Αρχική Πολιτική συμμετοχή ομογενών και αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα και μακροχρόνια στην ΕλλάδαΆρθρο 1Σχόλιο του χρήστη Παναγιώτης Βαρλάγκας | 7 Ιανουαρίου 2010, 15:06
Υπουργείο Εσωτερικών Σταδίου 27, Αθήνα 10183 Τηλ.:2131364000, Email: info@ypes.gr email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@ypes.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
@ "Κωνσταντίνος" - — 7 Ιανουαρίου 2010 @ 14:32 Αντί πολλών από την έγκυρη εφημερίδα "Το Βήμα" Ο Ξένιος Ζευς δεν ζει πια εδώ Ο δεκάλογος του καλού ρατσιστή ΤΑΝΙΑ ΜΠΟΖΑΝΙΝΟΥ | Κυριακή 26 Απριλίου 1998 http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=34&artid=98634&dt=26/04/1998 "Η κάθοδος των Αλβανών Η «κάθοδος» των Αλβανών στην Ελλάδα δεν είναι νέο φαινόμενο (ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε καταγωγή από την Ιλλυρία ενώ, από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες της Επανάστασης, ο Γεώργιος Κουντουριώτης ήταν Αρβανίτης, και μάλιστα μιλούσε σπαστά ελληνικά). Περιοδικά στην Ιστορία (στην οποία πολλοί προστρέχουν συχνότερα του επιτρεπτού) κύματα Αρβανιτών εγκαθίσταντο στην Ελλάδα και αφομοιώνονταν. Τον καιρό του Βυζαντίου, λ.χ., η κάθοδος των Αρβανιτών γινόταν με γράμματα βασιλικά και είχε στρατιωτικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με το σύστημα που ίσχυε τότε για τους στρατιωτικούς εποικισμούς, τους παρεχωρείτο γη για να καλλιεργούν, γεγονός που υποβοηθούσε την ενσωμάτωσή τους. Αυτό είναι φανερό σε πολλά τοπωνύμια (π.χ. Μάνη, όνομα που αναφέρεται από τον 8ο αιώνα και σημαίνει «μουριά», ή Πλάκα που στα αρβανίτικα σημαίνει γερασμένη, παλιά) και λέξεις που έχουν περάσει στην ελληνική γλώσσα (καλαμπόκι, κοκορέτσι, μπαμπέσης, μπέσα, μπεσαλής, πλιάτσικο, σβέρκος, τσούπρα, φάρα, φλογέρα). Επιπλέον, θα μπορούσε να πει κανείς, φαίνεται και στις ψυχολογικές αντιδράσεις των Αλβανών που μεταναστεύουν στην Ελλάδα σήμερα. Ο προαναφερθείς δημοσιογράφος, λ.χ., όταν ρωτήθηκε πού αποδίδει την έξαρση της ξενοφοβίας προς τους συμπατριώτες του, έκανε λόγο για «υποκινούμενες εκδηλώσεις» από «ξένους δακτύλους» που «έχουν συμφέροντα» από τη μη ειρηνική συνύπαρξη των δύο λαών. Οποία ομοιότης με την τόσο γνώριμη τάση των Ελλήνων να προτείνουν θεωρίες συνωμοσίας για να «εξηγήσουν» οποιοδήποτε πρόβλημα. 1 Αρχίζει κάθε πρόταση με το «Εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά...». 2 Τελειώνει κάθε πρόταση με το «... γιατί η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες». 3 Εχει ρομαντική και ωραιοποιημένη άποψη για τους έλληνες μετανάστες προηγούμενων δεκαετιών. 4 «Μήπως είσαι κι εσύ Αλβανός;» ρωτά με καχυποψία όποιον τολμήσει να υπερασπιστεί τους λαθρομετανάστες. 5 Οταν ο νόμος αποδεικνύεται ανίκανος να προστατεύσει τα συμφέροντά του, παίρνει τον νόμο στα χέρια του. 6 Κραδαίνοντας το όπλο του, δηλώνει ότι πρώτα θα σκοτώσει και μετά θα κάνει ερωτήσεις. 7 Προσλαμβάνει αλβανούς λαθρομετανάστες επειδή είναι πιο φθηνοί αλλά όταν έρθει η ώρα να τους πληρώσει τους καταδίδει στην αστυνομία για να απελαθούν απλήρωτοι. 8 Και μετά ισχυρίζεται ευθαρσώς: «Αντί να μας λένε ευχαριστώ, μας σκοτώνουν κιόλας». 9 Αποδίδει συνολικά το πρόβλημα της ανεργίας στο ότι «οι Αλβανοί μάς παίρνουν τις δουλειές». 10 Διατείνεται ότι αγαπά τους Βορειοηπειρώτες (διαχωρίζοντάς τους από τους Αλβανούς) αλλά μόλις συναντήσει κάποιον Βορειοηπειρώτη τον εξαιρεί από την αγάπη του, γιατί «είναι Αλβανός που ισχυρίζεται ψέματα ότι είναι Βορειοηπειρώτης». Μήπως είστε (και εσείς) Αλβανός Ο Κώστας Μπίρης, στο βιβλίο του «Αρβανίτες», παραθέτει επίθετα αρβανίτικης προέλευσης όπως προκύπτουν από καταλόγους ονομάτων καπεταναίων και απλών στρατιωτών που αναφέρονται σε έγγραφα του βενετικού αρχείου και άλλα κείμενα του 15ου και 16ου αιώνα. Επίθετα που έχουν επιβιώσει ως σήμερα, εξελληνισμένα τόσο ώστε να θεωρούνται πλέον ελληνικά, παρ' ότι δεν παύουν να υποδηλώνουν αρβανίτικη καταγωγή. Αδάμος (και Αδάμης) Βαρλάμης (συχνό στη Σπάρτη) Βέρβερης (τυφλός) Βλαντής Γιάτας (μακρύς) Γκάζας (γελαστός) Γκέρμπεσης (Γερβάσιος) Γκίνης (Γιάννης, συχνό στην Υδρα, στο Κορωπί, στα Καλύβια του Κουβαρά και στον Μαραθώνα) Γκιόλμας Γκλιάτης (μακρύς) Γκολέμης (λαίμαργος, συχνό στο Μενίδι και στον Μαραθώνα) Γκούμας (Γιακουμής, Ιάκωβος) Γκρίτσας (συχνό στο Μενίδι) Ζαπάντης Καβάσιλας Καγκάδης (τραγουδιστός, συχνό στην Κέρκυρα, στην Καρυστία και στη Βοιωτία) Κακαβάς (συχνό στην Καρυστία και στο Λιόπεσι Αττικής) Κακαρούκας (κακοκυλημένος, συχνό στη Λιβαδειά) Καλέντζης (γανωτζής) Καλέσης (μαλλιαρός) Κάμιζας (της πλούσιας) Κάμπασης (κάμπες = πεζός) Κανάκης Καντρέβας (συμμαζεμένος) Καπαρέλης Κασνέσης Κέκης (κακός, πονηρός συχνό στη Χασιά Αττικής) Κόκος (Κώστας) Κόκλας (συχνό στη Χασιά Αττικής) Κολόσης (Νικολάκης) Κομποθέκρας (χειρόβολο από σίκαλη) Κόντος (συχνό στα Καλύβια της Χασιάς στην Αττική) Κόρεσης (θεριστής) Κότσικας (κοκάλας, συχνό στην Κάρυστο) Κούκης (κόκκινος) Κουρτέσης Κούτσης (κουτάβης, συχνό στις Σπέτσες και στο Τάχι των Θηβών) Κράψας Κριεκούκης (κοκκινομάλλης) Κριεμπάρδης (ασπρομάλλης) Κυριάκης Λάντας (δρυς;) Λότσας (φίλος) Λουκίσας (της χήρας του Λουκά, συχνό στα Καλύβια της Χασιάς) Λούσης (λιουσ = λάτρης, ικέτης) Μαζαράκης Μάζης (κορυφαίος) Μάνεσης (βραδύς) Μάριζας (της Μαρίτσας) Μαύρεσης Μέγκουλας Μελέτης Μενάγιας Μέξας (συχνό στις Σπέτσες, στην Κέρκυρα και στην Ηπειρο) Μόλας (μόλε = μήλο) Μουζάκης Μπανίκας Μπάρδης (άσπρος, συχνό στα Μεσόγεια και στη Χασιά της Αττικής) Μπαρμπάτης Μπάρτσης (μπάρτσα = γίδα, συχνό στο Μαρκόπουλο της Αττικής) Μπάστας Μπελόκας Μπελούσης Μπέτσης Μπίμπης (πουλί πάπιας, χήνας ή γάλου συχνό στα Λιόσια και στη Μάνδρα Αττικής) Μπισκίνης (μπέσε = πίστη, κένι = σκύλος) Μπόζος (βαρέλας) Μπόρσας (πουγκής) Μπούας Μπούζης (χειλάς) Μπουζίκης Μπούκουρας (ωραίος) Μπούμπας (μαμούνας) Μπόχαλης (μπόχα = σκόνη) Ντόριζας (μικροχέρης) Παναρίτης (από το Φανάρι) Πέτας (πίτας) Πρίφτης (παπάς, συχνό στην Κορώνη, στα Σπάτα και στην Κερατέα) Προγόνης Προκόπης Ρένεσης (ψεύτης) Σγούρης Σκλέπας (κουτσός) Σκλήρης (συχνό στη Βοιωτία) Σκούρας Σούγκρας (που τσουγκρίζει) Σούκουλας (κουρελής) Σούλης (ψηλός, λεβέντης) Σουμάκης Σούρπης (ρουφηχτής) Σπάτας (σπάθας) Στίνης (που σπρώχνει) Σχηματάρης (κομψευόμενος) Τάτσης (Δημητράκης) Τσαμαντάς (τσα- ή χαϊ- μ' ντα = πήγαινε πιο κοντά) Τσαπόγας (ψηλοπόδαρος, συχνό στη Μεσσηνία) Φούντης (πάτος) Χαϊκάλης (κάλι = άλογο, συχνό στο Μενίδι) Χέλμης (φαρμάκης)"