Αρχική Πολιτική συμμετοχή ομογενών και αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα και μακροχρόνια στην ΕλλάδαΆρθρο 1Σχόλιο του χρήστη Παναγιώτης Βαρλάγκας | 5 Ιανουαρίου 2010, 01:21
Υπουργείο Εσωτερικών Σταδίου 27, Αθήνα 10183 Τηλ.:2131364000, Email: info@ypes.gr email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@ypes.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Επειδή πάρα πολύς λόγος έχει γίνει, και πάρα πολλές δημοσιεύσεις έχουν πραγματοποιηθεί στην παρούσα διαβούλευση σχετικά με κάποιο «δημοψήφισμα» που για κάποιον μυστηριώδη λόγο πρέπει να λάβει χώρα ειδικά για το παρόν σχέδιο νόμου, είναι απαραίτητο θεωρώ να διασαφηνιστούν κάποια πράγματα. Το άρθρο 44, παρ. 2 του Συντάγματος, ρητώς ορίζει τις *δύο* (2) και μοναδικές περιπτώσεις, στις οποίες δύναται να διεξαχθεί δημοψήφισμα. Ας εξετάσουμε πρώτα την περίπτωση του λεγόμενου *συμβουλευτικού* δημοψηφίσματος. Σύμφωνα με το εδάφιο α’ της ανωτέρω παραγράφου: «O Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η σχετική εισηγητική έκθεση της συνταγματικής επιτροπής Τσάτσου (20.3.1975) αναφέρει σχετικά: «[Π]αρέχεται εἰς τὸν Πρόεδρον τὸ δικαίωμα νὰ προκηρύσσῃ δημοψήφισμα ἐπὶ κρισίμων ἐθνικῶν θεμάτων. Το δημοψήφισμα, εἰσαγόμενον τὸ πρῶτον εἰς τὸ δημόσιον ἡμῶν δίκαιον ὡς πάγιος συνταγματικὸς θεσμὸς, ἀποτελεῖ τὸ εύθύτερον δημοκρατικὸν μέσον, δι’ οὗ ἀνατίθεται ἡ κρίσις ἐπὶ ἐθνικοῦ τινὸς θέματος εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν λαόν. Ἀποτελεῖ μίαν διείσδυσιν αύτῆς ταύτης τῆς ἀμέσου δημοκρατίας εἰς τὰ πολιτεύματα, τὰ ὁποῖα διέπονται ἀπὸ τὰς ἀρχὰς τῆς ἐμμέσου δημοκρατίας. [...] Ἐν τῷ ἄρθρω καὶ διὰ τῆς παραγρ. 2, ὡς ἤδη ἐσημειώθη [...] πρὸς ἀντιμετώπισιν κρίσιμων ἐθνικῶν θεμάτων ὁ Πρόεδρος δύναται [...] νὰ προκηρύξῃ Δημοψήφισμα ἐπὶ κρισίμου τινὸς έθνικοὺ θέματος [sic].» Το Δημοψήφισμα προκηρύσσεται λοιπόν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (ήδη μετά την αναθεώρηση του 1986, μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, ύστερα από απόφαση της Βουλής που έχει λάβει 151 ψήφους), *επί κρίσιμου εθνικού θέματος* και *προς αντιμετώπισιν αυτού*. Η Έκθεση της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Αναθεωρήσεως του Συντάγματος του 1985 (10/12/1985 – πρόεδρος: Ι. Ντεγιάννης, εισηγητής πλειοψηφίας: Αναστάσιος Πεπονής, εισηγήτρια μειοψηφίας: Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη) αναφέρει σχετικώς τα παρακάτω: (Εισήγηση Αν. Πεπονή) «Άρθρο 44, παρ. 2: Στην Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία δεν νοείται διαφωνία Προέδρου Δημοκρατίας και κυβέρνησης, ή συμφωνία με αυτήν και διαφωνία με δυνάμεις της αντιπολίτευσης και με κοινή κατάληξη να φέρει μια τέτοια διαφωνία του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στο εκλογικό σώμα καλώντας το σε δημοψήφισμα. [...] Κατά την άποψη της πλειοψηφίας, το δημοψήφισμα είναι θεσμός άμεσης δημοκρατίας, ο οποίος σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να ενεργοποιείται ερήμην της Βουλής. Έτσι εφόσον πρόκειται για δημοψήφισμα, που αφορά σε κρίσιμο εθνικό θέμα, το Σχέδιο αφήνει την πρωτοβουλία στην χειριζόμενη αυτά τα θέματα κυβέρνηση, η οποία όμως θα φέρει τη σχετική πρότασή της στη Βουλή για να εξηγήσει τους λόγους που επιβάλλουν την προκήρυξή του και να συζητηθεί πώς θα τεθεί στην κρίση του Λαού το ερώτημα, το ζήτημα για το οποίο θα ψηφίσει» (Εισήγηση Άννας Ψαρούδα-Μπενάκη) «Άρθρο 44: [...] Το δημοψήφισμα «επί κρισίμων εθνικών θεμάτων» [...], αποφασίζεται τώρα από τη Βουλή με απόλυτη πλειοψηφία, δηλαδή προκηρύσσεται μόνο αν ζητηθεί από την κυβερνητική πλειοψηφία. Πρόκειται στην ουσία για πρωτοβουλία της Κυβερνήσεως. Αλλά τότε διερωτάται κανείς ποιο είναι το νόημα αυτού του δημοψηφίσματος. Διότι καμιά κυβέρνηση, που έχει ή είναι υποχρεωμένη να ισχυρίζεται ότι με το μέρος της την πλειοψηφία του λαού, δεν θα διακινδύνευε ένα δημοψήφισμα, που θα απέβαινε αντίθετο με την πολιτική της. Μοιραίο λοιπόν είναι η δυνατότητα αυτή να χρησιμοποιείται μόνο, όταν αναμένεται σύμφωνη με τις κυβερνητικές επιθυμίες ετυμηγορία, έτσι ώστε η κυβερνητική πλειοψηφία να εμφανίζεται παραπλανητικά ως αναβαπτιζόμενη στη λαϊκή εντολή.» Μετά την παράθεση των ανωτέρω, εισηγήσεων, οι οποίες καταδεικνύουν την υφή του συμβουλευτικού δημοψηφίσματος ως *κυβερνητικής πρωτοβουλίας*, παρέλκει καν το να επιχειρήσουμε την υπαγωγή της ελάσσονος προτάσεως (δηλ. του πραγματικού γεγονότος, της ψήφισης ή μη του παρόντος σχεδίου νόμου για την απονομή ιθαγένειας σε ορισμένες κατηγορίες προσώπων, δικαιώματος ψήφου σε ορισμένες κατηγορίες αλλοδαπών κ.λπ.) στην μείζονα πρόταση, δηλ. στον κανόνα δικαίου, τουτέστιν να διαπιστώσουμε *εάν η ψήφιση ή μη του νομοσχεδίου αυτού αποτελεί κρίσιμο εθνικό θέμα*. Όμως, ως εκ του περισσού, ας δούμε τι γράφει ο Ευ. Βενιζέλος (Καθ. Νομικής Θεσ/νίκης), στα «Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου I», 1993, σελ. 267-268: «Αντικείμενο του δημοψηφίσματος κατά το άρθρ. 44, παρ. 2 εδ. ά Σ. είναι *κρίσιμο εθνικό θέμα*: [...] Παρά τις εύλογες αβεβαιότητες που υπάρχουν ως προς την περιφέρεια της έννοιας αυτής, ο πυρήνας της είναι μάλλον σαφής: Αναφέρεται στα ζητήματα που σχετίζονται με την *εξωτερική πολιτική και την εθνική άμυνα*, δηλαδή τα ζητήματα εκείνα που συνδέονται με τη «γενική πολιτική της χώρας», σύμφωνα με την έκφραση που χρησιμοποιεί το άρθρ. 82 παρ. 1 Σ. για να προσδιορίσει τις αρμοδιότητες της Κυβέρνησης. Η διαπίστωση ότι ο πυρήνας της έννοιας «κρίσιμο εθνικό θέμα» περιλαμβάνει ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας βασίζεται καταρχήν στην ίδια την ιστορική ερμηνεία της διάταξης του άρθρ. 44 παρ. 2, τόσο υπό την αρχική όσο και υπό την αναθεωρημένη της διατύπωση. Προκύπτει όμως εξ αντιδιαστολής και από την τριπλή τυπολογία θεμάτων που υπονοείται στο άρθρ. 44 παρ. 2 (εθνικά-πολιτικά-κοινωνικά). Από την οπτική αυτή γωνία κρίσιμο εθνικό θέμα δεν μπορεί να είναι οποιοδήποτε πολιτικό ζήτημα αποκτά ιδιαίτερη σοβαρότητα και απαιτεί μία αντιμετώπιση που να υπερβαίνει την κομματική αντιπαράθεση: η *εθνική* παιδεία [...] ή η εθνική οικονομία [...] δεν συνιστούν από μόνα τους αντικείμενα δημοψηφίσματος κατά το άρθρ. 44 παρ. 2 εδ. α’[.] Βέβαια, η διακύμανση της πραγματικότητας μπορεί κάλλιστα να εμφανίσει μία σύνδεση της πορείας της εθνικής οικονομίας (ή ακόμη και του εκπαιδευτικού συστήματος) με την εξωτερική πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις και την ασφάλεια της χώρας. Εφόσον *το στοιχείο που προέχει* στις περιπτώσεις αυτές είναι όντως το ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής, της διεθνούς υπόστασης και της άμυνας της χώρας, τότε αυτές θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στις ουσιαστικές προϋποθέσεις που αξιώνει το άρθρ. 44, παρ. 2. εδ ά Σ. για την προκήρυξη δημοψηφίσματος.»