Αρχική Πολιτική συμμετοχή ομογενών και αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα και μακροχρόνια στην ΕλλάδαΆρθρο 1Σχόλιο του χρήστη Ιωάννης Κωτούλας | 7 Ιανουαρίου 2010, 12:21
Υπουργείο Εσωτερικών Σταδίου 27, Αθήνα 10183 Τηλ.:2131364000, Email: info@ypes.gr email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@ypes.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΤΟΥΛΑΣ, Ιστορικός, M.Phil., υπ.Δρ.Φ. ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 1. Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 1.1 Η γερμανική νομοθεσία για την απόδοση ιθαγένειας Η γερμανική νομοθεσία για την απόδοση της ιθαγένειας τροποποιήθηκε ν μέρει τον Ιούλιο του 1999 με την εισαγωγή του νέου Νόμου περί υπηκοότητας (Staatsangeröhigkeitsgesetz), ο οποίος αντικατέστησε τον αρκετά παλαιότερο ισχύοντα νόμο του 1913 (Reichs- und Staatsangeröhigkeitsgesetz). Ακολούθησε ο νέος νόμος για το μεταναστευτικό, ο οποίος ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 2004 και τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2005. Ο νόμος φέρει τον τίτλο «Νόμος για τον έλεγχο και τον περιορισμό της μετανάστευσης και για τη ρύθμιση της παραμονής και της ένταξης των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των αλλοδαπών» (Gesetz zur Steuerung und Begrenzung der Zuwanderung und zur Regelung des Aufenthalts und der Integration von Unionsbürgern und Ausländern – Zuwanderungsgesetz). Η ίδια η ονομασία του νέου νόμου είναι ενδεικτική της φιλοδοξίας του γερμανικού κράτους να περιορίσει τη μετανάστευση, ενώ παράλληλα συμβάλλει στην αναγνώριση μίας προβληματικής κατάστασης, η οποία προκύπτει από τη συνύπαρξη διαφορετικών εθνοτικών ομάδων στο πλαίσιο ενός ενιαίου κράτους. Σύμφωνα με τις διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας πολίτης καθίσταται κάποιος εάν: 1. Έχει έναν γονέα Γερμανό πολίτη με τη γέννηση του (Abstammungsprinzip, κριτήριο προέλευσης. Πρόκειται για εφαρμογή της νομικής έννοιας του δικαίου του αίματος ήτοι της εθνοφυλετικής καταγωγής (jus sanguinis). Όσον αφορά στην διαδικασία της πολιτογράφησης, της ένταξης, δηλαδή, αλλοδαπών στην γερμανική κοινωνία, η γερμανική νομοθεσία προβλέπει πλέον ότι ένας μετανάστης αποκτά το δικαίωμα πολιτογράφησης (Einbürgerung) εάν έχει γεννηθεί στην επικράτεια του γερμανικού κράτους (Geburtsortprinzip, κριτήριο τόπου γέννησης. Πρόκειται για εφαρμογή της νομικής έννοιας του δικαίου του εδάφους (jus soli). Η πολιτογράφηση ενός αλλοδαπού μετανάστη πραγματοποιείται μόνον σε περίπτωση που ισχύουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α. Να είναι επί οκτώ (8) συνεχόμενα έτη μόνιμος και νόμιμος κάτοικος της Γερμανίας. β. Να έχει στην κατοχή του άδεια ή δικαίωμα διαμονής. γ. Να γνωρίζει την γερμανική γλώσσα σε ικανοποιητικό επίπεδο, ήτοι επάρκειας. δ. Να έχει λευκό ποινικό μητρώο. ε. Να αποδέχεται τις αρχές του γερμανικού Συντάγματος. στ. Να έχει την δυνατότητα οικονομικής συντήρησης τόσο του εαυτού του όσο και των μελών της οικογένειάς του, χωρίς να λαμβάνει κρατικό επίδομα. ζ. Να αποποιηθεί της προηγούμενης ιθαγένειάς του. Εξαιρούνται οι πολίτες κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι μπορούν να διατηρήσουν την ιθαγένεια της χώρας προέλευσής τους. Τα τέκνα αλλοδαπών γονέων, τα οποία έχουν γεννηθεί στην Γερμανία, λαμβάνουν την γερμανική υπηκοότητα μόνον σε περίπτωση που έχουν γεννηθεί μετά την 1/1/2000 και ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α. τουλάχιστον ο ένας εκ των δύο γονέων του τέκνου πρέπει να διέθετε οκτώ (8) έτη νόμιμης και μόνιμης διαβίωσης στην Γερμανία προτού το τέκνο γεννηθεί. β. τουλάχιστον ο ένας εκ των δύο γονέων του τέκνου πρέπει να διέθετε απεριόριστο δικαίωμα διαμονής (Aufenthaltsberechtigung) ή απεριόριστη άδεια διαμονής (unbefristete Aufenthaltserlaubnis) στην Γερμανία τουλάχιστον για τρία (3) έτη. Και πάλι η γερμανική ιθαγένεια δεν απονέμεται κατά τρόπο αυτόματο, αλλά κατόπιν σχετικής υποβολής αίτησης κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στη συμπλήρωση των δεκαοκτώ έως και τα είκοσι τρία έτη. Στην Γερμανία εξακολουθεί να ισχύει η απαγόρευση εισαγωγής εργατικού δυναμικού, η οποία καθιερώθηκε το 1973, όταν για πρώτη φορά διαπιστώθηκε η προβληματική κατάσταση, η οποία σταδιακά προέκυπτε στο εσωτερικό της γερμανικής κοινωνίας λόγω της εισόδου μεταναστευτικού πληθυσμού. Σε γενικές γραμμές, η γερμανική νομοθεσία εντάσσεται στο λεγόμενο εθνοτικό πρότυπο μεταναστευτικής πολιτικής, όπως οι νομοθεσίες και άλλων ευρωπαϊκών κρατών (Αυστρία, Ελβετία, Δανία, Ιταλία). 1.2. Η αυστριακή νομοθεσία για την απόδοση ιθαγένειας Η αυστριακή νομοθεσία προβλέπει ότι η απόκτηση της αυστριακής ιθαγένειας είναι δυνατή μέσω των εξής τρόπων: 1.Εάν έχει έναν γονέα Αυστριακό πολίτη με τη γέννηση του. 2. Εάν διοριστεί ως καθηγητής σε πανεπιστημιακό ίδρυμα του αυστριακού κράτους. Στην περίπτωση αυτή ο/η σύζυγος και τα τέκνα του διδάσκοντος λαμβάνει με διαδικασία δήλωσης την αυστριακή υπηκοότητα. 3. Με ειδοποίηση, η οποία αφορά άτομα, τα οποία υπέστησαν διώξεις από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, στο οποίο είχε υπαχθεί η Αυστρία την περίοδο 1938-45. Η πολιτογράφηση ενός αλλοδαπού μετανάστη δεν πραγματοποιείται κατά τρόπο αυτόματο, αντιθέτως πραγματοποιείται μόνον σε περίπτωση που ισχύουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α. Να είναι επί δέκα (10) συνεχόμενα έτη μόνιμος και νόμιμος κάτοικος της Γερμανίας. Η προϋπόθεση αυτή είναι δυνατόν να μειωθεί στο χρονικό διάστημα των έξι (6) ετών, εάν ο υποψήφιος προς πολιτογράφηση εμπίπτει σε μία ή περισσότερες από τις κάτωθι κατηγορίες: α1. Να έχει απωλέσει την προηγούμενη ιθαγένειά του. α2. Να διακρίνεται για εξέχοντα επιτεύγματα στον τομέα της επιστήμης ή του αθλητισμού. α3. Να είναι σε θέση να αποδείξει ότι έχει επιτύχει σε υψηλό βαθμό την προσωπική και επαγγελματική του ενσωμάτωση στην αυστριακή κοινωνία. α4. Εάν αιτείται πολιτικού ασύλου. α5. Εάν είναι πολίτης κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. α6. Εάν έχει γεννηθεί στην επικράτεια του κράτους της Αυστρίας. β. Να μην έχει καταδικαστεί για ποινή ίση ή μεγαλύτερη των τριών (3) μηνών στην Αυστρία ή στο εξωτερικό. γ. Να μην εκκρεμεί δικαστική δίωξη σε βάρος του. δ. Να μην έχει ανακληθεί η άδεια παραμονής και να μην εκκρεμεί διαδικασία άρσης αυτής. ε. Να έχει την δυνατότητα οικονομικής συντήρησης του εαυτού του, χωρίς να λαμβάνει κρατικό επίδομα, εκτός εάν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι (λ.χ. θέματα υγείας). στ. Να διατηρεί θετική στάση έναντι της Αυστρίας, στάση η οποία προκύπτει από την καθόλου συμπεριφορά του, να μην αποτελεί απειλή για την δημόσια τάξη και ασφάλεια, καθώς και για τα εθνικά συμφέροντα του αυστριακού κράτους. ζ. Να μην διατηρεί σχέσεις με ξένα κράτη, τα οποία διατηρούν δυσμενείς σχέσεις με το κράτος της Αυστρίας και θα έβλαπταν το τελευταίο. η. Να αποποιηθεί της προηγούμενης ιθαγένειάς του. θ. Να γνωρίζει την γερμανική γλώσσα σε ικανοποιητικό επίπεδο. ι. Να διαθέτει σε γενικές γραμμές άριστη συμπεριφορά. 1.3. Η ελβετική νομοθεσία για την απόδοση ιθαγένειας Η ελβετική νομοθεσία για την απόδοση της ιθαγένειας είναι από τις πλέον συντεταγμένες και προσεγμένες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, χαρακτηρίζεται δε από σαφές αυστηρό και οριοθετημένο νομικό πλαίσιο, διαφυλάσσοντας την ευημερία και τον τρόπο ζωής του ελβετικού κράτους. Η Ελβετία ως κράτος διαθέτει ομοσπονδιακό πολιτειακό σύστημα και η απόδοση της ιδιότητας του Ελβετού πολίτη αφορά σε επίπεδο συγκεκριμένης κοινότητας και καντονιού. Κατ’ αρχήν σε ομοσπονδιακό επίπεδο πολίτης καθίσταται κάποιος Ελβετός εάν ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: 1. Έχει έναν γονέα Ελβετό πολίτη με τη γέννηση του (Πρόκειται για εφαρμογή της νομικής έννοιας του δικαίου του αίματος ήτοι της εθνοφυλετικής καταγωγής (jus sanguinis). 2. Εάν έχει υιοθετηθεί έως την ηλικία των 18 ετών, έως ότου ενηλικιωθεί, δηλαδή, από Ελβετό πολίτη. Η απόδοση της ελβετικής ιθαγένειας δεν συμβαίνει επ’ ουδενί κατά τρόπο αυτόματο, ήτοι απλώς με την γέννηση κάποιου εντός του ελβετικού κράτους. Όσον αφορά στην διαδικασία της πολιτογράφησης, της ένταξης, δηλαδή, αλλοδαπών στην ελβετική κοινωνία, η ελβετική νομοθεσία προβλέπει ότι σε ομοσπονδιακό επίπεδο ένας μετανάστης αποκτά το δικαίωμα πολιτογράφησης (Einbürgerung), σε περίπτωση που ισχύουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Ο ενδιαφερόμενος να πολιτογραφηθεί αλλοδαπός θα πρέπει: α. Να είναι επί δώδεκα (12) συνεχόμενα έτη μόνιμος και νόμιμος κάτοικος της Ελβετίας. β. Να έχει αφομοιωθεί από πολιτιστικής άποψης, ήτοι θα πρέπει να γνωρίζει τα ελβετικά έθιμα και τις ελβετικές πολιτιστικές παραδόσεις. γ. Να τηρεί το νομοθετικό πλαίσιο του ελβετικού κράτους. Να μην έχει καταδικαστεί σε κάποιο είδος φυλάκισης και να μην εκκρεμούν κατηγορίες εναντίον του. δ. Να μη θέτει σε κίνδυνο την εσωτερική ή εξωτερική ασφάλεια του ελβετικού κράτους. Η διάταξη αυτή αφορά κυρίως στους μουσουλμάνους μετανάστες ισλαμιστικών πεποιθήσεων. Σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης επί αίτησης πολιτογράφησης, δεν υφίσταται δικαίωμα άσκησης έφεσης κατά της ως ανωτέρω απορριπτικής απόφασης. Οι ανωτέρω (α-δ) προϋποθέσεις ισχύουν για την κατ’ αρχήν αποδοχή της αίτησης πολιτογράφησης του αλλοδαπού σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Κατόπιν ο ενδιαφερόμενος αλλοδαπός λαμβάνει την άδεια να αιτηθεί πολιτογράφησης στο επίπεδο του καντονιού και της κοινότητας. Τα επιμέρους καντόνια του ελβετικού κράτους διαθέτουν ιδιαίτερη νομοθεσία για την διαδικασία πολιτογράφησης. Οι προϋποθέσεις ποικίλουν και το χρονικό διάστημα μόνιμης και νόμιμης διαβίωσης σε κάποιο καντόνι ποικίλλει από τα δύο (2) έως και τα δώδεκα (12) έτη. Το αυτό ισχύει και για τις κοινότητες του ελβετικού κράτους. 1.4. Η δανική νομοθεσία για την απόδοση ιθαγένειας Η δανική νομοθεσία για την απόδοση της ιθαγένειας. Η δανική νομοθεσία είναι ιδιαίτερα προσεγμένη και θα ήταν δυνατόν να χρησιμεύσει ως πρότυπο για αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις στην ισχύουσα ελληνική νομοθεσία. Στην Δανία πολίτης καθίσταται κάποιος εάν: 1. Έχει έναν γονέα Δανό πολίτη με τη γέννηση του (Πρόκειται για εφαρμογή της νομικής έννοιας του δικαίου του αίματος ήτοι της εθνοφυλετικής καταγωγής (jus sanguinis). 2. Εάν έχει υιοθετηθεί έως την ηλικία των 12 ετών από Δανό πολίτη. 3. Εάν η μητέρα του παντρευτεί Δανό πολίτη πριν ο ίδιος γίνει 18 ετών. 4. Με δήλωση για τους πολίτες των λεγομένων νορδικών χωρών (Φινλανδία, Ισλανδία, Νορβηγία, Σουηδία). Πρόκειται ουσιαστικά για μια απλοποιημένη διαδικασία πολιτογράφησης υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ενδιαφέρον είναι ότι το σημείο αυτό, όπως και το (1) εισάγουν όρους εθνοφυλετικής καταγωγής και πολιτισμικής συνάφειας στην απόδοση ιθαγένειας. 5. Με πολιτογράφηση. Στην περίπτωση της πολιτογράφησης, ο ενδιαφερόμενος μετανάστης οφείλει να προχωρήσει σε μία σειρά ενεργειών. Αυτές είναι οι κατωτέρω: α. Ένα είδος επίσημης δήλωσης πίστης στη Δανία. β. Πρέπει να αναφέρει όλες τις παραβάσεις που έχει κάνει ή για τις οποίες έχει κατηγορηθεί, ακόμα και για κάτι τόσο ασήμαντο όσο ένα πρόστιμο για υπερβολική ταχύτητα. Αν αργότερα διαπιστωθεί ότι ο μετανάστης είχε αποκρύψει κάποιο στοιχείο, είναι εφικτή η ανάκληση της απόδοσης ιθαγένειας. γ. Να αποποιηθεί την προηγούμενη ιθαγένειά του. δ. Να είναι επί εννέα (9) συνεχόμενα έτη μόνιμος και νόμιμος κάτοικος της Δανίας. ε. Να μην έχει καταδικαστεί σε κάποιο είδος φυλάκισης και να μην εκκρεμούν κατηγορίες εναντίον του. Για κάποια δε αδικήματα προστίθεται χρόνος τον οποίο πρέπει να περιμένει κάποιος για να μπορέσει να πολιτογραφηθεί. στ. Να μη χρωστά στο κράτος. ζ. Να συντηρεί τον εαυτό του, να μην έχει δεχτεί κανενός είδους κρατικής κοινωνικής βοήθειας ή επιδόματος για χρονικό διάστημα, το οποίο θα καλύπτει τα τεσσεράμισι (4,5 ) τουλάχιστον από τα τελευταία πέντε (5 ) έτη. η. Γνώση της δανέζικης γλώσσας είτε με ειδικό τεστ είτε έχοντας περάσει τις εξετάσεις μετά την τρίτη τάξη του Γυμνασίου. θ. Να περάσει από τεστ πολίτη που εξετάζει τις γνώσεις του για τη κοινωνία, κουλτούρα και ιστορία της Δανίας. 2.1 Η περίπτωση της Ελλάδος Το προτεινόμενο νομοσχέδιο της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, σε αντίθεση με την κυρίαρχη νομοθεσία στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, προβλέπει ιδαίτερα συνοπτικές και ευνοικές για τους μετανάστες και λαθρομετανάστες προϋποθέσεις πολιτογράφησης: 1. Παρέχει την ελληνική ιθαγένεια κατά τρόπο αυτόματο, ήτοι χωρίς κάποια υποχρέωση υποβολής δήλωσης, με τη γέννηση, σε τέκνα μεταναστών, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει πενταετία νόμιμης παραμονής στην Ελλάδα και αυτό μάλιστα με μία απλή υπεύθυνη δήλωση των γονέων τους. 2. Παρέχει την ελληνική ιθαγένεια κατά τρόπο αυτόματο, ήτοι χωρίς κάποια υποχρέωση υποβολής δήλωσης, με τη γέννηση σε τέκνα μεταναστών, τα οποία παρακολούθησαν έξι (6) έτη διδασκαλίας και μάλιστα όχι συνεχόμενα σε ελληνικό σχολείο, ανεξαρτήτως νομικού καθεστώτος των γονέων τους, με μία απλή υπεύθυνη δήλωση των γονέων τους. Σε περίπτωση δε που οι γονείς αμελήσουν να υποβάλουν την ανωτέρω δήλωση για ως άνω αναφερόμενες περιπτώσεις, τα τέκνα αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια κατά τρόπο αυτόματο με μία απλή δήλωση κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στη συμπλήρωση των δεκαοκτώ έως και τα είκοσι ένα έτη. 3. Παρέχει την ελληνική ιθαγένεια σε τέκνα μεταναστών, τα οποία παρακολούθησαν τα τρία (3) πρώτα έτη της υποχρεωτικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα άτομα αυτά θα αποκτούν, όπως και στην περίπτωση (2) την ελληνική ιθαγένεια κατά τρόπο αυτόματο με μία απλή δήλωση κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στη συμπλήρωση των δεκαοκτώ έως και τα είκοσι ένα έτη. 4. Παρέχει την ελληνική ιθαγένεια κατά τρόπο αυτόματο, ήτοι χωρίς κάποια υποχρέωση υποβολής δήλωσης, σε τέκνα μετανάστη γονέα, ο οποίος γεννήθηκε και κατοικεί μόνιμα στην Ελλάδα από τη γέννησή του. 5. Σε περίπτωση, κατά την οποία ένας ενήλικας μετανάστης δεν εμπίπτει σε κάποια εκ των ανωτέρω τεσσάρων κατηγοριών, θεωρείται προϋπόθεση πολιτογράφησης η απλή διαμονή στην Ελλάδα επί πέντε (5) από τα τελευταία δέκα (10) έτη. Το προτεινόμενο νομοσχέδιο συνιστά νομική υποχώρηση και αναχρονιστικό πλαίσιο αναφοράς της πολιτογράφησης των μεταναστών, τελεί δε σε ριζική ασυμφωνία με την ισχύουσα ευρωπαϊκή νομοθεσία. Και αυτό διότι η διαδικασία της πολιτογράφησης πραγματοποιείται με ιδιαίτερα απλουστευμένο και πρόχειρο τρόπο για τους μετανάστες της δεύτερης γενιάς και εντελώς αυτόματα για τους μετανάστες της τρίτης γενιάς. Οι διαφορές ανάμεσα στο πρότυπο της Γερμανίας, της Ελβετίας και της Δανίας και στις προτεινόμενες νομοθετικές μεταβολές στην Ελλάδα είναι πολυάριθμες και δεν αφορούν απλώς στους τύπους, αλλά και την ουσία του νόμου. Το προτεινόμενο ελληνικό πλαίσιο ουσιαστικά προχωρεί στην πολιτογράφηση όλων σχεδόν των μεταναστών και των λαθρομεταναστών. Ενώ στην Δανία απαιτείται η οικονομική αυτοσυντήρηση του μετανάστη και η επί εννέα έτη σταθερή παραμονή του και φυσικά η κατά το διάστημα αυτό άμεμπτη από νομικής άποψης συμπεριφορά του, στο προτεινόμενο ελληνικό νομοσχέδιο το διάστημα αυτό μειώνεται δραστικά στα πέντε έτη, χωρίς αυτό το χρονικό διάστημα να απαιτείται να είναι συνεχές, ενώ δεν υπάρχει ρήτρα για την ενδεχόμενη παραβατική συμπεριφορά του μετανάστη. Όσον αφορά δε στην εκπαίδευση των μεταναστών απαιτείται απλώς τριετής υποχρεωτική παρακολούθηση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, δηλαδή ο μετανάστης να έχει φοιτήσει έως την Γ΄ Δημοτικού. Με αυτόν τον τρόπο το ελληνικό κράτος θα καταστεί πόλος έλξης ενός ακατάρτιστου και χωρίς πολιτιστικό υπόβαθρο, πληθυσμού μεταναστών, ενώ στην Δανία και την Ελβετία το νομοσχέδιο λαμβάνει πρόνοια για την προσέλκυση μεταναστών με τεχνικές δεξιότητες και γνώσεις. Σε γενικές δε γραμμές η απόδοση της ιθαγένειας πραγματοποιείται πολύ πιο επιμελημένα και έπειτα από αυξημένο χρονικό διάστημα παραμονής στην εκάστοτε χώρα σε σχέση με το προτεινόμενο ελληνικό νομοσχέδιο. Ενώ στην Δανία απαιτείται η ταυτόχρονη αποποίηση της προγενέστερης ιθαγένειας, στην Ελλάδα ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν εξετάζεται. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ωστόσο, συντηρείται το ψυχικό και ιδεολογικό ρήγμα με το ελληνικό κράτος και δυσχεραίνεται η διαδικασία ομαλής αφομοίωσης των μεταναστών. 2.2 Πρόταση ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής Ο ισχύων Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας (Ν. 3284/2004, δημοσιευμένος στο ΦΕΚ 217/τ.Α΄/2004) παρέχει ένα ασφαλές πλαίσιο ανάπτυξης μίας σύγχρονης μεταναστευτικής πολιτικής, συγχρονισμένης με την πολιτική και νομοθετική πραγματικότητα των ευρωπαϊκών κρατών. Ιδίως η διατήρηση του άρθρου 5 του ισχύοντος Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας αποτελεί προϋπόθεση κοινωνικής σταθερότητας και ομαλής ένταξης των αλλοδαπών μεταναστών στην ελληνική κοινωνία. Το άρθρο έχει ως εξής: «Άρθρο 5. Για τον αλλοδαπό, που επιθυμεί να αποκτήσει την Ελληνική Ιθαγένεια με πολιτογράφηση, απαιτείται να: α) Είναι ενήλικος κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης πολιτογράφησης. β) Μην έχει καταδικασθεί τελεσίδικα, κατά την τελευταία δεκαετία πριν από την υποβολή της αίτησης πολιτογράφησης, σε ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον ενός έτους ή, ανεξαρτήτως ποινής και χρόνου έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης, για εγκλήματα προσβολών του πολιτεύματος, προδοσίας της χώρας, ανθρωποκτονίας από πρόθεση και επικίνδυνης σωματικής βλάβης, εγκλήματα σχετικά με την εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών, τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, διεθνή οικονομικά εγκλήματα, εγκλήματα με χρήση μέσων υψηλής τεχνολογίας, εγκλήματα περί το νόμισμα, αντίστασης κατά της αρχής, αρπαγής ανηλίκων, κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης, εκβίασης, τοκογλυφίας, του νόμου περί μεσαζόντων, πλαστογραφίας, ψευδούς βεβαίωσης, συκοφαντικής δυσφήμισης, λαθρεμπορίας, εγκλήματα που αφορούν τα όπλα, αρχαιότητες, την προώθηση λαθρομεταναστών στο εσωτερικό της χώρας ή τη διευκόλυνση μεταφοράς ή προώθησης τους ή της εξασφάλισης καταλύματος σε αυτούς για απόκρυψη ή για παραβάσεις της νομοθεσίας για την εγκατάσταση και κίνηση αλλοδαπών στην Ελλάδα, γ) Μην εκκρεμεί σε βάρος του απόφαση απέλασης. 2. Για τον αλλοδαπό που είναι αλλογενής απαιτείται επιπλέον να: α) Διαμένει νόμιμα στην Ελλάδα δέκα συνολικά έτη την τελευταία δωδεκαετία πριν από την υποβολή της αίτησης πολιτογράφησης. Για τον ανιθαγενή αλλοδαπό ή για τον αλλοδαπό που έχει αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας αρκεί διαμονή στην Ελλάδα πέντε ετών μέσα στην τελευταία δωδεκαετία πριν από την υποβολή της αίτησης. Στον ανωτέρω κατά περίπτωση απαιτούμενο χρόνο δεν προσμετράται ο χρόνος που διάνυσε ο αλλοδαπός στην Ελλάδα ως διπλωματικός ή διοικητικός υπάλληλος ξένης χώρας. Η χρονική προϋπόθεση της δεκαετούς διαμονής δεν απαιτείται γι' αυτόν που είναι σύζυγος Έλληνα ή Ελληνίδας, διαμένει τουλάχιστον επί μία τριετία στην Ελλάδα και έχει αποκτήσει τέκνο, καθώς και για εκείνον που έχει γεννηθεί και κατοικεί συνεχώς στην Ελλάδα. Για τους συζύγους Ελλήνων διπλωματικών υπαλλήλων που έχουν συμπληρώσει, οποτεδήποτε, ένα έτος διαμονής στην Ελλάδα και υπηρετούν στο εξωτερικό, προσμετράται για τη συμπλήρωση του παραπάνω χρόνου και ο χρόνος παραμονής τους στο εξωτερικό λόγω της υπηρεσίας των Ελλήνων συζύγων τους. β) Έχει επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής ιστορίας και γενικά του ελληνικού πολιτισμού. 3. Αθλητές Ολυμπιακών αθλημάτων που έχουν συμπληρώσει πενταετή νόμιμη παραμονή στην Ελλάδα κατά την τελευταία δωδεκαετία, μπορούν να αποκτήσουν την Ελληνική Ιθαγένεια, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 9 του παρόντος Κώδικα, εφόσον έχουν δικαίωμα να αγωνιστούν στην αντίστοιχη ελληνική εθνική ομάδα, σύμφωνα με τους διεθνείς κανονισμούς του οικείου αθλήματος, μετά από εισήγηση της οικείας εθνικής ομοσπονδίας και σύμφωνη γνώμη της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής». Ενδεχόμενες τροποποιήσεις στην ισχύουσα νομοθεσία είναι δυνατόν να αφορούν επιμέρους διατυπώσεις του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όχι όμως την ουσία του. Οι υποψήφιοι προς πολιτογράφηση αλλοδαποί θα πρέπει να υποβάλλουν σχετικό αίτημα προς τις ελληνικές αρχές, το οποίο δέον, όπως εξετάζεται άπαξ, ήτοι δεν θα πρέπει να υφίσταται δυνατότητα εκ νέου υποβολής αιτήματος πολιτογράφησης ή η δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά ενδεχόμενης απορριπτικής απόφασης. Οι ελάχιστες τυπικές προϋποθέσεις, τις οποίες θα πρέπει να πληροί ο υποψήφιος προς πολιτογράφηση, είναι δυνατόν να είναι οι εξής: α. Να είναι ενήλικος κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης πολιτογράφησης. β. Να είναι μόνιμος και νόμιμος κάτοικος του ελληνικού κράτους για συνεχόμενο χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών πριν από την υποβολή της αίτησης πολιτογράφησης. [αντί για 12, όπως ίσχυε έως τώρα με τον Ν. 3284/2004] γ. Να έχει στην κατοχή του άδεια ή δικαίωμα διαμονής. δ. Να έχει λευκό ποινικό μητρώο. Να μην έχει καταδικαστεί σε κάποιο είδος φυλάκισης και να μην εκκρεμούν κατηγορίες εναντίον του. ε. Να αποδέχεται τις αρχές του ελληνικού Συντάγματος. στ. Να μη θέτει σε κίνδυνο την εσωτερική ή εξωτερική ασφάλεια του ελληνικού κράτους. ζ. Να γνωρίζει την ελληνική γλώσσα σε ικανοποιητικό επίπεδο. η. Να έχει αφομοιωθεί από πολιτιστικής άποψης, ήτοι να έχει επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής ιστορίας και γενικά του ελληνικού πολιτισμού. θ. Να έχει την δυνατότητα οικονομικής συντήρησης τόσο του εαυτού του όσο και των μελών της οικογένειάς του, χωρίς να λαμβάνει κρατικό επίδομα. ι. Να αποποιηθεί της προηγούμενης ιθαγένειάς του. Εξαιρούνται οι πολίτες κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι μπορούν να διατηρήσουν την ιθαγένεια της χώρας προέλευσής τους. Τα τέκνα αλλοδαπών γονέων, τα οποία έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, λαμβάνουν την ελληνική υπηκοότητα μόνον σε περίπτωση που έχουν γεννηθεί μετά την 1/1/2010 και ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α. τουλάχιστον ο ένας εκ των δύο γονέων του τέκνου πρέπει να διέθετε οκτώ (8) έτη νόμιμης και μόνιμης διαβίωσης στην Ελλάδα προτού το τέκνο γεννηθεί. Και πάλι η ελληνική ιθαγένεια δεν θα απονέμεται κατά τρόπο αυτόματο, αλλά κατόπιν σχετικής υποβολής αίτησης κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στη συμπλήρωση των δεκαοκτώ έως και τα είκοσι τρία έτη. Η ενσωμάτωση των μεταναστών πρέπει να είναι σταδιακή και ομαλή, ώστε να αντιστοιχεί προς τις δυνατότητες του ελληνικού κράτους και προς την ικανότητα αφομοίωσης της ελληνικής κοινωνίας. Κρίνεται επιτακτική η ίδρυση Υπουργείου Μετανάστευσης, Ενσωμάτωσης και Εθνικής Ταυτότητας κατά το πρότυπο του γαλλικού Υπουργείου Μετανάστευσης, Αφομοίωσης, Εθνικής Ταυτότητας και Κοινής Ανάπτυξης (Ministère de l’immigration, de l’integration, de l’identité nationale et du développement solidaire). Διακηρυγμένοι σκοποί του προτεινόμενου ελληνικού Υπουργείου είναι δυνατόν να είναι: α. Η ενσωμάτωση των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία β. Ο έλεγχος των διεθνών μεταναστευτικών ροών. γ. Η προβολή της Κυρίαρχης Εθνικής και Ευρωπαϊκής Κουλτούρας στο πλαίσιο της πραγματικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. δ. Η ενίσχυση της συλλογικής ταυτότητας της ελληνικής κοινωνίας.