορανίου, τα Χαντίθ κ.λπ..

    Ενώπιον των Επισκοπικών ή Συνοδικών δικαστηρίων της Εκκλησίας της Ελλάδος θα ήταν οξύμωρο να παραστεί κληρικός με δικηγόρο μη Χριστιανό Ορθόδοξο. Το ίδιο ισχύει και για τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια της Καθολικής Εκκλησίας που εδρεύουν στην Αθήνα, ενώπιον των οποίων φέρονται υποθέσεις ακυρώσεως γάμων, όπου δεν είναι δυνατό να παραστεί μη Καθολικός Χριστιανός δικηγόρος.

    ΑΡΘΡΟ 5 ΠΑΡ. 4: “Για την παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος επί υποθέσεων δικαιοδοσίας Μουφτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ 24 Α΄), όπως ισχύει”.

    Έχει ειπωθεί ήδη, ότι τα μουσουλμανικά ιεροδικεία στην Ελλάδα είναι εσωτερικός θεσμός της μουσουλμανικής θρησκευτικής κοινότητας. Επομένως, αν κάποιος Μουσουλμάνος, η υπόθεση του οποίου οδηγείται ενώπιον του Μουφτή ως ιεροδίκη, λόγω οικονομικής δυσπραγίας βρίσκεται σε αδυναμία να αναθέσει εντολή συμπαράστασής του από δικηγόρο, παρά την επιθυμία του, θα μπορούσε να υπάρξει η εξής ρύθμιση: Υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος/η δήλωση προς τον Μουφτή, που αναφέρεται τόσο στην οικονομική αδυναμία του να επιβαρυνθεί με την αμοιβή δικηγόρου, όσο και στην επιθυμία του να έχει νομικό παραστάτη δικηγόρο κατά την συζήτηση της υπόθεσής του ενώπιον του Ιεροδικείου. Ο Μουφτής μετά από έρευνα με κάθε πρόσφορο μέσο ως προς την εξακρίβωση της οικονομικής κατάστασης του Μουσουλμάνου, επιλέγει έναν δικηγόρο, από κατάλογο Μουσουλμάνων δικηγόρων που τηρείται σε κάθε Ιεροδικείο Μουφτείας, με σειρά προτεραιότητας. Μάλιστα πρέπει να σημειωθεί, ότι ενόψει της καθιέρωσης του θεσμού της “εθνικής δικηγορίας”, εφόσον υπάρχουν Μουσουλμάνοι δικηγόροι, μέλη Δικηγορικών Συλλόγων και εκτός Θράκης, θα πρέπει να είναι εφικτή η εκδήλωση ενδιαφέροντος να περιληφθούν στον παραπάνω κατάλογο Μουσουλμάνοι δικηγόροι οποιουδήποτε Δικηγορικού Συλλόγου. Ο παραπάνω κατάλογος δικηγόρων καταρτίζεται μετά από σχετική πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος προς Μουσουλμάνους δικηγόρους και υποβολή προς την Μουφτεία ή τις Μουφτείες εκ μέρους κάθε δικηγόρου σχετικής δήλωσης όσον αφορά την επιθυμία του να περιληφθεί στον προαναφερθέντα κατάλογο. Οι αμοιβές των δικηγόρων που αναλαμβάνουν και περατώνουν υποθέσεις με την παραπάνω διαδικασία, καταβάλλονται από ειδικό λογαριασμό που τηρείται σε κάθε Μουφτεία, σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νόμος 3226/2004. Οι παραστάσεις των Μουσουλμάνων δικηγόρων που παρίστανται ενώπιον του Ιεροδικείου, από πλευράς οικονομικής επιβάρυνσης κ.λπ. θα πρέπει να είναι ίσης αξίας προς τις παραστάσεις ενώπιον των Ειρηνοδικείων.

    ΑΡΘΡΟ 10 ΠΑΡ. 5: “Η συζήτηση διεξάγεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους. Αν κάποιος από τα μέρη αγνοεί την ελληνική γλώσσα, προσλαμβάνεται διερμηνέας. Αν πρόκειται για γλώσσα ελάχιστα γνωστή, μπορεί να προσληφθεί διερμηνέας του διερμηνέα. Η κατάθεσή του γράφεται στα πρακτικά σε μετάφραση”.

    Το πρώτο εδάφιο της παραπάνω διάταξης του σχεδίου εισάγει μια απαράδεκτη ρύθμιση.
    Διαφεύγει από τον συντάκτη του σχεδίου το γεγονός, ότι τα Ιεροδικεία των Μουφτειών είναι θεσμοί που λειτουργούν εντός των κόλπων της Μουσουλμανικής Κοινότητας της χώρας, η οποία χωρίς αμφιβολία συγκροτείται από μειονοτικούς Έλληνες πολίτες. Το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, που έχει καταρτίσει το σχέδιο του Προεδρικού Διατάγματος φέρεται να αγνοεί, απαράδεκτα, σημαντικά στοιχεία που αφορούν την Μουσουλμανική Μειονότητα. Η Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης ανέκαθεν ήταν ετερόγλωσση και ποτέ, για κανένα Μουσουλμάνο, μητρική του γλώσσα δεν υπήρξε η ελληνική. Η Συνθήκη της Λοζάνης κατοχυρώνει την ετερογλωσσία τόσο όσον αφορά τους μη Μουσουλμάνους πολίτες της Τουρκίας, όσο και όσον αφορά τους Μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες (άρθρα 39 εδ. δ και ε, 45 Συνθήκης Λοζάνης). Μάλιστα στο εδάφιο δ΄ του άρθρου 39 της Συνθήκης, γίνεται ιδιαίτερη μνεία ως προς την ανεμπόδιστη και ελεύθερη χρήση της διαφορετικής γλώσσας, παράλληλα με την επίσημη γλώσσα του κράτους, σε θέματα που άπτονται την θρησκεία των μειονοτικών πολιτών. Με το νόμο 2462/1997 η Ελλάδα έχει κυρώσει το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που προβλέπει στο άρθρο 27 ότι, “στα Κράτη όπου υπάρχουν εθνοτικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες, τα πρόσωπα που ανήκουν σε αυτές δεν μπορούν να στερηθούν του δικαιώματος να έχουν, από κοινού με τα άλλα μέλη της ομάδας τους, τη δική τους πολιτιστική ζωή, να εκδηλώνουν και να ασκούν τη δική τους θρησκεία ή να χρησιμοποιούν τη δική τους γλώσσα”.
    Επομένως είναι ορθό να προβλέπεται ότι η συζήτηση διεξάγεται ενώπιον του Μουφτή ως ιεροδίκη διεξάγεται, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε στην τουρκική, κατόπιν σχετικής δηλώσεως επιλογής των ενδιαφερομένων πολιτών (διαδίκων).

    ΑΡΘΡΟ 15: “Ο συνολικός αριθμός των οργανικών θέσεων μόνιμου διοικητικού προσωπικού για τις Διευθύνσεις Υποθέσεων Δικαιοδοσίας Μουφτή στις Μουφτείες ανέρχεται σε έξι (6) θέσεις εκ των δέκα (10) που προβλέπονται στο άρθρο 40 εδαφ. 1 του ν. 3536/2007 (Α΄42)”.

    Είναι ανάγκη στην παρούσα διάταξη, να υπάρξει πρόβλεψη για το υπάρχον προσωπικό που παρέχει εξαρτημένη εργασία ιδιωτικού δικαίου στις Μουφτείες της Θράκης, είναι ασφαλισμένο στον ΕΦΚΑ (πρώην ΙΚΑ-ΤΕΑΜ), ακόμη και αν τα τυπικά προσόντα που διαθέτουν, ιδίως στο επίπεδο των γραμματικών γνώσεων, δεν πληρούν τις απαιτήσεις που θέτει το σχέδιο του Π.Δ. κατά κανόνα. Λόγοι δικαιοσύνης και τήρησης των κανόνων της χρηστής διοίκησης απαιτούν την παραπάνω πρόβλεψη, έστω και υπό τον τύπο της μεταβατικής διάταξης, ιδίως ως προς το προσωπικό με προϋπηρεσία τουλάχιστον δέκα (10) ετών.

    Αλή Οσμάν Ουαντούντ

    Chairman, The Ibrahim Al Adham Institute
    for Interfaith Understanding

    Louisburgh, County Mayo, Éire