Αρχική Πολιτική συμμετοχή ομογενών και αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα και μακροχρόνια στην ΕλλάδαΆρθρο 1Σχόλιο του χρήστη Παναγιώτης Βαρλάγκας | 5 Ιανουαρίου 2010, 06:43
Υπουργείο Εσωτερικών Σταδίου 27, Αθήνα 10183 Τηλ.:2131364000, Email: info@ypes.gr email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@ypes.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Επειδή παρά τις δημοσιεύσεις που έχουν γίνει στη διαβούλευση (μεταξύ των οποίων και του γράφοντος) αλλά και την ξεκάθαρη «Διευκρίνηση του Υπουργείου προς τους πολίτες» πάνω δεξιά στη σελίδα ( http://www.opengov.gr/ypes/?p=342 ), ότι * ιθαγένεια = υπηκοότητα * (ταυτόσημες έννοιες, συνώνυμοι όροι, αμοιβαίως εναλλάξιμοι), αρκετοί από τους συμπολίτες που συνεισφέρουν τις απόψεις τους στη διαβούλευση επίμενουν στο *άτοπο* αίτημα «Ναι στην υπηκοότητα, όχι στην ιθαγένεια», που *δεν βγάζει κανένα νόημα* στο δίκαιο της ιθαγένειας, θα παραθέσω κάθε ορισμό της ιθαγένειας και της υπηκοότητας που έχω διαθέσιμο στη βιβλιοθήκη μου, *μήπως και* γίνει επιτέλους κατανοητό: ========================== 1) Αντ. Παντελής (Καθ. Νομικής Αθηνών), «Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου», 2η έκδοση, 2006, σελ. 25: -------------- «* [Λ]αός υπό ευρεία έννοια είναι το σύνολο των ατόμων που εκάστοτε έχουν την ιθαγένεια του κράτους*, δηλαδή των πολιτών (ή υπηκόων ή ιθαγενών). [...] [...] Εκτός από την ιθαγένεια, δεν χρειάζεται άλλη προϋπόθεση για να ανήκει κανείς στο λαό υπό ευρεία έννοια. Το φύλο, η φυλή, η ηλικία, το θρήσκευμα, η κοινωνική κατάσταση, η γλώσσα, η εθνότητα κ.λπ. είναι στοιχεία αδιάφορα. [...] [...] «Η *ιθαγένεια* (ή υπηκοότητα) *είναι ο νομικός δεσμός ανάμεσα στο άτομο και το κράτος, με τον οποίο το άτομο γίνεται μέλος του λαού» -------------- Τι μας λέει λοιπόν ο καθηγητής; Ιθαγένεια = Υπηκοότητα = Ιδιότητα μέλους του Λαού ========================== 2) Κ. Ευσταθιάδης (Τακτ. Καθ. Νομικής Αθηνών, Ακαδημαϊκός, κ.λπ.), «Διεθνές Δίκαιον», 2η έκδοση, 1979, Τόμος Β’ (Βιβλίον Πέμπτον), σελ. 7 επ. -------------- «Ι. ΟΙ ΗΜΕΔΑΠΟΙ (ΙΘΑΓΕΝΕΙΣ) Οι ιθαγενείς (ημεδαποί, υπήκοοι), αποτελούντες ποσοτικώς το κυριώτερον τμήμα του πληθυσμού, υπάγονται υπό την εξουσίαν της Πολιτείας κατά μείζονα έκτασιν ή οι ανήκοντες εις τας δύο άλλας [...] κατηγορίας ατόμων (αλλοδαποί και απάτριδες). *Ιθαγένεια* είναι ο νομικός δεσμός, ο συνδέων το άτομον προς ωρισμένην Πολιτείαν (Κράτος) κατά τρόπον μόνιμον και κατά κανόνα αποκλειστικόν (πλην των εξαιρετικών περιπτώσεων διπλής ή πολλαπλής ιθαγενείας) Ο της ιθαγενείας δεσμός καθιδρύων μόνιμον εξάρτησιν επάγεται ευρυτάτην εξουσίασιν της Πολιτείας επί των εχόντων την ιθαγένειαν αυτής ατόμων (ως εκ τούτου υπηκόων καλουμένων) [Σ.Σ.: *ως εκ τούτου υπηκόων καλουμένων*], παρέχει δε αφ’ ετέρου εις ταύτα το μέγιστον των υπό της εσωτερικής εννόμου τάξεως αναγνωριζομένων δικαιωμάτων. Εξ επόψεως διεθνούς δικαίου οι ιθαγενείς ή υπήκοοι δικαιούνται – ως άλλωστε πάντα τα υπό την δικαιοδοσίαν της Πολιτείας ευρισκόμενα άτομα [...] - να τυγχάνουν, *συμφώνως προς συγχρόνους συμβατικούς κανόνας περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών, ωρισμένης μεταχειρίσεως υπό της ιδίας αυτών Πολιτείας*, ήτις ούτως υπέχει αντιστοίχους έναντι των υπηκόων της υποχρεώσεις διεθνώς κατωχυρωμένας. [...] Η δυνάμει του δεσμού της ιθαγενείας προρρηθείσα μόνιμος εξάρτησις των ατόμων εκ της Πολιτείας των και η υποχρέωσις προς υπακοήν [Σ.Σ.: *υποχρέως προς υπακοήν = υπήκοος*] υφίσταται ακόμη και αν οι υπήκοοι ευρίσκωνται εκτός των συνόρων της Πολιτείας, δικαιουμένης να νομοθετή ως προς αυτούς και να τους επιβάλλει υποχρεώσεις» ========================== 3) Ηλ. Κρίσπης (Καθ. Νομικής Αθηνών), «Ιδιωτικόν Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος», 1979, σελ. 248 επ. -------------- «Τα μέλη του λαού ενός κράτους καλούνται υπήκοοι ή ιθαγενείς ή πολίται αυτού, άλλως ονομάζονται ημεδαποί έναντι του κράτους τούτου, εν αντιθέσει προς τους αλλοδαπούς, δηλ. εκείνους οίτινες δεν είναι υπήκοοι τούτου. Ιθαγένεια είναι η ιδιότης ανθρώπου τινός ως μέλους του λαού ωρισμένου κράτους. [...] Πάντες οι κατοικούντες είς τι κράτος (πληθυσμός) δεν είναι αναγκαίως υπήκοοι αυτού. Και αντιστρόφως, πάντες οι υπήκοοι ωρισμένου κράτους δεν κατοικούν αναγκαίως εις το έδαφος αυτού. Επίσης, η ιθαγένεια πρέπει να διακρίνεται της εθνικότητος, λ.χ. εις Κωνσταντινούπολιν κατοικούν πλείστοι έλληνες την εθνικότητα (έλληνες την εθνότητα, ομογενείς), μη κεκτημένοι, εν τούτοις την ελληνικήν ιθαγένειαν. Και αντιστρόφως, δυνατόν να είναί τις έλλην υπήκοος, καίτοι αλλογενής, π.χ. μουσουλμάνος Δωδεκανήσου. Το να είναί τις ομογενής ή αλλογενής δύναται να έχη νομικάς συνεπείας, βλ. λ.χ. άρθρ. 5, 7 § 1 στοιχ. γ, 12, 19 Κώδικος Ελληνικής Ιθαγενείας [Σ.Σ. Περιπτώσεις που ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας έθετε διαφορισμό μεταξύ ομογενών αλλοδαπών και αλλογενών αλλοδαπών:] [Ο]μογενείς αλλοδαποί, εισαγόμενοι εις τα στρατιωτικάς σχολάς αξιωματικών ή υπαξιωματικών, ή κατατασσόμενοι ως εθελονταί εις τας ενόπλους δυνάμεις, αποκτώσιν από της εισαγωγής των εις την σχολήν ή της κατατάξεώς των «και άνευ άλλης διατυπώσεως» την ελληνικήν ιθαγένειαν (άρθρ. 12 Κ.Ε.Ι.[)] [...] [Σ.Σ.:ΈΧΕΙ ΚΑΤΑΡΓΗΘΕΙ] Κατά το άρθρ. 19 Κ.Ε.Ι. δύνανται «να κηρυχθώσιν απολέσαντες την ελληνικήν ιθαγένειαν»: α) ο «αλλογενής ο εγκαταλιπών το ελληνικόν έδαφος άνευ προθέσεως παλιννοστήσεως» και β) ο αλλογενής ο γεννηθείς και κατοικών εν τη αλλοδαπή, μη έχων δε πρόθεσιν εγκαταστάσεως επί του ελληνικού εδάφους. [...] [...] [Σ.Σ. ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ] Συμφώνως προς το άρθρ. 5 § 1 ΚΕΙ, ως τούτο αντικατεστάθη υπό του άρθρου 2 αναγκ. Νόμου 481/1968, «ομογενείς απόλιδες ή αγνώστου ιθαγενείας κατοικούντες εν τη αλλοδαπή, οίτινες συμπεριφέρονται πραγματικώς ως έλληνες [sic], δύνανται, εφ’ όσον έχουσι συμπληρώσει το εικοστόν πρώτον έτος της ηλικίας των, να αναγνωρισθώσιν ως έλληνες την ιθαγένειαν, εάν υποβάλωσι σχετικήν αίτησιν προς την ελληνικήν προξενικήν αρχήν του τόπου της κατοικίας των [κ.λπ.] Τα αυτά ισχύουν και διά τάς συζύγους τούτων και αν έτι αύται δεν είναι ομογενείς». ========================== 4) Γ. Μαριδάκης (Καθ. Νομικής Αθηνών, εκ των συντακτών του Αστικού Κώδικα, εισηγητής των Γενικών Αρχών / Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου), «Ιδιωτικόν Διεθνές Δίκαιον», 1950, σελ. 200 επ. «Η κατά πολιτειακούς κύκλους (*επί μέρους κοινωνίας*) συμβίωσις συνέπειαν έχει, έκαστος άνθρωπος να προσκολλάται εις ωρισμένην Πολιτείαν. Επειδή δε συστατικά της Πολιτείας, κατά την κρατούσαν θεωρίαν [Σ.Σ.: και ακόμη], είναι λαός και χώρα, η προσκόλλησις επέρχεται, όταν ο άνθρωπος καταταχθή εις τον λαόν της Πολιτείας. Κατατάσσεται δε εις τον λαόν ωρισμένης Πολιτείας, εάν και εφ’ όσον πληρωθούν αι προϋποθέσεις τα οποίας τάσσει η Πολιτεία αύτη. Καθίσταται τότε ιθαγενής, πολίτης, υπήκοος της Πολιτείας (Υποσημείωση: Ο όρος «υπήκοος» έχει ευρυτέραν έννοιαν και περιλαμβάνει πάντα άνθρωπον επί του οποίου δύναται ν’ ασκήση εξουσίαν η Πολιτεία) . *Ιθαγένεια* κατά ταύτα, είνε, το ανήκειν τινα, κατά την βούλησιν της Πολιτείας, εις τον λαόν αυτής. (Υποσημείωση: Ο δυνάμει της ιθαγενείας σύνδεσμος *προς την Πολιτείαν*, δημιουργείται υπό του δικαίου. Έτεροι σύνδεσμοι *προς τον λαόν* της Πολιτείας δημιουργούνται εξ άλλων αιτίων (εθνολογικοί, φυλετικοί, θρησκευτικοί). Οι κατοικούντες την Κύπρον αποτελούν μεν δυνάμει κανόνος δικαίου μέλος του λαού της Πολιτείας ήτις καλείται Μεγάλη Βρεταννία [Σ.Σ.: 1950], εθνολογικώς όμως ανήκουν εις ην εθνότητα ανήκει και ο λαός ο ωργανωμένος εις την Πολιτείαν ήτις καλείται Ελλάς) Έτερον ιθαγένεια, έτερον *εθνικότης*. Η ιθαγένεια είνε δεσμός του ανθρώπου προς την Πολιτείαν δημιουργούμενος υπό του δικαίου. Εθνικότης (εθνότης, έθνος) είνε σύνολον ανθρώπων συνδεομένων διά κοινής γλώσσης, κοινών παραδόσεων, κοινών αγώνων, κοινών τάσεων. [...] Η έννοια της ιθαγενείας ενεφανίσθη όταν εδημιουργήθησαν τα σύγχρονα Κράτη. (Υποσημείωση: Εις την αρχαίαν Ελλάδα οι όροι *αστός*, *πολίτης*, *ξένος*, *μέτοικος*, δεν αντιστοιχούν εις τα συγχρόνους εννοίας *ιθαγενής*, *αλλοδαπός* [...]) Εφ΄ όσον στοιχεία της Πολιτείας είνε λαός και χώρα, κατ’ ανάγκην πρέπει να τεθούν κανόνες καθορίζοντες τα στοιχεία επί τη βάσει των οποίων να εξακριβώνεται τίνες ανήκουν (πολίτης, ιθαγενής, υπήκοος, αλλοδαπός) και τίνες δεν ανήκουν εις τον λαόν της Πολιτείας (αλλοδαποί). (Υποσημείωση: Πρώτη νομοθεσία η οποία διετύπωσε κανόνας κτήσεως και αποβολής ιθαγενείας είναι ο Code Civil 8 [Σ.Σ.: δηλ. το άρθρο 8 του Γαλλικού Αστικού Κώδικα]) ========================== 5) Ζ. Παπασιώπη-Πασιά (Καθ. Νομικής Θεσ/νίκης), «Δίκαιο Ιθαγενείας», 7η έκδοση, 2004, σελ. 5 «*Οι έννοιες της ιθαγένειας, της υπηκοότητας και της εθνικότητας* [...] Η έννοια του λαού ως στοιχείο του κράτους *δεν πρέπει να συγχέεται* με την έννοια του έθνους. Και αυτό γιατί η πρώτη έννοια έχει νομική βασικά σημασία, ενώ η δεύτερη εκφράζει ένα κοινωνικό/ψυχολογικό φαινόμενο που έχει κοινωνιολογική σημασία. Κυρίως δε επειδή για την έννοια του έθνους, εκτός από τα διάφορα αντικειμενικά στοιχεία που απαιτούνται χρειάζεται και ένα υποκειμενικό επιπλέον στοιχείο, που είναι συναισθηματικό. Πρόκειται για την κοινή εθνική συνείδηση. [...] [... Ο] λαός αποτελεί στοιχείο της πολιτείας, χωρίς την οποία δεν μπορεί να νοηθεί λαός, όπως είναι αδύνατο να νοηθεί λαός χωρίς πολιτεία και διαφέρει από το έθνος γιατί είναι έννοια νομική και πολιτική, σε αντίθεση με την έννοια του έθνους, που είναι ιστορική και ψυχολογική έννοια. [... Έ]χει επικρατήσει στη θεωρία – και αποτελεί την κρατούσα άποψη – ότι το έθνος είναι το σύνολο των ανθρώπων που συνδέονται με κοινή συνήθως φυλετική καταγωγή, κοινές παραδόσεις, κοινή, αλλά όχι πάντοτε, γλώσσα και θρησκεία και κυρίως κοινή εθνική συνείδηση. [... Τ]ο έθνος διαφέρει από το κράτος επειδή το κράτος έχει γεωγραφικά όρια, ενώ το έθνος εξαπλώνεται πέρα από αυτά ανά την υφήλιο. Και ενώ το κράτος το διακρίνει η ιδέα της πολιτικής ενότητας, το έθνος το διακρίνει η ιδέα του ηθικού δεσμού. [...] [...] *Η ιθαγένεια δεν συμπίπτει με την εθνικότητα* [... Μ]ε τον όρο εθνικότητα εννοούμε το δεσμό ενός ατόμου προς ορισμένο έθνος, ενώ με τον όρο ιθαγένεια εννοούμε το δεσμό ενός ατόμου προς ορισμένο κράτος. [...] Στη γαλλική γλώσσα υπάρχει ο όρος nationalité, ο οποίος χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τόσο τον όρο «ιθαγένεια» όσο και τον όρο «εθνικότητα». Το ίδιο συμβαίνει και στην αγγλική γλώσσα, όπου ο όρος nationality υποδηλώνει και τους δύο προαναφερθέντες όρους. Έτσι πολλές φορές κατά τη μετάφραση και κύρωση Διεθνών αλλά και Διμερών Συμβάσεων, που κυρώνει η Ελλάδα και οι οποίες Συμβάσεις – τουλάχιστον οι Διεθνείς – στο πρωτότυπο είναι γραμμένες στα γαλλικά ή αγγλικά, παρατηρείται το φαινόμενο ο όρος nationalité/nationality να μεταφράζεται με τον όρο «εθνικότητα» αντί του σωστού όρου «ιθαγένεια». Επομένως το μεταφραστικό λάθος [...] αποτελεί μία πρώτη πηγή σύγχυσης μεταξύ «ιθαγένειας» και «εθνικότητας», που διαπιστώνουμε να γίνεται. [...] [... Ω]ς ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα βλ. μεταξύ άλλων, το καταργηθέν άρθρο 2 § 4 του β.δ. 729/70 «περί αμειβομένων ποδοσφαιριστών» που όριζε ότι «ποδοσφαιριστές *ελληνικής ιθαγένειας έχοντες ξένην υπηκοότητα* επιτρέπεται να περιλαμβάνονται [...]», το οποίο είχε προκαλέσει μια σειρά σχολίων πάνω σε αντίστοιχη σειρά δικαστικών αποφάσεων [...], και πολύ σωστά παρατηρήθηκε ότι στην ενλόγω διάταξη ο νομοθέτης αντί του όρου «ιθαγένεια» (όντος ταυτόσημου προς τον όρον «υπηκοότητα») θέλησε να εννοήσει τον όρον «εθνικότητα» [...] [...] *Η ιθαγένεια συμπίπτει με την υπηκοότητα παρά τις κάποιες αμυδρές διαφορές μεταξύ τους* [...] Κρίσπη-Νικολετοπούλου[:] «Ιθαγένεια ή υπηκοότης είναι το να ανήκει τις εις τον λαόν ορισμένου κράτους [Σ.Σ.: Άρα όποιος έχει δύο υπηκοότητες, δύο ιθαγένειες, ανήκει *σε δύο λαούς*. Π.χ. το τέκνο Ελλήνων στις ΗΠΑ που έχει διπλή ιθαγένεια, ανήκει *και στον Ελληνικό λαό* και στον Αμερικανικό λαό. Το τέκνο Πακιστανού στην Ελλάδα, ανήκει και στον Πακιστανικό λαό *και στον Ελληνικό λαό* ]. Ο έχων την ιθαγένειαν ή υπηκοότητα κράτους τινός, εκείνος δηλ. ο οποίος είναι μέλος του λαού δεδομένου κράτους καλείται ιθαγενής ή υπήκοος ή πολίτης αυτού ή ημεδαπός ως προς το κράτος τούτο» Ενώ όμως το ουσιαστικό «ιθαγένεια» έχει πλήρως επιβληθεί, σπάνια γίνεται χρήση στη γλώσσα μας του επιθέτου «ιθαγενής», που σημαίνει τον αυτόχθονα, δηλ. αυτόν που κατάγεται από την χώρα στην οποία μένει και προτιμάται το επίθετο «υπήκοος». Λέμε συνήθως έλληνας υπήκοος και όχι έλληνας ιθαγενής. [...] [Σ]το Σύνταγμα του 1927 υπάρχει ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 6 αυτού, η οποία μεταξύ άλλων ορίζει επί λέξει και τα εξής: «Η δε λέξις «πολίτης» και εις το άρθρον τούτο, ως και εις τα άλλα άρθρα, έχει την έννοιαν του έλληνος υπηκόου, του έχοντος δηλαδή ελληνικήν ιθαγένειαν, αδιακρίτως φύλου ή ηλικίας». [...] Ο Αρ. Μάνεσης αναφέρει ότι: «Τα πρόσωπα τα οποία συνδέονται προς εν κράτος διά του νομικού δεσμού της ιθαγενείας καλούνται υπήκοοι (ή ιθαγενείς) ή πολίται ή ημεδαποί, κατ’ αντιδιαστολήν προς τους αλλοδαπούς, δηλ. τους ανήκοντας εις τον λαόν άλλου κράτους (ξένους υπηκόους)», Εξάλλου, ο Γ. Παπαδημητρίου [Σ.Σ. συγχωρεμένος πια...] προτιμά τη χρησιμοποίηση των όρων ιθαγένεια/πολίτης από τους όρους υπηκοότητα/υπήκοος, γιατί οι τελευταίοι έχουν μοναρχική προέλευση και, όπως υποστηρίζει, υπάρχει «αυταρχική εννοιολογική φόρτιση» Εντούτοις, στη νομοθεσία, στη διοίκηση, στη νομολογία και στη θεωρία μας οι όροι «υπήκοος/πολίτης», «ιθαγένεια/υπηκοότητα», άλλοτε εναλάσσονται στο ίδιο κείμενο και άλλοτε χρησιμοποιείται σταθερά ένας απ’ αυτούς.»