Αρχική Πολιτική συμμετοχή ομογενών και αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα και μακροχρόνια στην ΕλλάδαΆρθρο 1Σχόλιο του χρήστη Μιχάλης | 6 Ιανουαρίου 2010, 23:31
Υπουργείο Εσωτερικών Σταδίου 27, Αθήνα 10183 Τηλ.:2131364000, Email: info@ypes.gr email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@ypes.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Α. Παρά τα φαινόμενα, οι αντιδράσεις στο νομοσχέδιο όχι μόνο δεν καταδεικνύουν πλειοψηφικό ρεύμα απαρέσκειας, αλλ’ αντιθέτως τείνουν να προσεγγίσουν καθολική αποδοχή της αρχής του νομοσχεδίου. Βάση αυτού του ισχυρισμού αποτελεί η διαπίστωση, ότι μέγα μέρος της κριτικής εδράζεται στην εσφαλμένη διαφοροποίηση μεταξύ ιθαγένειας και υπηκοότητας, όπου ως «ιθαγένεια» νοείται μάλλον η εθνικότητα. Κατ’ αποτέλεσμα αυτής της επίμονης και διάχυτης παρεξήγησης, οι περισσότεροι επικριτές δηλώνουν ότι θα τους έβρισκε σύμφωνους η χορήγηση υπηκοότητας στους αλλοδαπούς υπό τους όρους του νομοσχεδίου, όχι όμως και η χορήγηση «ιθαγένειας» με την εσφαλμένη έννοια την οποίαν οι ίδιοι αποδίδουν στον όρο. Πρόκειται, τηρουμένων των αναλογιών, για αντιπαράθεση ασύμβατων λεκτικών συμβόλων συναφή προς εκείνην η οποία είχε εκτυλιχθεί γύρω από το ζήτημα της αναγραφής θρησκεύματος, όπου μέγα μέρος του πληθυσμού αντιλαμβανόταν την «ταυτότητα» ως κιβωτό της ύπαρξης και της συνείδησής του. Ενώ, δηλαδή, το όλο ζήτημα αφορούσε απλώς ένα δημόσιο έγγραφο που τυχαίνει να ονομάζεται δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, οι αντιδρώντες έθεταν ως αφετηρία την αντίληψη ότι πρόκειται για την «ταυτότητά» τους, της οποίας ο προσδιορισμός του περιεχομένου αποτελεί ατομικό τους δικαίωμα. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, η κάθαρση θα μπορούσε να επέλθει μόνο με εξαντλητική διευκρίνιση της διαφοράς ανάμεσα στο νομικό και τον φαντασιακό ορισμό της ιθαγένειας, ακριβέστερα δε ανάμεσα στην ιθαγένεια κατά νομική κυριολεξία (δηλαδή κατά τη μόνη έννοια που είναι δυνατό να ενδιαφέρει το νομοθέτη) και την εθνική συνείδηση. Β. Η ρύθμιση του νέου άρθρου 1α΄ παραγρ. 1 για κτήση ιθαγένειας από τέκνα αλλοδαπών, έχει δεχθεί κριτική με το επιχείρημα ότι η κτήση ιθαγένειας από ανηλίκους θα συμπαρασύρει σε έμμεση άτυπη νομιμοποίηση τους γονείς τους ακόμη και αν οι ίδιοι δεν πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις, καθ’ όσον ως γονείς έλληνα θα επαναπαυθούν στην αδυναμία απέλασής τους. Ωστόσο, το ενδεχόμενο αυτό αποτελεί το αναπόφευκτο τίμημα της αδήριτης ανάγκης για κτήση ιθαγένειας ήδη κατά την ανηλικότητα, δεδομένων των ποικίλων προβλημάτων τα οποία προξενεί στους ανηλίκους που γεννιούνται εδώ η έλλειψη ελληνικής ιθαγένειας σε συνδυασμό με την έλλειψη δημοτολογικής τακτοποίησής τους στη χώρα της συμβατικής τους ιθαγένειας. Αν, παρά ταύτα, κριθεί σκόπιμη η αναθεώρηση της επίμαχης ρύθμισης προς αποφυγή καταχρήσεων, μόνη εναλλακτική λύση θα ήταν η εισαγωγή του καινοφανούς, για την ελληνική έννομη τάξη, υβριδίου της «προσδοκίας ελληνικής ιθαγένειας», δηλαδή μιάς ενδιάμεσης ιδιότητας η οποία θα μπορεί μεν να ισοδυναμεί με πλήρη εξομοίωση προς τους ημεδαπούς κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας, θα μετουσιώνεται όμως σε «πλήρη» ιθαγένεια μόνο κατόπιν ρητής επιλογής μετά την ενηλικίωση. Γ. Η προτεινόμενη εισαγωγή κτήσης ιθαγένειας από τέκνα αλλοδαπών που γεννιούνται στην Ελλάδα, έχει επίσης σχολιασθεί κατά κόρον ως επικίνδυνη για το λόγο ότι θα επιτρέψει σε τέκνα αλλοδαπών, που έτυχε να γεννηθούν στην Ελλάδα αλλ’ εν συνεχεία την εγκαταλείπουν χωρίς την παραμικρή πρόθεση επανόδου ή ενσωμάτωσης, να κληροδοτήσουν την ελληνική ιθαγένεια σε γενεές απογόνων τους χωρίς καμμιάν απολύτως βουλητική ή πραγματολογική σύνδεση με την Ελλάδα. Παρά τις αρνητικές εθνοφυλετικές της συμπαραδηλώσεις, η κριτική αυτή ενέχει ποσοστό βασιμότητας: πράγματι, αν η ιθαγένεια εξακολουθήσει να μεταβιβάζεται διά του αίματος χωρίς προϋποθέσεις διατήρησης δεσμών με τη χώρα, η πρόσκαιρη παραμονή κάποιου στην Ελλάδα ως μετανάστη θα αρκούσε για να έχουν οι απόγονοί του εσαεί την ελληνική ιθαγένεια ακόμη και αν έχουν επιστρέψει στην πατρίδα τους. Μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης του καταχρηστικού αυτού ενδεχομένου, είναι η μεταρρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 1 ΚΕΙ, ούτως ώστε να εισαχθεί, προκειμένου περί τέκνων ελλήνων πολιτών τα οποία γεννιούνται στο εξωτερικό, ένα πλέγμα πρόσθετων εναλλακτικών όρων. Ως καταλληλότερος όρος για την εξασφάλιση αέναης κληρονομικότητας της ελληνικής ιθαγένειας, παρίσταται η επίδειξη επιμέλειας για την εγγραφή στο δημοτολόγιο. Έτσι, λόγου χάριν, το άρθρο 1 θα μπορούσε να μεταρρυθμισθεί ως εξής: «§ 1. Τέκνο έλληνα ή ελληνίδας που γεννιέται στην Ελλάδα, αποκτά από τη γέννησή του την ελληνική ιθαγένεια. § 2. Τέκνο έλληνα ή ελληνίδας που γεννιέται στο εξωτερικό, αποκτά από τη γέννησή του την ελληνική ιθαγένεια, εφόσον ο έλληνας ή η ελληνίδα γονέας του: (α΄) έχει γεννηθεί στην Ελλάδα, είτε (β΄) έχει αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια πριν τεθεί σε ισχύ ο παρών νόμος, είτε (γ΄) κατοικεί μόνιμα στην Ελλάδα κατά το χρόνο της γέννησης του τέκνου, είτε (δ΄) διαθέτει ελληνική δημοτολογική εγγραφή ή υποβάλει σχετική αίτηση εντός τριών ετών από τη γέννηση του τέκνου. § 3. Τέκνο έλληνα ή ελληνίδας που γεννιέται στο εξωτερικό, αποκτά από τη γέννησή του την ελληνική ιθαγένεια ακόμη και χωρίς να συντρέχει καμία από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, εφόσον δεν αποκτά με τη γέννησή του αλλοδαπή ιθαγένεια». Με τη ρύθμιση αυτή, ανάλογη εκείνης του άρθρου 4 παράγρ. 4 του ισχύοντος γερμανικού κώδικα, δεν αποκλείεται ούτε ένας απ’ όσους αποδεικνύουν διαρκή δεσμό με τη χώρα. Στην πράξη, οι πρώτοι που θα θιγούν είναι τα τέκνα όσων γεννηθούν στο εξωτερικό από την επομένη της ισχύος της διάταξης. Ο διαζευκτικός χαρακτήρας των προϋποθέσεων εξασφαλίζει στην πράξη ότι δεν θα θιγεί το δικαίωμα ιθαγένειας των ελλήνων της διασποράς, παρά μόνο θ’ αντιμετωπισθούν περιπτώσεις πλασματικής ή καταχρηστικής αναβίωσης της σύνδεσης με την ελληνική πολιτεία μετά από ηθελημένη διακοπή γενεών, ενώ αποτρέπεται το ενδεχόμενο ανιθαγένειας. Δ. Παρά το γεγονός ότι προτιμήθηκε η περιπτωσιολογική παρέμβαση στον ΚΕΙ αντί της ολοκληρωτικής και συστηματικής ανασύνταξής του, παραμένουν πεδία των οποίων η μεταρρύθμιση κρίνεται αναγκαία για λόγους εσωτερικής συνέπειας προς τις νέες ρυθμίσεις. Ειδικότερα, αν και προφανώς συντρέχει πολιτική επιλογή να μη θιγεί προς το παρόν το πλέγμα των προϋποθέσεων και διαδικασιών αποβολής της ελληνικής ιθαγένειας (κάτι που πάντως θα ήταν εύλογο σε αντίστιξη προς τον εξορθολογισμό της πολιτογράφησης), ειδικά η ρύθμιση του νέου άρθρου 1α΄ παραγρ. 1 για κτήση ιθαγένειας από τέκνα αλλοδαπών με δήλωση των γονέων τους καθιστά λογικώς αναγκαία τη δυνατότητα εκούσιας αποβολής, με αντίστοιχη μεταρρύθμιση του άρθρου 19 («Τέκνα αλλοδαπών γονέων, τα οποία απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια λόγω γέννησης στην Ελλάδα με δήλωση των γονέων τους δυνάμει του άρθρου 1α΄ παραγρ. 1 του παρόντος Κώδικα, καθώς και τέκνα πολιτογραφηθέντων, τα οποία απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια λόγω της πολιτογράφησης των γονέων τους, δικαιούνται μέσα σε ένα έτος από την ενηλικίωσή τους να προκαλέσουν την αποβολή της ελληνικής τους ιθαγένειας χωρίς καμμιάν άλλη προϋπόθεση. Η αίτηση υποβάλλεται στο δήμο ή τον έλληνα πρόξενο του τόπου κατοικίας του ενδιαφερομένου και διαβιβάζεται για εξέταση της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων στην Περιφέρεια της δημοτολογικής του εγγραφής. Η αποβολή ισχύει από την έκδοση σχετικής απόφασης της Περιφέρειας»).