Αρχική Ηλεκτρονική ΔιακυβέρνησηΆρθρο 1 Αντικείμενο/Σκοπός του νόμουΣχόλιο του χρήστη ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ | 28 Ιανουαρίου 2011, 18:53
Υπουργείο Εσωτερικών Σταδίου 27, Αθήνα 10183 Τηλ.:2131364000, Email: info@ypes.gr email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@ypes.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ Χρήστου Παπασωτηρίου του Ιωάννου, Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, κατοίκου Αθηνών, οδός Ευβοίας 36 Β΄. ΖΗΤΗΜΑ: Επί του τιθεμένου σε δημοσία διαβούλευση ζητήματος του σχεδίου Νόμου για την ‘ηλεκτρονική διακυβέρνηση’, υποβάλλομε δημοσίως την παρούσα γνωμοδότηση, η οποία συνετάχθη σύμφωνα με τον Κώδικα Περί Δικηγόρων. Σύμφωνα με το περιεχόμενο των προτάσεων της διαβουλεύσεως, ως ενδεικτικά θέματα προβληματισμού και εκφράσεως απόψεων προτείνονται από το Υπουργείο Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης τα εξής: 1. Η βελτίωση της εξυπηρέτησης των πολιτών και των επιχειρήσεων από τις υπηρεσίες της δημόσιας διοίκησης, με όρους αποτελεσματικότητας και διαφάνειας. 2. Η μείωση της γραφειοκρατίας με την αξιοποίηση των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών. 3. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής των πολιτών. 4. Η προστασία της ασφάλειας των συναλλαγών. ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Άρθρο 9α Συντάγματος "Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από την συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει". Άρθρο 5 Ν. 2472/1997 «1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων ή για τη λήψη μέτρων κατόπιν αιτήσεως του υποκειμένου κατά το προσυμβατικό στάδιο. β) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο. γ) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου, εάν αυτό τελεί σε φυσική ή νομική αδυναμία να δώσει τη συγκατάθεσή του. δ) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δημόσιου συμφέροντος ή έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή ή έχει ανατεθεί από αυτή είτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε σε τρίτο, στον οποίο γνωστοποιούνται τα δεδομένα. ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών». Άρθρο 25 Συντάγματος "1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. " 2. Η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη». Άρθρο 93 παρ. 4 Συντάγματος «4. Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Όπως αμέσως εκ του άρθρου 9α του Συντάγματος προκύπτει, όλοι οι κάτοικοι της Χώρας δικαιούνται προστασίας από την συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών τους δεδομένων. Εξ ίσου από την ίδια αυτή διάταξη, η θέσπιση της οποίας κατέστη αναγκαία, ένεκα της ραγδαίας εξελίξεως της συγχρόνου τεχνολογίας και της εντάξεως των ηλεκτρονικών υπολογιστών σε όλο το φάσμα της καθημερινής ζωής και δη της οικονομικής, προκύπτει αμέσως ότι η συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών δεδομένων των πολιτών και κατοίκων της Χώρας, συνιστά μία εξ ορισμού παράνομη πράξη, για την οποία ο καθένας δικαιούται δικαστικής και εν γένει κρατικής προστασίας. Κατά συστηματική ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως, εντασσομένης στο κεφάλαιο περί ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του Συντάγματος, το ως άνω εκ του άρθρου 9α Σ. ατομικό δικαίωμα υποχρεούνται να σέβονται και να προστατεύουν όλα ανεξαιρέτως τα όργανα και οι υπάλληλοι του Κράτους, των Ο.Τ.Α. και των ν.π.δ.δ. και των τριών λειτουργιών του Κράτους, οία τα Υπουργεία, τα μέλη του Νομοθετικού Σώματος, οι Αστυνομικές, Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές. Η ειδική υποχρέωση προστασίας, την οποία έναντι των πολιτών υπέχουν οι εν λόγω Αρχές και δημόσια εν ευρεία όργανα ως προς την συλλογή, επεξεργασία και χρήση με ηλεκτρονικά μέσα των προσωπικών δεδομένων των πολιτών, εκπηγάζει ρητώς τόσο εκ του άρθρου 9α, όσο και εκ των άρθρων 25 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος. ΕΠΕΙΔΗ στο προτεινόμενο υπό του ως άνω Υπουργείου νομοσχέδιο εντοπίζονται κρίσιμες περιπτώσεις αντισυνταγματικότητος, με πλέον σημαντικές τις προβλεπόμενες στα άρθρα 7, 8 παράγραφοι 1, 3 και 4, καθώς και στα άρθρα 10 και 18. Ειδικώτερα σε ό, τι αφορά στο άρθρο 7 του προτεινομένου νομοσχεδίου, εξαγγέλλοντος στην παρ. 3 αυτού ότι κατά τον σχεδιασμό, διαμόρφωση και προμήθεια πληροφοριακών συστημάτων και υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης γίνεται αξιολόγηση των επιπτώσεών τους στην ιδιωτικότητα και στην προστασία προσωπικών δεδομένων, διά της παρούσης και εκ προοιμίου επισημαίνεται ότι ουδεμία νοείται επίπτωση στα προσωπικά δεδομένα και στην ιδιωτική ζωή των πολιτών, τα οποία κατά το Σύνταγμα και του άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτελούν αγαθά απολύτως απαραβίαστα και αρρήκτως συνυφασμένα με την ίδια την προσωπικότητα του ατόμου, η οποία και διασφαλίζεται υπό του άρθρου 5 του Συντάγματος. Επί πλέον η παροχή τέτοιων υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης θα είναι παράνομος ως αντισυνταγματική, εφ’ όσον δεν προηγείται πάντοτε η προηγουμένη ρητή συναίνεσις του πολίτη ως προς την συναφή συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος που τον αφορούν και μάλιστα με ευκρινή (προηγουμένη) καταγραφή των κατά περίπτωση συλλεγομένων πληροφοριών και δεδομένων. Ακόμη διά του προτεινομένου Νόμου παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η παροχή των υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, δεδομένης της μικράς εξοικειώσεως των πολιτών με τις νέες τεχνολογίες και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αλλά και του αντικειμενικώς ποικίλου και παραλλάσσοντος εύρους εκπαιδεύσεως και γνώσεων, επιβάλλεται εκ των άρθρων 9α του Συντάγματος και 5 Ν. 2472/1997 να περιλαμβάνει πάντοτε προ πάσης συλλογής, επεξεργασίας και χρήσεως δεδομένων – πλέον της κατά τα ανωτέρω ρητής συναινέσεως – και την ρητή επισήμανση προς κάθε άτομο, το οποίο επιθυμεί να δεχθεί τις υπηρεσίες αυτές, ότι έχει το δικαίωμα να προστατεύεται από την εν λόγω συλλογή, επεξεργασία και χρήση και ωσαύτως να αρνείται την παροχή των υπηρεσιών αυτών. Παρά την κατ’ άρθρα 9α και 25 του Συντάγματος προβλεπομένη νόμιμη υποχρέωση των οργάνων του Κράτους να προστατεύουν τους πολίτες από την συλλογή, επεξεργασία και χρήση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος των πολιτών, παρατηρούνται στο προτεινόμενο νομοσχέδιο οι κατωτέρω αξιομνημόνευτες αντιφάσεις και παραλείψεις, οι οποίες κατατείνουν στην παραβίαση του συγκεκριμένου ατομικού δικαιώματος. Διά της παρούσης προτείνονται οι εξής βασικές αρχές, οι οποίες πρέπει να θεσπισθούν στον Νόμο: α΄) η δυνατότης του πολίτου να έχει πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα και πληροφορίες που συλλέγονται για το άτομό του και το επάλληλο δικαίωμά του να έχει αναλυτική καταγραφή σε έντυπη μορφή με σχετική (έντυπη) επικύρωση από Δημόσια Αρχή όλων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος που τον αφορούν, β΄) η ρητή απαγόρευση αυτεπαγγέλτου ενημερώσεως του προσωπικού φακέλλου παντός πολίτου με νέα δεδομένα, άνευ προηγουμένης ενημερώσεώς του και άνευ προηγουμένης ρητής εγγράφως συναινέσεώς του, προκειμένου να αποφευχθούν περιπτώσεις κακοβούλων ενεργειών, καθ’ όλου σπανίων στον λεγόμενο ‘κυβερνοχώρο’, γ΄) η διηνεκής υποχρέωση πάσης δημοσίας, δημοτικής και δημοσίας εν γένει Αρχής, η οποία είτε κατά μόνας είτε εν συνεργασία με πάσα ετέρα Αρχή προτίθεται να ποιηθεί χρήση των συλλεχθέντων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος των πολιτών να ενημερώνει πάντοτε κάθε πολίτη, προτού προβεί σε οιανδήποτε χρήση και να μη ποιείται τοιαύτη χρήση εν περιπτώσει μη εγγράφου συναινέσεως του πολίτου, δ΄) η ρητή παντελής απαγόρευση διακινήσεως προς άλλους ιδιώτες ή ιδιωτικούς φορείς (ήτοι προς άλλα πλην του ενδιαφερομένου πολίτη φυσικά πρόσωπα, ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου) πάσης πληροφορίας αφορώσης σ’ αυτόν, ε΄) η καθιέρωση αυστηρών ποινικών κυρώσεων από την παράνομη συλλογή, επεξεργασία, χρήση και διακίνηση πληροφοριών και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος, τα οποία απεκτήθησαν κατά την παροχή των υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβερνήσεως και εναντίον των δημοσίων, δημοτικών κλπ. κρατικών οργάνων, υπαλλήλων και τρίτων εν γένει προσώπων, καθώς και αντίστοιχο δικαίωμα αμέσου αποζημιώσεως των θιγομένων πολιτών, με πρόβλεψη ελαχίστου ποσού αποζημιώσεως από τον υπαίτιο υπάλληλο κλπ., το οποίο θα δύναται ο θιγόμενος πολίτης να αξιώνει. Φυσικά, ακόμη και αν δεν προβλεφθούν ρητώς οι ως άνω ρήτρες στις διατάξεις του θεσπιζομένου Νόμου, ο θιγόμενος πολίτης, εν περιπτώσει παρανόμου, άνευ της συναινέσεώς του ως προς την συλλογή και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος ή άνευ προηγουμένης συναφούς κατά τα ανωτέρω ενημερώσεως του, δικαιούται δικαστικής προστασίας και αναλόγου αποζημιώσεως κατά τις περί προσωπικότητος διατάξεις του Νόμου. ΕΠΕΙΔΗ σε ό, τι αφορά στο άρθρο 8 του προτεινομένου νομοσχεδίου επισημαίνονται τα εξής: Ως προς την παράγραφο 1: Η παράγραφος 1 αντιβαίνει συλλήβδην προς το άρθρο 9α του Συντάγματος και τον Ν. 2472/1997, καθ’ όσον περιλαμβάνει την δυνατότητα χρήσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος για στατιστικούς λόγους ή για την βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών μέσω της προτεινομένης μεθόδου της ‘ανωνυμοποίησης’, η οποία ειρήσθω ότι νομικώς τυγχάνει τόσο πρωτοφανής και αδόκιμος, όσο και η ίδια η λέξη, με την οποία επιδιώκεται να σημανθεί η σχετική έννοια. Όμως η ‘ανωνυμοποίηση’, δηλαδή η απόκτηση, επεξεργασία κλπ. δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος χωρίς την περαιτέρω κοινοποίηση των στοιχείων ταυτότητος του ενδιαφερομένου, όχι μόνο δεν επαρκεί καθ’ όλου για την προστασία αυτών των προσωπικών δεδομένων, τα οποία συλλήβδην απαγορεύεται να αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας και για οποιονδήποτε λόγο, αλλά πρώτος ο αμέσως επεξεργαζόμενος αυτά και οι προστήσαντες αυτόν θα γνωρίζουν δίκην αλαθήτων και προφανώς ανελέγκτων αυθεντιών, όχι απλώς τα προσωπικά δεδομένα παντός εν γένει προσώπου, αλλά και το όνομα και τα λοιπά στοιχεία, τα οποία προσδιορίζουν το άτομο. Πρόκειται για διάταξη, η οποία επιφέρει επί της ουσίας καταστρατήγηση των διατάξεων των άρθρων 9α και 25 του Συντάγματος, ως και του Νόμου 2472/1997 περί προστασίας προσωπικών δεδομένων. Και τούτο διότι κάθε επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων μόνον με την προηγουμένη ρητή συγκατάθεση του προσώπου δύναται να γίνει, όπως προβλέπεται υπό των διατάξεων του άρθρου 9α του Συντάγματος και του Ν. 2472/1997. Η παρούσα διατύπωσις του προτεινομένου Νόμου θα επιφέρει μετά βεβαιότητος την κήρυξή του ως αντισυνταγματικού και κανένα Δικαστήριο δεν θα την εφαρμόζει, συμφώνως προς το άρθρον 93 παρ. 4 του Συντάγματος. Συνεπώς, χάριν της εξασφαλίσεως της συνταγματικότητος του εν λόγω Νόμου και δη της παραγράφου 1 του άρθρου 8, προτείνεται διά της παρούσης η παράγραφος 1 να διατυπωθεί ως εξής: «Περαιτέρω χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για στατιστικούς λόγους ή για τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται αποκλειστικώς και μόνον με την έγγραφη συγκατάθεση των φυσικών προσώπων ή των νομίμων εκπροσώπων τους κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον ν. 2472/97 για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως ισχύει». Ως προς την παράγραφο 3: Η παράγραφος 3, η οποία σχετίζεται με τις ειδικώτερες λεπτομέρειες για την εκ μέρους τής Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρος ενημέρωση των προσώπων διά διοικητικής πράξεως και την συναφή παροχή συγκαταθέσεως από τους ενδιαφερομένους δεν δύναται να εφαρμοσθεί στην πράξη λόγω του απροσδιορίστου εύρους των περιπτώσεων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος. Αλλά και ο σκοπός και η αποστολή τής εν λόγω Ανεξαρτήτου Διοικητικής Αρχής, εξ ορισμού συνιστάμενος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων και στον έλεγχο των εκ μέρους των κρατικών κλπ. Αρχών περιπτώσεων συλλογής, επεξεργασίας κλπ. προσωπικών δεδομένων, επιβάλλουν την αποφυγή τόσο του ενδεικτικού, όσο και του αποκλειστικού, περιπτωσιολογικού – αντικειμενικώς ανεφίκτου – προσδιορισμού των ειδικωτέρων λεπτομερειών για την ενημέρωση των προσώπων και την παροχή της συγκαταθέσεώς των για την συλλογή, επεξεργασία και χρήση των στοιχείων που τα αφορούν. Γιατί μία τέτοια περίπτωση, όπως προβλέπεται στο νομοσχέδιο, δεν αντιβαίνει απλώς στην ειδική αποστολή της εν λόγω Αρχής, τα μέλη της οποίας, ως κρατικοί υπάλληλοι οπωσδήποτε βαρύνονται με την κατ’ άρθρο 9α Σ. υποχρέωση προστασίας των πολιτών από την συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών δεδομένων των πολιτών, αλλά συνιστά περιορισμό του νομίμου δικαιώματος προηγουμένης ενημερώσεως και συγκαταθέσεως. Διά του νομοσχεδίου παραγνωρίζεται η αποστολή της ως άνω Ανεξαρτήτου Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, η οποία επ’ ουδενί δύναται να παίξει, τον προτεινόμενο σ’ αυτό ρόλο, ήτοι ρόλο αντίθετο προς τον θεσπισθέντα και προβλεπόμενο εις τον διέποντα αυτήν Νόμο. Καθ’ όσον ο ρόλος της είναι η προστασία των πολιτών από την συλλογή, επεξεργασία και χρήση προσωπικών τους δεδομένων. Τοιουτοτρόπως επιβάλλεται δυνάμει των ειρημένων διατάξεων του Συντάγματος και του Ν. 2472/1997 η πλήρης απάλειψη της παραγράφου 3 του νομοσχεδίου ως αντισυνταγματική. Επί της παραγράφου 4. Ωσαύτως και δη για τους λόγους, οι οποίοι επεσημάνθησαν ανωτέρω επί της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου 8 του υπό κρίσιν νομοσχεδίου, και η παράγραφος 4 τυγχάνει αντισυνταγματική και πρέπει να απαλειφθεί εντελώς από το τελικό κείμενο του Νόμου. Άλλως πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως, εις τρόπον ώστε να προβλέπεται τουλάχιστον ότι: «Οι εν ευρεία εννοία κρατικές αρχές και υπηρεσίες υποχρεούνται να εξαρτούν την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης πάντοτε από την προηγουμένη ρητή συγκατάθεση των προσώπων για την περαιτέρω επεξεργασία δεδομένων που τα αφορούν είτε για στατιστικούς σκοπούς και για σκοπούς βελτίωσης των παρεχομένων υπηρεσιών είτε για την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στο μέλλον». Διαφορετικά υπό την προτεινομένη υπό του νομοσχεδίου διατύπωση, η εν λόγω αντισυνταγματική διάταξη δύναται να ιδρύσει δικαίωμα αποζημιώσεως των θιγομένων πολιτών κατά τις περί προσωπικότητος διατάξεις του Νόμου. ΕΠΕΙΔΗ σε ό, τι αφορά στο άρθρο 10 παρ. 1 του προτεινομένου νομοσχεδίου και τα δι’ αυτού προβλεπόμενα δικαιώματα ηλεκτρονικής επικοινωνίας και χρήσεως τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών των φυσικών προσώπων και των ν.π.ι.δ. και την συναφή εκ μέρους τους απόκτηση αντιγράφων εκ δημοσίων εγγράφων, πάλι πρέπει να προστεθεί ότι η απόκτηση των εν λόγω αντιγράφων, πληροφοριών κλπ. δύναται να πραγματοποιηθεί, μόνον εφ’ όσον αφορά σε έγγραφα που αφορούν αποκλειστικώς το αιτούν (και όχι άλλο) φυσικό πρόσωπο και τα ν.π.ι.δ. Και τούτο, επειδή η εν λόγω διάταξη, όπως προτείνεται διά του νομοσχεδίου, βασίμως καταλείπει την εντύπωση ότι οι δεχόμενοι τις υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβερνήσεως θα δύνανται να έχουν πρόσβαση σε όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, πληροφορίες, δεδομένα και στοιχεία, τα οποία θα τηρούνται ηλεκτρονικώς στην κεντρική βάση δεδομένων. Εάν, όμως, αυτός είναι ο σκοπός του προτεινομένου Νόμου και εφ’ όσον παραμείνει η ίδια διατύπωση, τότε συντρέχει ετέρα βαρυτάτη περίπτωση αντισυνταγματικότητος και προσβολή του άρθρου 9α του Συντάγματος εις βάρος των τρίτων, πλην του εκάστοτε αιτούντος την απόκτηση των εγγράφων. ΕΠΕΙΔΗ ομοίως αντισυνταγματική, ως αντιβαίνουσα στο άρθρο 9α Σ. τυγχάνει και η ρύθμιση, η προβλεπομένη στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 18, που αφορά στην μεταξύ των φορέων του Δημοσίου Τομέως χρήση Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνιών, κατά την μεταξύ τους επικοινωνία, διακίνηση και ανταλλαγή εγγράφων και δεδομένων, και δη για τους λόγους, οι οποίοι επισημαίνονται ανωτέρω στις παραγράφους 1 και 4 του προτεινομένου άρθρου 8. Η εν λόγω αντισυνταγματικότης δύναται να θεραπευθεί μόνον διά της προσθήκης της φράσεως: «κατόπιν αναλυτικής και πλήρους ενημερώσεως του ενδιαφερομένου φυσικού προσώπου ή ν.π.ι.δ. και με την ρητή πάντα συναίνεσή του». Εν όψει των ανωτέρω και επί του προτεινομένου σχεδίου Νόμου έχω την γνώμη: α΄) ότι απαιτείται η ρητή σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Ν. 2472/1997 νομοθετική πρόβλεψη της προηγουμένης εκάστοτε πλήρους ενημερώσεως και εγγράφου συναινέσεως των πολιτών, προκειμένου να πραγματοποιείται συννόμως πάσα συλλογή και επεξεργασία δεδομένων και πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρος, χάριν της παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης προς κάθε πολίτη, ο οποίος επιθυμεί την σχετική χρήση υπηρεσιών, β΄) ότι η θέσπιση των ως άνω μνημονευομένων ρυθμίσεων στο προτεινόμενο σχέδιο Νόμου θα καταστήσει αυτόν αντισυνταγματικό, γ΄) τα Δικαστήρια, τα όργανα και οι υπάλληλοι του Κράτους, των Ο.Τ.Α. και των ν.π.δ.δ. υποχρεούνται κατά τα άρθρα 25 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος να μη εφαρμόζουν ως αντισυνταγματικές τις διατάξεις του ως άνω προτεινομένου Νόμου, δ΄) οι θιγόμενοι από τις ανωτέρω αντισυνταγματικές διατάξεις του Νόμου, όπως αυτός προτείνεται στο κείμενο της δημοσίας διαβουλεύσεως διά του νομοσχεδίου, δικαιούνται να προσφεύγουν στα αρμόδια Δικαστήρια για την προστασία της προσωπικότητός των από προσβολές του προβλεπομένου εις το άρθρον 9α του Συντάγματος ατομικού δικαιώματος προστασίας από την συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων κατά την εφαρμογή του προτεινομένου Νόμου. Αθήναι 24 Ιανουαρίου 2011 Ο Γνωμοδοτών ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ