Αρχική Κώδικας ΜετανάστευσηςΆρθρο 19: Χορήγηση και ανανέωση αδειών διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγουςΣχόλιο του χρήστη Έρικα Καλαντζή | 19 Οκτωβρίου 2013, 11:16
Υπουργείο Εσωτερικών Σταδίου 27, Αθήνα 10183 Τηλ.:2131364000, Email: info@ypes.gr email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@ypes.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Το σχέδιο του Κώδικα Μετανάστευσης αποτελεί αναμφισβήτητα θετική εξέλιξη για την ασφάλεια δικαίου στην Ελλάδα σε θέματα που αφορούν στη μεταχείριση των αλλοδαπών. Η χορήγηση άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους αποτελεί αναμφισβήτητα βασικό "εργαλείο" για τη διασφάλιση της αξιοπρεπούς (συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας της προσωπικής ελευθερίας) διαβίωσης στην Ελλάδα των αλλοδαπών που δεν δικαιούνται άδειας διαμονής στην Ελλάδα για κάποιον από τους υπόλοιπους λόγους που προβλέπει η μεταναστευτική νομοθεσία. Εν προκειμένω σημειώνεται ότι πρόκειται για "πρακτική" που έχουν υιοθετήσει από μακρό σχεδόν όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΕΜΝ, The different national practices concerning granting of non-EU harmonised protection statuses, 2010, http://ec.europa.eu/dgs/home-affairs/what-we-do/networks/european_migration_network/reports/docs/emn-studies/non-eu-harmonised-protection-status/0_emn_synthesis_report_noneuharmonised_finalversion_january2011_en.pdf). Η κατηγοριοποίηση των περιπτώσεων όπου μπορεί να χορηγηθεί άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους συμβάλει αναμφισβήτητα στη δημιουργία αισθήματος ασφάλειας δικαίου στους ενδιαφερόμενους διοικούμενους. Η εισαγωγή της κατηγορίας των απορριφθέντων αιτούντων άσυλο (εδάφιο στ) της παραγράφου 1 του άρθρου) με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων του ΠΔ 114/2010 (που αποτελεί σωστή επιλογή μιας και δεν συντρέχει λόγος επιβάρυνσης της διοικητικής λειτουργίας διαφορετικού οργάνου - δηλαδή του Υπουργείου Εσωτερικών - αφού όργανα του ελληνικού κράτους - δηλαδή, οι Επιτροπές που υπάγονται στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη - εξετάζουν τις προσφυγές που ασκήθηκαν κατά των αιτημάτων ασύλου που εκκρεμούν επί μακρόν ενώπιον των αστυνομικών αρχών, αρμόδιων για την εξέτασή τους έως την έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας Ασύλου) μόνον ως θετική μπορεί να χαρακτηριστική για τη μεταχείριση των ενδιαφερόμενων αλλοδαπών, κυρίως επειδή πλέον είναι μια η Υπηρεσία που χορηγεί τις άδειες διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Ωστόσο, η αυτούσια μεταφορά της διάταξης του άρθρου 8 του ΠΔ 61/1999 δημιουργεί προβλήματα ερμηνείας όσον αφορά στα χαρακτηριστικά των υποθέσεων των αλλοδαπών που μπορεί να υπαχθούν σε αυτήν την ευνοϊκή ρύθμιση. Και τούτο διότι η λέξη "ιδίως" μπορεί να ερμηνευθεί ως επιτρέπουσα τη διασταλτική ερμηνεία των κριτηρίων που επιτρέπουν τη χορήγηση άδειας διαμονής δυνάμει του εδαφίου στ) της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του σχεδίου του Κώδικα Μετανάστευσης. Στο πλαίσιο της ανάλυσης της αιτιολογικής βάσης αυτής της ρύθμισης θα μπορούσαν να υποστηριχθούν τα εξής: α) το άρθρο 8 του ΠΔ 61/1999 (που ρύθμιζε τη διαδικασία εξέτασης των αιτημάτων ασύλου) είχε υιοθετηθεί όταν αρμόδια για τη χορήγηση αδειών διαμονής στην Ελλάδα ήταν η Ελληνική Αστυνομία (δηλαδή πριν τη μεταφορά της αρμοδιότητας στο Υπουργείο Εσωτερικών), οπότε δεν συνέτρεχε λόγος παραπομπής μιας υπόθεσης που υπαγόταν στο πεδίο εφαρμογής του σε άλλη υπηρεσία - την Υπηρεσία Αλλοδαπών - της Ελληνικής Αστυνομίας). β) Μετά τη μεταβίβαση της αρμοδιότητας χορήγησης αδειών διαμονής στους αλλοδαπούς στο Υπουργείο Εσωτερικών η διάταξη αυτή παρέμεινε εν ισχύ "μεταφερόμενη" αυτούσια στη νομοθεσία που υιοθέτησε το ελληνικό κράτος για τη μεταφορά των Οδηγιών της ΕΕ που ρυθμίζουν θέματα προσφυγικού δικαίου. Και τούτο, γιατί οι σχετικές Οδηγίες (Common European Asylum System, http://ec.europa.eu/dgs/home-affairs/what-we-do/policies/asylum/) και τα αντίστοιχα προεδρικά διατάγματα με τα οποία μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη αποκλείουν από τη χορήγηση διεθνούς προστασίας πρόσωπα που χαρακτηρίζονται επικίνδυνα για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια, χωρίς ωστόσο να προβλέπουν ειδικά για την περίπτωση που η επιστροφή στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής τους ή καταγωγής τους παραβιάζει το θεμελιώδες δικαίωμα στην ελευθερία από τα βασανιστήρια και στην προστασία της ζωής (όπως αυτό προστατεύεται τόσο από το Ελληνικό Σύνταγμα και από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ όσο και από τη νομολογία των διεθνών συμβάσεων που έχει κυρώσει η Ελλάδα, δηλαδή κυρίως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου -http://www.echr.coe.int/Pages/home.aspx?p=home - και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ - http://www.ccprcentre.org/). Ενόψει αυτών των σκέψεων, και δεδομένου ότι το ισχύον καθεστώς εξέτασης των αιτημάτων διεθνούς προστασίας (ΠΔ 113/2013) προβλέπει τη χορήγηση διεθνούς προστασίας στην Ελλάδα για λόγους που αφορούν αποκλειστικά στην εφαρμογή της Σύμβασης του 1951 και/ή Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων και στον υιοθετηθέντα με κείμενα του δικαίου της ΕΕ θεσμό της επικουρικής προστασίας η παροχή της δυνατότητας στα αρμόδια όργανα εξέτασης των αιτημάτων ασύλου να παραπέμπουν υποθέσεις που κατά την κρίση τους είναι αναγκαία η χορήγηση ανθρωπιστικού καθεστώτος για λόγους πέραν των ρητά διατυπωμένων στο εδάφιο στ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αφενός μπορεί να δημιουργήσει ανασφάλεια δικαίου και αφετέρου μπορεί να βλάψει τη δίκαιη και αποτελεσματική διαδικασία εξέτασης των αιτημάτων ασύλου (αφού ενέχει τον κίνδυνο να αποτελέσει "προθάλαμο" του ανθρωπιστικού καθεστώτος). Σε αυτό το πνεύμα επισημαίνεται ότι το σχέδιο του Κώδικα Μετανάστευσης (εδάφια α), β), γ), δ), ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 19, παράγραφος 2 του άρθρου 19, άρθρο 20) προβλέπει στο μέτρο του δυνατού - μιας και η "ζωή υπερβαίνει τη φαντασία του νομοθέτη σε θέματα μετανάστευσης" - τις βασικές τουλάχιστον περιπτώσεις προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής σε πλαίσιο που φαίνεται να λαμβάνει υπόψη τόσο τη σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εν κατακλείδι, προτείνεται από την περίοδο β΄του εδαφίου στ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου να απαλειφθεί η λέξη "ιδίως".