• Σχόλιο του χρήστη 'Δημητριος' | 30 Δεκεμβρίου 2009, 21:18

    Σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3 του Άρθρου 1 του ισχύοντος Συντάγματος "2. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. και "3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα." Περαιτέρω, το Άρθρο 4 ορίζει ότι: 1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. 3. Έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος. Επιτρέπεται να αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια μόνο σε περίπτωση που κάποιος απέκτησε εκούσια άλλη ιθαγένεια ή που ανέλαβε σε ξένη χώρα υπηρεσία αντίθετη προς τα εθνικά συμφέροντα, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπει ειδικότερα ο νόμος. 4. Μόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους. 5. Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. 6. Κάθε Έλληνας που μπορεί να φέρει όπλα είναι υποχρεωμένος να συντελεί στην άμυνα της Πατρίδας, σύμφωνα με του ορισμούς των νόμων. 7. ........ Επίσης, κατά το ΄Αρθρο 25 του ισχύοντος Συντάγματος: 1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη άσκησή τους. 2. Η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη. 3..... 4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης. Τέλος, κατά την ακροτελεύτια διάταξη: Άρθρο 120 2. Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων. Κατόπιν.τίθενται τα παρακάτω ουισώδη ερωτήματα, αναφορικά με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο: 1. Μέγα μέρος των μεταναστων, νομίμων ή παρανόμων, τυγχάνουν μουσουλμάνοι, ιδιαίτερα όσοι προέρχονται από το Πακιστάν, Αφγανιστάν , Μπαγκλαντές και Αφρικανικές Χώρες και οπαδοί ακραίων μουσουλμανικών δογμάτων. Ποια τα εχέγγυα ότι η παραπάνω κατηγορία προσώπων θα τηρήσει τις παρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις; Μετέχουν της Ελληνικής Παιδείας;Βιώνουν την ελληνικότητα; Εφόσον έιμαστε Δημοκρατική Χώρα για ποιον λόγο δεν διεξάγεται δημοψήφισμα , για ένα τόσης σπουδαιτητας ζητημα; Οι Ελβετοι δεν τυγχανουν δημοκρατες; Τελος, οι νομοθετούντες ας εχουν κριτηριο το: [37] Ξρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους. καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ᾿ ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται· μέτεστι δὲ κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον, κατὰ δὲ τὴν ἀξίωσιν, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους τὸ πλέον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ᾿ ἀρετῆς προτιμᾶται, οὐδ᾿ αὖ κατὰ πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθὸν δρᾶσαι τὴν πόλιν, ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυται. ἐλευθέρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ᾿ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, οὐ δι᾿ ὀργῆς τὸν πέλας, εἰ καθ᾿ ἡδονήν τι δρᾷ, ἔχοντες, οὐδὲ ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ τῇ ὄψει ἀχθηδόνας προστιθέμενοι. ἀνεπαχθῶς δὲ τὰ ἴδια προσομιλοῦντες τὰ δημόσια διὰ δέος μάλιστα οὐ παρανομοῦμεν, τῶν τε αἰεὶ ἐν ἀρχῇ ὄντων ἀκροάσει καὶ τῶν νόμων, καὶ μάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε ἐπ᾿ ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων κεῖνται καὶ ὅσοι ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν. Ἔχουμε δηλαδὴ πολίτευμα, τὸ ὁποῖο δὲν ἀντιγράφει τοὺς νόμους ἄλλων, μᾶλλον δὲ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε ὑπόδειγμα σὲ μερικοὺς παρὰ μιμούμαστε ἄλλους. Καὶ ὀνομάζεται μὲν δημοκρατία, γιατὶ ἡ διοίκηση εἶναι στὰ χέρια τῶν πολλῶν καὶ ὄχι τῶν ὀλίγων, ἔναντι δὲ τῶν νόμων εἶναι ὅλοι ἴσοι στὶς ἰδιωτικές τους διαφορές, ἐνῶ ὡς πρὸς τὴν θέση τους στὸν δημόσιο βίο κάθε ἕνας προτιμᾶται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ δημόσια ἀξιώματα ἀνάλογα μὲ τὴν ἐπίδοση τὴν ὁποία σημειώνει σὲ αὐτά, δηλαδὴ ἡ δημόσιά του σταδιοδρομία ἐξαρτᾶται μᾶλλον ἀπὸ τὴν ἀτομική του ἀξία καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ τάξη, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται, οὔτε πάλι ἕνας, ὁ ὁποῖος εἶναι μὲν φτωχὸς ἔχει ὅμως τὴν ἱκανότητα νὰ παράσχει κάποια ὑπηρεσία στὴν πατρίδα του, ἐμποδίζεται σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ἄγνωστος. Ζοῦμε δὲ σὰν ἐλεύθεροι ἄνθρωποι, καὶ σὰν πολίτες στὸν δημόσιο βίο καὶ σὰν ἄτομα στὸν ἰδιωτικό, στὶς ἐπιδιώξεις μας τηςκαθημερινὴς ζωῆς, κατὰ τὶς ὁποῖες δὲν κοιτᾶμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον μὲ καχυποψία, δὲν θυμώνουμε μὲ τὸν γείτονά μας, ὅταν κάνει ὅ,τι τοῦ ἀρέσει, οὔτε παίρνουμε μία φυσιογνωμία σκυθρωπή, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ μὴν βλάπτει τὸν ἄλλο, πάντως ὅμως εἶναι δυσάρεστη. Ἐνῶ δὲ στὴν ἰδιωτική μας ζωὴ συναναστρεφόμαστε μεταξύ μας χωρὶς νὰ ἐνοχλεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, στὴν δημόσιά μας ζωή, σὰν πολίτες, ἀπὸ σεβασμὸ πρὸ πάντων δὲν παραβαίνουμε τοὺς νόμους, ὑπακοῦμε δὲ στοὺς ἑκάστοτε κατέχοντες τὰ δημόσια ἀξιώματα καὶ στοὺς νόμους, πρὸ περισσότερο σὲ ἐκείνους ἀπὸ τοὺς νόμους, ποὺ ἔχουν θεσπιστεῖ γιὰ ὑποστήριξη τῶν ἀδικούμενων, καὶ σὲ ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἂν καὶ ἄγραφοι, ἡ παράβασή τους φέρνει πανθομολογούμενη ντροπὴ στοὺς παραβάτες. [38] Καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις νομίζοντες, ἰδίαις δὲ κατασκευαῖς εὐπρεπέσιν, ὧν καθ᾿ ἡμέραν ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει. ἐπεσέρχεται δὲ διὰ μέγεθος τῆς πόλεως ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα, καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦσθαι ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ πνεῦμα μας ἔχουμε ἐφεύρει πλείστους ὅσους τρόπους νὰ τὸ ἀνακουφίζουμε ἀπὸ τοὺς κόπους, μὲ ἑορταστικοὺς ἀγῶνες καὶ θυσίες, τὶς ὁποῖες ἔχουμε καθιερώσει καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους, καὶ μὲ εὐπρεπῆ ἰδιωτικὰ οἰκήματα, ἡ δὲ εὐχαρίστηση τὴν ὁποία καθημερινὰ ἀπολαμβάνουμε ἀπὸ ὅλα αὐτά, διώχνει τὴν μελαγχολία. Λόγω δὲ τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τῶν κατοίκων τῆς πόλης μας εἰσάγονται σὲ αὐτὴν προϊόντα ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ συμβαίνει νὰ ἀπολαμβάνουμε ἔτσι τὰ προϊόντα τῶν ἄλλων χωρῶν μὲ ὅση οἰκειότητα καταναλώνουμε τὰ προϊόντα της Ἀττικῆς (σὰν νὰ εἶναι δηλαδὴ δικά μας). [39] Διαφέρομεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πολεμικῶν μελέταις τῶν ἐναντίων τοῖσδε. τήν τε γὰρ πόλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, ὃ μὴ κρυφθὲν ἄν τις τῶν πολεμίων ἰδὼν ὠφεληθείη, πιστεύοντες οὐ ταῖς παρασκευαῖς τὸ πλέον καὶ ἀπάταις ἢ τῷ ἀφ᾿ ἡμῶν αὐτῶν ἐς τὰ ἔργα εὐψύχῳ· καὶ ἐν ταῖς παιδείαις οἱ μὲν ἐπιπόνῳ ἀσκήσει εὐθὺς νέοι ὄντες τὸ ἀνδρεῖον μετέρχονται, ἡμεῖς δὲ ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδὲν ἧσσον ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν. τεκμήριον δέ· οὔτε γὰρ Λακεδαιμόνιοι καθ᾿ ἑαυτούς, μεθ᾿ ἁπάντων δὲ ἐς τὴν γῆν ἡμῶν στρατεύουσι, τήν τε τῶν πέλας αὐτοὶ ἐπελθόντες οὐ χαλεπῶς ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ τοὺς περὶ τῶν οἰκείων ἀμυνομένους μαχόμενοι τὰ πλείω κρατοῦμεν. ἁθρόᾳ τε τῇ δυνάμει ἡμῶν οὐδείς πω πολέμιος ἐνέτυχε διὰ τὴν τοῦ ναυτικοῦ τε ἅμα ἐπιμέλειαν καὶ τὴν ἐν τῇ γῇ ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν· ἢν δέ που μορίῳ τινὶ προσμείξωσι, κρατήσαντές τέ τινας ἡμῶν πάντας αὐχοῦσιν ἀπεῶσθαι καὶ νικηθέντες ὑφ᾿ ἁπάντων ἡσσῆσθαι. καίτοι εἰ ῥᾳθυμίᾳ μᾶλλον ἢ πόνων μελέτῃ καὶ μὴ μετὰ νόμων τὸ πλέον ἢ τρόπων ἀνδρείας ἐθέλομεν κινδυνεύειν, περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς τε μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν, καὶ ἐς αὐτὰ ἐλθοῦσι μὴ ἀτολμοτέρους τῶν αἰεὶ μοχθούντων φαίνεσθαι, καὶ ἔν τε τούτοις τὴν πόλιν ἀξίαν εἶναι θαυμάζεσθαι καὶ ἔτι ἐν ἄλλοις. Ὑπερέχουμε δὲ ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους μας καὶ στὴν πολεμικὴ προετοιμασία κατὰ τὰ ἑξῆς: Τὴν πόλη μας π.χ. τὴν παρέχουμε ἀνοιχτή σε ὅλον τὸν κόσμο, καὶ ποτὲ δὲν ἀποκλείουμε κανέναν διώχνοντας τοὺς ξένους ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἀκρόαμα ἢ θέαμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο, ἂν δὲν τὸ κρατήσουμε μυστικὸ καὶ τὸ δεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας, εἶναι δυνατὸν νὰ ὠφεληθεῖ, καὶ αὐτὸ γιατὶ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη ὄχι τόσο στὶς πολεμικὲς προετοιμασίες καὶ τὰ στρατηγήματα ὅσο στὴν ἔμφυτη γενναιότητά μας ὅσον ἀφορᾶ τὰ ἔργα. Στὸ ζήτημα δὲ πάλι τῆς ἀγωγῆς, ἐνῶ ἐκεῖνοι ὑποβάλλονται ἀπὸ τὴν νεαρή τους ἀκόμα ἡλικία σὲ συνεχῆ καὶ ἐπίπονη ἄσκηση, μὲ τὴν ὁποία ἐπιδιώκουν νὰ γίνουν γενναῖοι, ἐμεῖς ζοῦμε μὲ ὅλες τὶς ἀνέσεις καὶ ὅμως εἴμαστε ἐξ ἴσου πρόθυμοι νὰ ἀντιμετωπίσουμε τοὺς κινδύνους, τοὺς ὁποίους ἀντιμετωπίζουν καὶ αὐτοί. Καὶ νὰ ἡ ἀπόδειξη: ἐνῶ οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐκστρατεύουν κατὰ τῆς χώρας μας μὲ ὅλους τους τοὺς συμμάχους καὶ ποτὲ μόνοι, ἐμεῖς ἐπερχόμαστε κατὰ τῶν ἄλλων ἐντελῶς μόνοι, καὶ τὶς περισσότερες φορὲς νικᾶμε χωρὶς καμία δυσκολία τοὺς ἀντιπάλους μας, μολονότι ἐκεῖνοι μὲν μάχονται ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν, ἐμεῖς δὲ εἴμαστε σὲ ξένο ἔδαφος. Καὶ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας δὲν ἀντιμετώπισε μέχρι σήμερα τὶς δυνάμεις μας ἑνωμένες, γιατὶ ἀφ᾿ ἑνὸς καταβάλλουμε πολλὲς φροντίδες ταυτόχρονα καὶ γιὰ τὸ ναυτικό μας, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου κατατέμνουμε τὶς δυνάμεις μας τοῦ πεζικοῦ καὶ τὶς στέλνουμε σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς ἐπικράτειάς μας. Ἂν δὲ κάπου μὲ μέρος μόνο τῆς δύναμής μας συμπλακοῦν οἱ ἀντίπαλοί μας, τότε, ἂν μὲν νικήσουν, καυχῶνται ὅτι μας νίκησαν ὅλους, ἂν δὲν νικηθοῦν, διακηρύσσουν ὅτι νικήθηκαν ἀπὸ ὅλους. Καὶ βέβαια, ἂν ἐμεῖς ἀντιμετωπίζουμε μὲ πολλὴ προθυμία τοὺς κινδύνους, μᾶλλον μὲ μιὰ ἀφροντισιὰ καὶ ἄνεση παρὰ μετὰ ἀπὸ ἐπίπονη ἄσκηση, καὶ μὲ ἀνδρεία, ἡ ὁποία ὀφείλεται ὄχι τόσο στὴν ἐπιβολὴ τῶν νόμων ὅσο στὴν φυσική μας εὐψυχία, ἔχουμε τὸ πλεονέκτημα ὅτι δὲν καταπονούμεθα προκαταβολικὰ γιὰ δεινά, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν ἀκόμα στὸ μέλλον, καὶ ὅτι, ὅταν φθάσει ἡ ὥρα τῶν δεινῶν αὐτῶν, ἀποδεικνυόμαστε ὅτι δὲν εἴμαστε λιγότερο τολμηροὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μοχθοῦν ἀδιάκοπα. Δὲν εἶναι δὲ σὲ αὐτὰ μόνο ἀξιοθαύμαστη ἡ πόλη μας ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὰ ἀκόμη. [40] Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ᾿ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας· πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα, καὶ τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινὶ αἰσχρόν, ἀλλὰ μὴ διαφεύγειν ἔργῳ αἴσχιον. ἔνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἅμα καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια, καὶ ἑτέροις πρὸς ἔργα τετραμμένοις τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶς γνῶναι· μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ᾿ ἀχρεῖον νομίζομεν, καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα, οὐ τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις βλάβην ἡγούμενοι, ἀλλὰ μὴ προδιδαχθῆναι μᾶλλον λόγῳ πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ ἔργῳ ἐλθεῖν. διαφερόντως γὰρ δὴ καὶ τόδε ἔχομεν ὥστε τολμᾶν τε οἱ αὐτοὶ μάλιστα καὶ περὶ ὧν ἐπιχειρήσομεν ἐκλογίζεσθαι· ὃ τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μὲν θράσος, λογισμὸς δὲ ὄκνον φέρει. κράτιστοι δ᾿ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων. καὶ τὰ ἐς ἀρετὴν ἐνηντιώμεθα τοῖς πολλοῖς· οὐ γὰρ πάσχοντες εὖ, ἀλλὰ δρῶντες κτώμεθα τοὺς φίλους. βεβαιότερος δὲ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοίας ᾧ δέδωκε σῴζειν· ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ᾿ ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων. καὶ μόνοι οὐ τοῦ ξυμφέροντος μᾶλλον λογισμῷ ἢ τῆς ἐλευθερίας τῷ πιστῷ ἀδεῶς τινὰ ὠφελοῦμεν. Γιατὶ εἴμαστε λάτρεις τοῦ ὡραίου, ὅμως χωρὶς σπατάλη χρήματος, καὶ καλλιεργοῦμε τὸ πνεῦμα χωρὶς νὰ χάνουμε τὴν ἀνδρεία μας. Καὶ μεταχειριζόμαστε τὸν πλοῦτο περισσότερο σὰν μία εὐκαιρία δράσης παρὰ σὰν ἀφορμὴ κομπορρημοσύνης, τὸ νὰ ὁμολογεῖ δὲ κανεὶς τὴν φτώχειά του δὲν εἶναι ντροπή, εἶναι ὅμως αἰσχρότερο τὸ νὰ μὴν προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀποφύγει μὲ τὴν ἐργασία. Ἐπὶ πλέον, οἱ ἴδιοι ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε σὲ θέση νὰ φροντίζουμε ταυτόχρονα γιὰ τὶς ἰδιωτικές μας ὑποθέσεις καὶ γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῆς πόλης μας, καὶ ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς εἴναιαπασχολημενοί με ἰδιωτικὲς ἐπιχειρήσεις καὶ αὐτοὶ ἀκόμα κατέχουν τὰ πολιτικὰ ζητήματα στὴν ἐντέλεια. Γιατὶ εἴμαστε ὁ μόνος λαὸς ποὺ τὸν μὴ ἀναμειγνυόμενο καθόλου στὰ κοινὰ δὲν τὸν θεωροῦμε φιλήσυχο ἀλλὰ ἄχρηστο, καὶ οἱ μόνοι ποὺ ὅποτε δὲν τὰ ἐπινοοῦμε καὶ δὲν τὰ προτείνουμε οἱ ἴδιοι πάντως ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ κρίνουμε σωστὰ τὰ λαμβανόμενα μέτρα, τοὺς δὲ λόγους δὲν τοὺς θεωροῦμε καθόλου ἐμπόδιο τῶν ἔργων, ἀλλὰ μᾶλλον θεωροῦμε σὰν ἐμπόδιο τὸ νὰ μὴν ἔχουμε κατατοπισθεῖ προφορικὰ σὲ ὅσα ἔχουμε νὰ κάνουμε, πρὶν καταπιαστοῦμε μὲ αὐτά. Γιατὶ ὑπερέχουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ὡς πρὸς αὐτὸ ἀκόμη, ὅτι δηλαδὴ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀποφασίζουμε γιὰ ὅσα πρόκειται νὰ ἐπιχειρήσουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὰ ἐπιχειροῦμε. Ἐνῶ ὡς πρὸς αὐτὸ οἱ ἄλλοι... σὲ αὐτοὺς ἡ μὲν ἀμάθεια τοὺς κάνει νὰ ἀποφασίζουν ἡ δὲ σκέψη τοὺς κάνει νὰ διστάζουν. Πιὸ τολμηροὶ ὅμως ἀπὸ ὅλους εἶναι σωστὸ νὰ θεωροῦνται ὅσοι γνωρίζουν μὲ σαφήνεια ποιὲς εἶναι οἱ συμφορὲς καὶ ποιὰ τὰ εὐχάριστα, καὶ ὅμως ἡ γνώση αὐτὴ δὲν τοὺς κάνει νὰ ἀποφεύγουν τοὺς κινδύνους. Ἀλλὰ καὶ στὰ ζητήματα τῆς καλωσύνης διαφέρουμε ἀπὸ τὴν πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων. Γιατὶ ἐμεῖς τοὺς φίλους τους ἀποκτᾶμε μᾶλλον εὐεργετώντας παρὰ εὐεργετούμενοι ἀπὸ αὐτούς. Σταθερότερος δὲ φίλος εἶναι ὁ εὐεργετῶν τὸν ἄλλον, γιατὶ εἶναι φυσικὸ νὰ προσπαθεῖ νὰ διατηρεῖ τὴν ἀνάμνηση τῆς εὐεργεσίας μὲ τὸ νὰ φέρεται πάντοτε καλὰ πρὸς τὸν εὐεργετούμενο. Ἐνῶ ἀντιθέτως αὐτὸς ποὺ ὀφείλει τὴν εὐεργεσία εἶναι ψυχρότερος στὶς σχέσεις του, γιατὶ γνωρίζει, ὅτι πρόκειται νὰ ἀνταποδώσει τὴν καλωσύνη σὰν πληρωμὴ χρέους καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν εὐγνωμοσύνη τοῦ ἄλλου. Καὶ εἴμαστε οἱ μόνοι ποὺ βοηθᾶμε τὸν ἄλλο χωρὶς τὴν ἐλάχιστη ἀνησυχία, καὶ αὐτὸ μᾶλλον ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ ἐμπνέει ἡ ἐλευθερία παρὰ ἀπὸ συμφεροντολογικοὺς ὑπολογισμούς. [41] Ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι καὶ καθ᾿ ἕκαστον δοκεῖν ἄν μοι τὸν αὐτὸν ἄνδρα παρ᾿ ἡμῶν ἐπὶ πλεῖστ᾿ ἂν εἴδη καὶ μετὰ χαρίτων μάλιστ᾿ ἂν εὐτραπέλως τὸ σῶμα αὔταρκες παρέχεσθαι. καὶ ὡς οὐ λόγων ἐν τῷ παρόντι κόμπος τάδε μᾶλλον ἢ ἔργων ἐστὶν ἀλήθεια, αὐτὴ ἡ δύναμις τῆς πόλεως, ἣν ἀπὸ τῶνδε τῶν τρόπων ἐκτησάμεθα, σημαίνει. μόνη γὰρ τῶν νῦν ἀκοῆς κρείσσων ἐς πεῖραν ἔρχεται, καὶ μόνη οὔτε τῷ πολεμίῳ ἐπελθόντι ἀγανάκτησιν ἔχει ὑφ᾿ οἵων κακοπαθεῖ οὔτε τῷ ὑπηκόῳ κατάμεμψιν ὡς οὐχ ὑπ᾿ ἀξίων ἄρχεται. μετὰ μεγάλων δὲ σημείων καὶ οὐ δή τοι ἀμάρτυρόν γε τὴν δύναμιν παρασχόμενοι τοῖς τε νῦν καὶ τοῖς ἔπειτα θαυμασθησόμεθα, καὶ οὐδὲν προσδεόμενοι οὔτε Ὁμήρου ἐπαινέτου οὔτε ὅστις ἔπεσι μὲν τὸ αὐτίκα τέρψει, τῶν δ᾿ ἔργων τὴν ὑπόνοιαν ἡ ἀλήθεια βλάψει, ἀλλὰ πᾶσαν μὲν θάλασσαν καὶ γῆν ἐσβατὸν τῇ ἡμετέρᾳ τόλμῃ καταναγκάσαντες γενέσθαι, πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀΐδια ξυγκατοικίσαντες. περὶ τοιαύτης οὖν πόλεως οἵδε τε γενναίως δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν μαχόμενοι ἐτελεύτησαν, καὶ τῶν λειπομένων πάντα τινὰ εἰκὸς ἐθέλειν ὑπὲρ αὐτῆς κάμνειν. Ἀνακεφαλαιώνοντας λοιπὸν τὰ παραπάνω τονίζω, ὅτι ἡ ὅλη πόλη εἶναι σχολεῖο τῆς Ἑλλάδας καὶ ὅτι, κατὰ τὴ γνώμη μου, ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ προσαρμοστεῖ πρὸς τὶς πλέον διαφορετικὲς μορφὲς δράσεως μὲ τὴν μεγαλύτερη εὐστροφία καὶ χάρη. Καὶ ὅτι αὐτὰ εἶναι μᾶλλον ἡ πραγματικὴ ἀλήθεια καὶ ὄχι ἁπλὴ κομπορρημοσύνη, κατάλληλη γιὰ τὴν παροῦσα περίσταση, τὸ ἀποδεικνύει αὐτὴ ἡ δύναμη τῆς πόλης, τὴν ὁποία ἀποκτήσαμε μὲ τὶς ἱκανότητές μας αὐτές. Γιατὶ εἶναι ἡ μόνη πόλη ἀπὸ τὶς σημερινὲς ποὺ ὅταν δοκιμάζεται ἀποδεικνύεται ἀνώτερή της φήμης της, καὶ ἡ μόνη, ἢ ὁποία οὔτε στὸν ἐχθρό, ποὺ τῆς ἐπιτίθεται, δίνει ἀφορμὴ νὰ ἀγανακτήσει μὲ ὅσα παθαίνει ἀπὸ τέτοιους ἀντιπάλους, οὔτε στοὺς ὑπηκόους της δίνει ἀφορμὴ γιὰ παράπονα, γιατὶ τάχα ἐξουσιάζονται ἀπὸ ἀνάξιους νὰ ἔχουν τὴν ἐξουσία. Ἡ δύναμή μας δὲ αὐτὴ δὲν εἶναι βέβαια χωρὶς ἀποδείξεις, ἀλλὰ ὑπάρχουν μεγαλοπρεπῆ μνημεῖα αὐτῆς, γιὰ τὰ ὁποῖα μᾶς θαυμάζουν» οἱ σύγχρονοί μας καὶ θὰ μᾶς θαυμάζουν καὶ οἱ μελλοντικὲς γενιές, καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ χρειαζόμαστε τοὺς ἐπαίνους οὔτε τοῦ Ὁμήρου οὔτε κανενὸς ἄλλου, τοῦ ὁποίου οἱ στίχοι εἶναι δυνατὸν νὰ εὐχαριστήσουν πρὸς στιγμήν, θὰ ἔλθει ὅμως ἡ πραγματικότητα, ἡ ὁποία θὰ ἀποκαλύψει ψεύτικη τὴν ἰδέα ποὺ σχηματίστηκε γιὰ τὰ πράγματα, ἀλλὰ γιατὶ ὁλόκληρη τὴ θάλασσα καὶ τὴν ξηρὰ τὴν ἐξαναγκάσαμε νὰ γίνει προσιτὴ στὴν τόλμη μας, ἱδρύσαμε δὲ παντοῦ αἰώνια μνημεῖα καὶ τῆς φιλίας μας καὶ τῆς ἔχθρας μας. Ὑπὲρ αὐτῆς λοιπὸν τῆς πόλης καὶ αὐτοὶ ἐδῶ λοιπὸν πολέμησαν γενναία καὶ βρῆκαν τὸν θάνατο, γιατὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀνεχθοῦν τὴν στέρησή της, καὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀπομένοντες στὴν ζωὴ ὁ καθένας πρέπει νὰ ἔχει τὴν προθυμία νὰ μοχθήσει γι᾿ αὐτήν.