1. Τα Ερευνητικά Κέντρα τελούν υπό την εποπτεία πενταμελούς Εφορευτικής Επιτροπής, τα μέλη της οποίας εκλέγονται από τη Σύγκλητο μεταξύ των ενεργών τακτικών μελών της Ακαδημίας. Οι παρ. 1 και 4 του άρθρου 12 εφαρμόζονται αναλόγως και για την Εφορευτική Επιτροπή. Η Εφορευτική Επιτροπή αποφασίζει, εποπτεύει και συμβουλεύει επί όλων των θεμάτων αρμοδιότητάς της. Ειδικότερες αρμοδιότητες της Εφορευτικής Επιτροπής είναι, ιδίως, η παρακολούθηση των ερευνητικών, τεχνολογικών και αναπτυξιακών προγραμμάτων του Κέντρου και η λήψη μέτρων για την απρόσκοπτη και αποτελεσματική διεκπεραίωση αυτών, η έγκριση των προτεινόμενων εκδόσεων και η υποβολή πρότασης προς τη Σύγκλητο για το κόστος των εκδόσεων αυτών, η ανάθεση καθηκόντων στον Επόπτη και στον Διευθυντή ή Διευθύνοντα του Κέντρου, ο καθορισμός των όρων έρευνας από τρίτους στα αρχεία και στις συλλογές του Κέντρου και η εν γένει συμβουλευτική υποστήριξη του Κέντρου.
2. Την ειδικότερη εποπτεία του Ερευνητικού Κέντρου έχει ο Επόπτης, ο οποίος είναι ενεργό τακτικό μέλος της Ακαδημίας που ορίζεται από τη Σύγκλητο με θητεία δύο (2) ετών και με δυνατότητα επανεκλογής χωρίς χρονικό περιορισμό.
3. Στο Κέντρο προΐσταται Διευθυντής, η επιλογή του οποίου γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 4310/2014 (Α΄ 268), με την εξαίρεση ότι οι επιτροπές που προβλέπονται απαρτίζονται αποκλειστικά από ενεργά τακτικά μέλη που ορίζονται από τη Σύγκλητο, κατά προτίμηση από τα μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής. Μέχρι την επιλογή Διευθυντή, η Σύγκλητος ορίζει, ύστερα από γνώμη της Εφορευτικής Επιτροπής, τον Διευθύνοντα του Κέντρου μεταξύ των Ερευνητών του, κατά προτεραιότητα από τη βαθμίδα Ερευνητή Α΄. Ο Διευθυντής ή Διευθύνων μετέχει στις συνεδριάσεις της Εφορευτικής Επιτροπής με δικαίωμα ψήφου. Η θητεία του Διευθυντή ή Διευθύνοντος είναι πέντε (5) ετών, με δυνατότητα επανεκλογής χωρίς χρονικό περιορισμό.
4. Οι κατά τα λοιπά αρμοδιότητες των οργάνων του Κέντρου και όλα εν γένει τα ζητήματα που αφορούν στη λειτουργία τους ρυθμίζονται από τον Εσωτερικό Κανονισμό καθενός από αυτά, που εγκρίνεται σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 80. Η Ολομέλεια μπορεί, ως προς ζητήματα κοινά για όλα τα Κέντρα, να προβλέψει ενιαίο Εσωτερικό Κανονισμό.
5. Αν δεν υπάρχει Εσωτερικός Κανονισμός, για τα σχετικά ζητήματα αποφασίζει η Σύγκλητος.
Οι ακαδημαϊκοί που ορίζονται μέλη Εφορευτικής Επιτροπής πρέπει να έχουν συνάφεια με το αντικείμενο έρευνας κάθε Κέντρου. Κατόπιν τούτου η φράση
«Τα Ερευνητικά Κέντρα τελούν υπό την εποπτεία πενταμελούς Εφορευτικής Επιτροπής, τα μέλη της οποίας εκλέγονται από τη Σύγκλητο μεταξύ των ενεργών τακτικών μελών της Ακαδημίας.»
προτείνεται να διατυπωθεί ως εξής:
«Τα Ερευνητικά Κέντρα τελούν υπό την εποπτεία πενταμελούς Εφορευτικής Επιτροπής, τα μέλη της οποίας εκλέγονται από τη Σύγκλητο μεταξύ των ενεργών τακτικών μελών της Ακαδημίας. τα οποία έχουν συνάφεια με το αντικείμενο έρευνας κάθε Ερευνητικού Κέντρου.»
Όλα τα ερευνητικά Κέντρα της Ακαδημίας Αθηνών παράγουν πρωτότυπη έρευνα που δεν καλύπτεται από άλλους φορείς με εκπαιδευτικό χαρακτήρα (πανεπιστήμια) ή φορείς που ασκούν έρευνα σε ευρύτερα επιστημονικά πεδία (άλλα ερευνητικά κέντρα). Π.χ. δεν είναι γνωστό άλλο ερευνητικό κέντρο στην Ελλάδα που να καλύπτει αποκλειστικά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη. Το αυτό ισχύει και για την ελληνική φιλοσοφία (πρβλ Σχόλια nemo)
Σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 4310/2014, στα Επιστημονικά Συμβούλια Ινστιτούτων, τα οποία αντιστοιχούν στις εφορευτικές επιτροπές των Ερευνητικών Κέντρων από άποψη λειτουργίας και αρμοδιοτήτων, προβλέπεται η συμμετοχή ερευνητών του συγκεκριμένου Ινστιτούτου. Ως εκ τούτου, προτείνεται, πέραν του Διευθυντή/Διευθύνοντα στην Εφορευτική Επιτροπή να συμμετέχει με ψήφο και ένας εκλεγμένος εκπρόσωπος των ερευνητών του Κέντρου. Επομένως, η προτελευταία πρόταση της παραγράφου 3, τροποποιείται ως εξής: «Ο Διευθυντής ή Διευθύνων, καθώς και ένας εκλεγμένος εκπρόσωπος των ερευνητών του Κέντρου, μετέχουν στις συνεδριάσεις της Εφορευτικής Επιτροπής με δικαίωμα ψήφου».
Σύμφωνα με τον ν. 4310, άρθρο 16, οι επιτροπές κρίσης για την εκλογή διευθυντή ερευνητικού κέντρου είναι επταμελείς και απαρτίζονται από 5 επιστήμονες αναγνωρισμένου κύρους με γνώση των ερευνητικών αντικειμένων του Κέντρου (εξωτερικοί κριτές) και 2 ερευνητές του οικείου κέντρου, οι οποίοι εκλέγονται από το ερευνητικό του προσωπικό. Άλλωστε, συμμετοχή εκλεγμένων εκπροσώπων των ερευνητών στις κρίσεις των διευθυντών των ερευνητικών κέντρων προβλέπονται και από τον νόμο 1894/1990, ο οποίος αφορά στα όργανα διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων της Ακαδημίας Αθηνών. Ως εκ τούτου, προτείνουμε την τροποποίηση του σχετικού αποσπάσματος της παραγράφου 3 ως εξής: «Στο Κέντρο προΐσταται Διευθυντής, η επιλογή του οποίου γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 4310/2014 (Α΄ 268), με την εξαίρεση ότι οι επιτροπές που προβλέπονται απαρτίζονται από δύο ενεργά τακτικά μέλη που ορίζονται από τη Σύγκλητο, κατά προτίμηση από τα μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής, δύο ερευνητές του οικείου Ερευνητικού Κέντρου και τρεις εξωτερικές κριτές συναφούς γνωστικού αντικειμένου, που επιλέγονται σύμφωνα με τις αντίστοιχες διαδικασίες που αφορούν την επιλογή εξωτερικών κριτών κατά την εκλογή ερευνητών.
Οι Εφορευτικές Επιτροπές αντιστοιχούν στα Επιστημονικά Συμβούλια Ινστιτούτων, τα οποία σύμφωνα με τον ν. 4310/2014, άρθρο 17, έχουν συμβουλευτικές αρμοδιότητες. Ως εκ τούτου, προτείνουμε τη διαγραφή της φράσης «η ανάθεση καθηκόντων στον Επόπτη και στον Διευθυντή ή Διευθύνοντα του Κέντρου» από την τελευταία πρόταση της παραγράφου 1. Με βάση την προτεινόμενη τροποποίηση, η συγκεκριμένη πρόταση διαμορφώνεται ως εξής: «Ειδικότερες αρμοδιότητες της Εφορευτικής Επιτροπής είναι, ιδίως, η παρακολούθηση των ερευνητικών, τεχνολογικών και αναπτυξιακών προγραμμάτων του Κέντρου και η λήψη μέτρων για την απρόσκοπτη και αποτελεσματική διεκπεραίωση αυτών, η έγκριση των προτεινόμενων εκδόσεων και η υποβολή πρότασης προς τη Σύγκλητο για το κόστος των εκδόσεων αυτών, ο καθορισμός των όρων έρευνας από τρίτους στα αρχεία και στις συλλογές του Κέντρου και η εν γένει συμβουλευτική υποστήριξη του Κέντρου».
Η προσφορά των Ερευνητικών Κέντρων της Ακαδημίας Αθηνών στην έρευνα μπορεί να γίνει αντιληπτή από κάθε ενδιαφερόμενο και γνώστη του αντικειμένου όχι μόνο από τις εκδόσεις της Ακαδημίας, αλλά και από μία σειρά άλλους δείκτες. Παραθέτω μερικούς: 1. Συμμετοχή των ερευνητών σε διεθνή συνέδρια και συμπόσια, και μάλιστα κατόπιν πρόσκλησης, 2. Διεξαγωγή διαλέξεων ύστερα από πρόσκληση επιστημονικών φορέων, 3. Δημοσιεύσεις σε επιστημονικές επετηρίδες και πρακτικά συνεδρίων (με ανώνυμους κριτές), 4. Μονογραφίες ερευνητών ή συμμετοχή τους σε συλλογικούς τόμους, 5. Συμμετοχή των ερευνητών σε διεθνή ερευνητικά προγράμματα, είτε ως επιστημονικοί υπεύθυνοι, είτε ως μέλη της επιστημονικής ομάδας.
Σε ποιο βαθμό ισχύουν τα παραπάνω μπορεί κανείς να το πληροφορηθεί και από μία πρόχειρη έρευνα στο διαδίκτυο, ακόμα και στον διεθνή ιστότοπο academia.edu, όπου διάφοροι επιστήμονες ανά τον κόσμο αναρτούν τις επιστημονικές τους εργασίες.
Εφ’ όσον ισχύουν οι παραπάνω προϋποθέσεις και υπάρχει πρωτότυπη επιστημονική παραγωγή μη καλυπτόμενη από άλλους επιστημονικούς φορείς, τούτο σημαίνει ότι οι ερευνητές της Ακαδημίας Αθηνών δεν «περισσεύουν», ή, για να το θέσω αλλιώς, ότι οι συνάδελφοί τους πανεπιστημιακοί και ερευνητές άλλων κέντρων δεν αρκούν για να καλύψουν το σύνολο του επιστημονικού τους πεδίου. Η έρευνα δεν μπορεί να είναι μονοπώλιο των ΑΕΙ και δεν είναι σχεδόν σε καμία χώρα της Ευρώπης, από όσο γνωρίζω.
Είναι, βέβαια, ευνόητο ότι η αξιολόγηση των Ερευνητικών Κέντρων είναι κάτι απόλυτα θεμιτό, αν όχι και επιβεβλημένο, ώστε να υπάρχει απόλυτη διαφάνεια.
Πρέπει να προβλέπεται υποχρεωτικός διορισμός Διευθυντή. Είναι γνωστό ότι τα περισσότερα ερευνητικά κέντρα λειτουργούν εδώ και χρόνια με Διευθύνοντες/ Διευθύνουσες. Αυτό έχει τρομερό αντίκτυπο στη λειτουργία τους. Επίσης να προβλεφθεί αξιολόγηση από εξωτερικό όργανο των ερευνητικών κέντρων και του έργου τους ανά πενταετία και δυνατότητα κατάργησης ή συγχώνευσης ορισμένων από αυτά που δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Είναι γνωστό ότι τα περισσότερα Ερευνητικά Κέντρα είναι «προσωπικά» δημιουργήματα εξεχόντων ακαδημαϊκών (λ.χ. το Κέντρο Βυζαντινής Τέχνης του Χατζιδάκι, το Κέντρο Φιλοσοφίσς του Θεοδωρακόπουλου κ.ο.κ.) που πια δεν έχουν λόγο ύπαρξης αφού το έργο θεραπύεται από Πανεπιστήμια και από άλλα ερευνητικά κέντρα. Γενικά, είναι απαράδεικτο να στελεχώνονται Κέντρα στην Ακαδημία με 2-3 ερευνητές, οι οποίοι λειτουργούν ως ισόβιοι υπότροφοι και δεν μπορούν να παράξουν μακρόπνοα ερευνητικά έργα, τα οποία μόνο η Ακαδημία μπορεί και πρέπει να αναλάβει και να φέρει εις πέρας.