3. Πώς αντιλαμβάνεστε την ενίσχυση της αυτονομίας της σχολικής μονάδας και της δυνατότητάς της να προγραμματίζει, να οργανώνει, να υλοποιεί και να αξιολογεί αποτελεσματικά το έργο της;

  • 15 Απριλίου 2011, 22:58 | Ma Koc

    Μετά 25 χρόνια στα , μπροστά στην πρώτη σειρά των θρανίων, (πραγματικής τάξης και όχι virtual)

    Μπορώ να πω :
    .. ΗΜΟΥΝΑ ΝΙΟΣ ΚΑΙ ΓΕΡΑΣΑ …..
    Καλά… εδώ γελάμε.

  • 15 Απριλίου 2011, 21:05 | Παντελής Πρέζας

    Η έννοια της αυτονομίας ταυτίζεται με τις έννοιες της πρωτοβουλίας, καινοτομίας, δημοκρατίας, (επι)μόρφωσης για να παίρνονται οι σωστές αποφάσεις…
    Σίγουρα οι εκπαιδευτικοί (Α/θμιας & Β/θμιας) μπορούν και πρέπει να δουλέψουν σε «αυτόνομα» σχολεία.
    Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει αυτόματα και σίγουρα όχι την άλλη μέρα.

    Είμαι όμως αισιόδοξος πως αυτό θα γίνει αν υπάρξει πραγματική βούληση από την πολιτική ηγεσία με ότι αυτό συνεπάγεται.

    Θα ήταν πραγματικά υπέροχο το σημερινό ελληνικό σχολείο να μετασχηματιστεί σε ένα χαρούμενο, δημιουργικό, καινοτόμο νέο σχολείο. Όπου οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές θα σηκώνονται το πρωί και θα πηγαίνουν σ΄αυτό με το χαμόγελο στο στόμα.
    Το μεσημέρι θα έρχεται χωρίς να το καταλάβουν και δεν θα τους πειράζει να μείνουν λίγο ακόμα σ΄αυτό… Και μετά το τέλος των μαθημάτων!
    Το εύχομαι!

  • 15 Απριλίου 2011, 21:00 | Σκαρπαλέζου Ρεβέκα

    Ο προγραμματισμός-οργάνωση και η αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας είναι ένα θετικότατο βήμα διοικητικής και παιδαγωγικής «ωρίμανσης» του σχολείου, και πρέπει να εφαρμοστεί υποχρεωτικά σε όλα τα σχολεία.
    Ωστόσο, για να επιτύχει πρέπει να εξασφαλιστεί η «σοφή» επιλογή του διευθυντή που θα πρέπει να έχει ρόλο ηγέτη-εμψυχωτή και όχι διευθυντή-ελεγκτή.
    Επίσης θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι το σχολείο δεν θα είναι κέντρο «διερχομένων» εκπαιδευτικών: οι συνεχείς μετακινήσεις των εκπαιδευτικών (αναπληρωτές-ωρομίσθιοι κλπ) δεν εξασφαλίζουν ούτε την ομοψυχία ούτε την υπευθυνότητα που χρειάζεται το προτεινόμενο μοντέλο σχολικής μονάδας.

  • 15 Απριλίου 2011, 02:27 | Φωτεινή Μπαλή

    ‘Οσον αφορά στην Αυτονομία της σχολικής μονάδας:
    Aυτονομία σε σχέση με τί? Η υπηρεσία μου σε διάφορα σχολεία καταλήγει ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτονομία μιάς σχολικής μονάδας , η ικανότητα ευελιξίας που έχουν ο δ/ντής ο,σύλλογος διασκόντων και ο σύλλογος γονέων να καταφέρνουν να λειτουργούν μέσα στο εθνικά οριζόμενο εκπαιδευτικό πλαίσιο αλλά εξειδικεύοντας στις ανάγκες των συγκεκριμένων μαθητών/αποδεκτών της εκπαίδευσης.Αυτό προυποθέτει αγαστή συνεργασία μεταξύ τους και κυρίως υποστήριξη και ενίσχυση των καινοτόμων δράσεων από τους γονείς.Το παρατήρησα σε περιοχές με σχετική ευμάρεια αλλά και σε περιοχές όπου στη τοπική κοινωνία το σχολείο έπαιζε ρόλο και ο δ/ντήςκαι ο σύλλογος διδασκόντων είχαν ερείσματα προσωπικές ή και κομματικές σχέσεις με τις τοπικές αρχές.[Ίσως με αυτό να μπορούσε να ξαναεξετασθεί το κλείσιμο κάποιων σχολείων].
    Αυτονομία έχει εκείνος ο δάσκαλος ,διεθυντής ο οποίος μπορεί να ανταπεξέρχεται οικονομικά σε αναγκαίες καινοτόμες δράσεις που πρέπει να συμπεριλάβει στη λειτουργία του για να αντιμετωπίσει ανάγκες,επιθυμίες των μαθητών ώστε να κάνει ελκυστικό το σχολείο,αυτή τη συγκέντρωση ανθρώπων με σκοπό την απόκτηση γνώσης,δεξιοτήτων και κυρίως κοινωνικής συμπεριφοράς με τελικό σκοπό την ένταξη στη παραγωγική διαδικασία του ενήλικα ως εργαζόμενου,γονιού, φίλου, αγαπημένου,γείτονα ,πολίτη με συναίσθηση δικαιωμάτων αλλά και υποχρεώσεων.

  • 14 Απριλίου 2011, 16:02 | ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΜΠΟΥΡΙΤΣΑΣ

    Η ενίσχυση της αυτονομίας της σχολικής μονάδας και της δυνατότητας να οργανώνει, προγραμματίζει, να υλοποιεί και να αξιολογεί αποτελεσματικά το έργο της δεν μπορεί να μη θεωρηθεί θετικά με βάση την αναλυτική θεωρητική και πρακτική προσέγγιση που επιχείρησα στο σχολιασμό της πρώτης ενότητας της διαβούλευσης κάτω από την επιστημονική και όχι μόνο προσέγγιση που ενσωματώνει ο όρος «άσκηση εσωτερικής πολιτικής» και περιλαμβάνει τις θεματικές που αφορούν τις παράμετρες που συνθέτουν το σύνολο των δράσεων της εκπαιδευτικής μονάδας και οι οποίες αναφέρονται:

    • Στο Αναλυτικό Πρόγραμμα
    • Στη Διδασκαλία
    • Στην Εξουσία
    • Στις υποδομές, το ανθρώπινο δυναμικό, το χρόνο και τους πόρους
    • Στον προγραμματισμό, την οργάνωση και τον έλεγχο
    • Στη διάσταση του εκπαιδευτικού ως επαγγελματία, ερευνητή και το ρόλο του στην κοινωνία της μάθησης\

    που προσεγγίζουν κατά τη γνώμη μου συνολικά τη θεματική που αφορά την ενίσχυση της αυτονομίας του εκπαιδευτικού οργανισμού [της σχολικής μονάδας] στην κατεύθυνση εξυπηρέτησης του στόχου που είναι η παροχή ποιοτικής και αξιόπιστης εκπαίδευσης στους μαθητές/τριες.
    Αναφορικά με το θέμα της αξιολόγησης που τίθεται προς διαβούλευση θα ήθελα να επισημάνω την αναγκαιότητα του. Η προσέγγιση που επιχείρησα, με τη συσχέτιση της ενίσχυσης της σχετικής αυτονομίας της σχολικής μονάδας με την αναγκαιότητα του προγραμματισμού στο πλαίσιο άσκησης της «εσωτερικής πολιτικής», παραπέμπει σε μορφές αυτοαξιολόγησης που είναι αναγκαίες και στην εξωτερική αξιολόγηση όλων των προτεινόμενων βαθμίδων οργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος.

    Η παραπάνω επισήμανση παραπέμπει σε μοντέλα αυτοαξιολόγησης και εξωτερικής αξιολόγησης με αδιάβλητο και μη αμφισβητούμενο τρόπο στο εκπαιδευτικό- παιδαγωγικό επίπεδο ως προς τις προτεινόμενες παράμετρες που είναι κοινά αποδεκτές από τις τεκμηριωμένες επιστημονικές αναφορές στη Ελλάδα και διεθνώς.

    Η αξιολόγηση σχετίζεται άμεσα με αυτό το οποίο προσδιορίζεται ως ποιότητα της εκπαίδευσης και κατά συνέπεια με το βαθμό και το επίπεδο υλοποίησης των σκοπών και των στόχων του εκπαιδευτικού συστήματος, όπως αυτές προσδιορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία αναφορικά με το σύστημα που αξιολογείται αλλά και συγκριτικά με άλλα εκπαιδευτικά συστήματα ή και τις θεωρητικές ή ερευνητικές προσεγγίσεις που έχουν διατυπωθεί ή πραγματοποιηθεί .

    Η αξιολόγηση της εκπαίδευσης πρέπει να αναφέρεται σε όλα τα επίπεδα του εκπαιδευτικού συστήματος που αφορούν όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, τη διοικητική του οργάνωση και γενικά σε όλες τις συνιστώσες που αναφέρονται στην ποιότητα του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου.

    Κατά συνέπεια μια τέτοια προσέγγιση της αξιολόγησης προϋποθέτει και για τη χώρα μας τη δημιουργία ενός γενικού συστήματος αξιολόγησης για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, ως αυτονόητη ενέργεια σε σχέση με τα όσα ισχύουν διεθνώς και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να μπορεί να υπάρχει το απαραίτητο αξιολογικό υλικό για να χρησιμοποιηθεί από όλους τους εμπλεκόμενους, για να αναζητηθούν οι βέλτιστες κατά περίπτωση προσεγγίσεις, στο οποιοδήποτε επίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος, σε σχέση με αυτό που χαρακτηρίζεται ως το παραγόμενο εκπαιδευτικό έργο.

    Αυτό το αξιολογικό σύστημα θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα ανάπτυξης όλων των μορφών και των ειδών της αξιολόγησης ώστε σε κάθε επίπεδό του το εκπαιδευτικό σύστημα να μπορεί να εφαρμόζει για τις ιδιαίτερες ανάγκες του και εκτιμήσεις του το είδος της αξιολόγησης που του δίνει τη δυνατότητα της «υπέρβασης» σε νοοτροπίες και πρακτικές που ουσιαστικά οδηγούν στην άρνηση της όποιας αξιολόγησης.

    .Η δημιουργία κατά συνέπεια παράδοσης στις διαδικασίες καθιέρωσης και αποδοχής της αξιολόγησης συνεπάγεται την καθιέρωση της αξιολόγησης τόσο των εφαρμοζόμενων πολιτικών όσο και αυτών που τις υλοποιούν στα δύο επίπεδα:

    • Αυτού που με επιστημονικό τρόπο και μέθοδο αξιολογεί τις συνέπειες της εφαρμοζόμενης εκπαιδευτικής πολιτικής
    • Αυτού που πολιτικά αξιολογεί και προτείνει λύσεις στα όποια αποτελέσματα της αξιολόγησης που είναι τα όργανα που συνταγματικά ή νομοθετικά προβλέπονται

    Μια τέτοια προσέγγιση που δίνει νόημα στο δημοκρατικό προγραμματισμό επιτρέπει την επέκταση της αξιολόγησης όλων των μορφών σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος μέχρι αυτού της εκπαιδευτικής μονάδας και σε τελευταία ανάλυση μέχρι και αυτού του εκπαιδευτικού.

    Κατά συνέπεια η μη δημιουργία σοβαρής παράδοσης στην καθιέρωση και εφαρμογή διαδικασιών αξιολόγησης οφείλεται για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στο ότι η οποία πρόταση πολιτικής για την αξιολόγηση ξεκινούσε από την αξιολόγηση σε ατομικό επίπεδο [εκπαιδευτικών] και όχι από το επίπεδο της αξιολόγησης των πολιτικών και του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου με πρώτο στόχο τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος σε επίπεδο δομών, παροχών [υλικοτεχνικών υποδομών, μετεκπαιδευτικών προγραμμάτων, κλπ] και στόχευε στην επιβολή κυρώσεων ή κινήτρων που δεν επιλύουν ούτε τα απλά θέματα ανταγωνιστικότητας.
    Οι αντιδράσεις στην χώρα μας ήταν και είναι ιδιαίτερα εμφανείς στο χώρο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όπου την τελευταία εικοσαετία δεν υπάρχει καμιά διαδικασία αξιολόγησης.

    Προβλήματα που διεθνώς έχουν επιλυθεί ή θεωρούνται αυτονόητα επειδή για τη δημιουργία της απαραίτητης παράδοσης στην επιβολή αξιολογικών διαδικασιών ακολουθήθηκε αξιολογική πορεία από το όλο προς το μερικό και όχι αυτή της αξιολόγησης μόνο σε ατομικό επίπεδο.

    Η καθιέρωση ενός γενικού συστήματος αξιολόγησης για το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας πρέπει κατά τη γνώμη μου σύμφωνα με την παραπάνω προσέγγιση να προνοεί στην μετάβαση από «το τίποτα» στη δημιουργία παράδοσης αποδοχής της αξιολόγησης ως το αναγκαίο εργαλείο ελέγχου και βελτίωσης της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος και όχι στη δημιουργία ενός μηχανισμού επιβολής κυρώσεων που θα δρα ανασταλτικά στην διερεύνηση και επίλυση των ανασταλτικών παραγόντων ανάπτυξης ενός ποιοτικού εκπαιδευτικού συστήματος.
    Ένα τέτοιο σύστημα αξιολόγησης θα πρέπει να προβλέπει τις μορφές, τις διαδικασίες, τη μεθοδολογία, τις τεχνικές και τους τρόπους αξιοποίησης των αξιολογικών αποτελεσμάτων.

    Για τη δημιουργία συνθηκών αμοιβαίας εμπιστοσύνης όλων όσων συμμετέχουν στην αξιολογική διαδικασία θα πρέπει να προκριθεί μια διαδικασία εσωτερικής αυτοαξιολόγησης του συστήματος, ως μια ερευνητικού επιπέδου διερεύνηση των παραγόντων που διαμορφώνουν την λειτουργία και ποιοτική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού συστήματος.
    Με τον τρόπο αυτό ελαχιστοποιούνται οι ανεπιθύμητες παρενέργειες των διαδικασιών αξιολόγησης που μπορεί να είναι:

    • Η προσήλωση στον τύπο σε βάρος της ουσίας
    • Η ικανοποίηση βραχυπρόθεσμων και μη ουσιωδών στόχων σε βάρος των μακροπρόθεσμων και στρατηγικής σημασίας επιλογών
    • Η απόκρυψη ή παραποίηση στοιχείων
    • Η ανθρώπινη αντίδραση στις διαδικασίες αξιολόγησης

    Γεώργιος Π. Μπουρίτσας

  • 3. Κάθε σχολική μονάδα λειτουργεί μέσα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Η σύνθεση του μαθητικού δυναμικού σε κάθε μια χωριστά είναι και ιδιαίτερη. Από αυτή και μόνο τη διαπίστωση θεωρώ ότι είναι επιβεβλημένη η αυτονομία κάθε σχολικής μονάδας. Βέβαια θα υπάρχει ένας γενικός προγραμματισμός, γενικοί άξονες αλλά κάθε σχολική μονάδα ανάλογα με τις ιδιαιτερότητές της θα πρέπει να είναι σε θέση να προγραμματίζει και να υλοποιεί τέτοιες δραστηριότητες που θα βοηθούν στην καλύτερη επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί. Για να έχει καλύτερα αποτελέσματα μια συγκεκριμένη σχολική μονάδα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες και τα ιδιαίτερα προβλήματα του περιβάλλοντος των μαθητών, να προσδιορίζει τις δράσεις της, να προσεγγίζει τη γνώση με τον ανάλογο τρόπο, να αξιολογεί την πορεία της και να την αναπροσαρμόζει ανάλογα για να πετύχει συγκεκριμένους στόχους που ήδη έχει θέσει προκειμένου να πετύχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
    Κάθε περιοχή είναι διαφορετική, με ιδιαιτερότητες που έχουν επίδραση στους μαθητές μας. Το σχολείο πρέπει να είναι γνώστης του περιβάλλοντος των μαθητών και με τις ανάλογες δραστηριότητες και δράσεις να προσπαθεί να διδάξει τους μαθητές λαμβάνοντας υπόψη τα βιώματά τους και τις ιδιαιτερότητές τους με απώτερο στόχο να τις εξομαλύνει και να πετύχει όσο το δυνατόν καλύτερα αποτελέσματα.