• Σχόλιο του χρήστη 'Κωνσταντίνος Θανόπουλος' | 21 Μαρτίου 2015, 22:11

    Κύριε Κατρούγκαλε είμαι και εγώ ένας από τους περίπου 4.500 επιτυχόντες σε διαδικασίες επιλογής τακτικού προσωπικού του Α.Σ.Ε.Π. και των φορέων των οποίων οι πίνακες έχουν ελεγχθεί από το Α.Σ.Ε.Π., οι οποίοι περιλαμβάνονται σε οριστικούς πίνακες διοριστέων που δημοσιεύτηκαν μετά την 1.1.2009 και δεν έχουν διοριστεί ακόμη. Θεωρώ πολύ σημαντική την ευκαιρία να μας δώσετε τη δυνατότητα να συμμετέχουμε και εμείς στην εθελοντική κινητικότητα του άρθρου 21. Ωστόσο θα πρέπει όμως να τροποιήσετε στην παράγραφο 4 του συγκεκριμένου άρθρου (26) την ημερομηνία μέχρι τις 31.12.2016 σε άμεσα όπως προέβλεπε ο διαγωνισμός τους. Διότι ως συνταγματολόγος που είστε: 1) Η συγκεκριμένη διάταξη, δεν πρέπει να εφαρμοστεί στην περίπτωσή μας, καθώς έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προστασία του δικαιώματος της εργασίας, όπως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο διότι το δικαίωμα εργασίας, ως αξίωση προς εργασία, υποχρεώνει το κράτος να δημιουργεί συνθήκες απασχόλησης όλων των πολιτών, να ακολουθεί δηλαδή πολιτική πλήρους απασχόλησης (Δαγτόγλου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, β’ Τόμος, σελ. 833). Η υποχρέωση αυτή του Κράτους δεν έχει απλώς κατευθυντήριο ή προγραμματικό χαρακτήρα, αλλά αντιθέτως συνιστά νομική υποχρέωση, αποτελώντας κανόνα δικαίου με γενική ισχύ και ιδιαίτερη σημασία ως ερμηνευτικό κανόνα (Δαγτόγλου, ό.π., σελ. 854). Η συμπεριφορά, όμως, του Κράτους δε δύναται να καταλύει τον πυρήνα του δικαιώματος αυτού, καθιστώντας την προστασία του άρθρου 22 παρ. 1 «γράμμα κενό». Έτσι, η (αρνητική) αξίωση του ιδιώτη να μην θέτει το κράτος εμπόδια στην άσκηση του ατομικού δικαιώματος εργασίας του (δεδομένης της διφυούς φύσεως του δικαιώματος εργασίας ως ατομικού και ως κοινωνικού), εμπίπτει και ταυτίζεται με τον πυρήνα/σκοπό του κοινωνικού δικαιώματος εργασίας, το οποίο υποχρεώνει το κράτος να μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης των πολιτών.. Επίσης η ως άνω διάταξη περί σταδιακής μας πρόσληψης μέχρι 31-12-2016 έρχεται σε ευθεία αντίθεση και με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος σύμφωνα με την οποία «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Με τη διάταξη αυτή ανάγεται σε ατομικό δικαίωμα η συμμετοχή στην οικονομική ζωή της χώρας και κατοχυρώνεται η οικονομική ελευθερία κάθε πολίτη. Η ειδική δε πλευρά της οικονομικής ελευθερίας είναι η ελευθερία της εργασίας ως ατομικό πλέον δικαίωμα, δηλαδή το δικαίωμα καθενός να εργάζεται και να επιλέγει ελεύθερα το είδος, τον τόπο και τον χρόνο της εργασίας του. Η ελευθερία αυτή περιλαμβάνει την ελευθερία των συμβάσεων, ήτοι την ελευθερία σύναψης και καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης, την ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου, την ελευθερία διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης κλπ, όπως προβλέπεται ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Με την ελευθερία των συμβάσεων, ως εκδήλωση του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας, δεν συμβιβάζεται κατ’ αρχήν, μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη, περιοριστική της ελευθερίας αυτής, εκτός από τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η ελευθερία αυτή προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων ή ασκείται κατά παραβίαση του Συντάγματος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών. Εν προκειμένω λοιπόν η διάταξη αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι πρόκειται για νομοθετική ρύθμιση με αναδρομική μάλιστα ισχύ, η οποία δεν δικαιολογείται ούτε κατ’ εξαίρεση. Πράγματι, με την αναστολή προσλήψεων, προσβάλλεται η κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα οικονομική ελευθερία ημών ως ήδη επιτυχόντων, οι οποίοι επιλέξαμε να εργαστούμε στην εν λόγω θέση και δημιουργήθηκε σε εμάς η προσδοκία άμεσου διορισμού μας. 2)Επίσης η ως άνω επικαλούμενη διάταξη, δια της οποίας παρεμποδίζεται ο άμεσος διορισμός μας αντίκειται και στην συνταγματικώς κατοχυρωμένη στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Για την προσβολή της τελευταίας, αρκεί μάλιστα, και η εν μέρει και για περιορισμένο χρονικό διάστημα παραβίαση της, προκειμένου να είναι δυνατή η προσβολή του, μιας και αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στην προστασία την ατομικών δικαιωμάτων. Από τα παραπάνω λοιπόν προκύπτει ότι στη συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη, δυνάμει της οποίας το κράτος αρνείται το διορισμό μας, ενυπάρχει εγγενής αντισυνταγματικότητα, καθώς ο κανόνας προσβάλλει ουσιώδη συστατικά στοιχεία συνταγματικών δικαιωμάτων, σύμφυτα με ελευθερίες που κατοχυρώνει το Σύνταγμα. Προς αυτή την κατεύθυνση, άλλωστε, για να κριθεί η συνταγματικότητα ενός κανόνα δικαίου χρειάζεται να διερευνηθεί η πραγματική του επίδραση. Αυτό συμβαίνει επειδή το νομικώς ενδιαφέρον νόημα του κανόνα δεν προκύπτει από την τυπολογική του ανάγνωση και δεν αρκεί, για τη συνταγματική του αξιολόγηση, η ταυτολογική σύλληψη της έννομης συνέπειας που απορρέει από τον κανόνα. Εν προκειμένω δε η διάταξη έρχεται σε ευθεία αντίθεση με ερμηνευτικούς κανόνες του Συντάγματος και καθίσταται εκ του λόγου αυτού αντισυνταγματική και μη εφαρμοστέα. 3. Κυρίως όμως η αναστολή της προσλήψεώς μας προσκρούει και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Θεμελιωδών δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που κατοχυρώνει τον σεβασμό της περιουσίας του προσώπου. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτημένα «οικονομικά δικαιώματα» και ειδικότερα απαιτήσεις, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούσαν να ικανοποιηθούν δικαστικά . Παρόμοιας φύσης είναι και τα ενοχικά δικαιώματα επί του μισθού τα οποία απορρέουν από την εργασιακή σχέση, όπως και οι νόμιμες προσδοκίες απαιτήσεων, όπως είναι και η δική μας . Περαιτέρω, η αναστολή της πρόσληψης μας έρχεται σε ρητή αντίθεση και με το τασσόμενο στο άρθρο 30 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Έ.Ε. δικαίωμα περί «δίκαιων και πρόσφορων συνθηκών εργασίας». Δέον δε να σημειωθεί, ότι ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έχει πλέον από το Δεκέμβρη του 2009 νομική δεσμευτική ισχύ για τα Κράτη- μέλη, όντας πρωτογενής πηγή κοινοτικού δικαίου «αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου». (παρ 1 α.28Σ) Και παρότι κανείς θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι λόγοι κοινωνικού συμφέροντος, συνδεόμενοι με τη λειτουργία της οικονομίας, μπορούν να δικαιολογήσουν πιθανή αναστολή προσλήψεων, σε κάθε περίπτωση πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Ενώ δε η ουσιαστική εκτίμηση του δημοσίου συμφέροντος ανήκει στη νομοθετική ή, κατά περίπτωση, στην εκτελεστική εξουσία, η υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων της εννοίας εμπίπτει στο πεδίο του ελέγχου νομιμότητας τον οποίο ασκεί ο δικαστής . 4. Η συγκεκριμένη διάταξη που προτείνετε για τις προσλήψεις των επιτυχόντων ΑΣΕΠ. επεμβαίνει σε ήδη υπάρχουσες παγιωμένες θέσεις και καταστάσεις, τροποποιώντας τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, δεν είναι δυνατή, καθώς μεταβάλλει εκ των υστέρων το νομικό καθεστώς, που ίσχυε κατά την υποβολή των αιτήσεων και στο οποίο είχαν αποβλέψει οι υποψήφιοι. Και ναι μεν κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 73 επ., 81 επ., 89 του Συντάγματος και 2 του ΑΚ προκύπτει ότι ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται να ρυθμίζει διαφορετικά τα δικαιώματα που απορρέουν από προηγούμενη έννομη σχέση και ενδεχομένως να καταργεί αυτό ή και την όλη σχέση, προσδίδοντας συγχρόνως σε προϋπάρχοντα περιστατικά έννομες συνέπειες, τις οποίες δεν είχαν κατά το προγενέστερο δίκαιο, όμως με την επιφύλαξη πάντοτε ότι από την αναδρομική ενέργεια του νόμου δεν θίγονται τα προστατευόμενα από το Σύνταγμα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και η αρχή της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας και της εργασίας (βλ. σχετ. Ολ. ΑΠ 618/75 ΝοΒ 23, 1083, ΑΠ 391/85 ΝοΒ 34, 390, ΑΠ 392/85 ΝοΒ 34, 541, ΑΠ 1395/81 ΝοΒ 30, 813, Εφετ. Αθην. 6166/91 ΝοΒ 39, 1222, Χρ. Σγουρίτσα, Συνταγματικό Δίκαιο Τόμ. Β' τεύχος Β' 1966 παράγρ. 80 σελ.18, Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμ. Γ' (1988) σελ. 261). Η θέσπιση μιας τέτοιας διάταξης είναι ανεπίτρεπτη και οδηγεί στην αντισυνταγματικότητα της, ενώ η θέσπιση τέτοιων διατάξεων θίγει την προστατευόμενη απ' το Σύνταγμα αρχή της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας και είναι αντίθετη με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (ΕφΑθη 4584/1996). Η αρχή δε της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη έναντι του κράτους, αν και δεν προβλέπεται ρητώς στο Σύνταγμα, κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος «τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους». Στη νομολογία του ΔΕΚ η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν εφαρμόσθηκε μόνο στο πεδίο των ατομικών διοικητικών πράξεων, αλλά και στους γενικούς κανόνες δικαίου αναφορικά με το ζήτημα της αναδρομικότητας της ισχύος τους, συνδεόμενη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, προστατεύοντας την εμπιστοσύνη που ο πολίτης επέδειξε στο ισχύον νομοθετικό καθεστώς. 5. Αν θεωρείτε ότι η συγκεκριμένη διάταξη γίνεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, γίνεται δεκτό ότι όλοι οι κανόνες δικαίου υπηρετούν εξ ορισμού το δημόσιο συμφέρον και επομένως δεν δύναται να υπάρχουν δύο κατηγορίες κανόνων δικαίου, οι μεν που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και εκ του λόγου αυτού έχουν αυξημένη τυπική ισχύ και οι δε που δεν το εξυπηρετούν και έχουν κατώτερη τυπική ισχύ. Δεν υπάρχουν λοιπόν νόμοι που ως κατηγορία δεν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Αν επομένως όλοι οι νόμοι έχουν σκοπό να εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, η άποψη ότι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος απαλλάσσει το νόμο από τις συνταγματικές του δεσμεύσεις και τον θέτει υπεράνω του Συντάγματος, οδηγεί λογικώς στην απαλλαγή της σύνολης κείμενης νομοθεσίας από τις συνταγματικές δεσμεύσεις και στην εν γένει τοποθέτηση του νόμου υπεράνω του Συντάγματος. Ως εκ τούτου η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος δεν μπορεί να απαλλάξει συγκεκριμένο νόμο από συνταγματικές δεσμεύσεις και να τον θέσει υπεράνω του Συντάγματος (Δαγτόγλου, ό.π., α’ Τόμος, σελ. 145). Άλλωστε η κύρια αποστολή του Συντάγματος είναι να δεσμεύσει το νομοθέτη. Αν ο νομοθέτης (ή, ex post facto, ο δικαστής) μπορεί, επικαλούμενος το δημόσιο συμφέρον, να απαλλάσσει το νόμο από τη συνταγματική δέσμευση, τότε η δέσμευση αυτή εξαρτάται από τη συγκατάθεση του δεσμευόμενου και παύει επομένως να είναι δέσμευση. Αν μια από τις κύριες αποστολές του Συντάγματος είναι η οριοθέτηση της εξουσίας του νομοθέτη να εξειδικεύει το δημόσιο συμφέρον, η άρση της δεσμεύσεως αυτής με επίκληση του δημοσίου συμφέροντος είναι οξύμωρη και επομένως απαράδεκτη. Σε αντίθετη περίπτωση, αντικαθίσταται το Σύνταγμα από το δημόσιο συμφέρον και η έννομη τάξη παραχωρεί τη θέση της σε άμορφα και εύκαμπτα πολιτικά συμφέροντα του εκάστοτε κυβερνώντος (Δαγτόγλου, ό.π., σελ. 149). 6. Η εν λόγω διάταξη σε καμία ουσιαστικά προστασία του δημοσίου συμφέροντος δεν κατατείνει, ενώ στην πραγματικότητα το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει την άμεση πρόσληψή μας, καθώς οι προσλήψεις μας αποφασίσθηκαν βάσει των επιτακτικών αναγκών του δημοσίου. 7. Τέλος πρέπει να καταδειχθεί η άνιση μεταχείριση, που συνεχίζει να υφίσταται μεταξύ ημών που είμαστε διοριστέοι σε φορείς που είχαν δικαίωμα να προσλαμβάνουν επιτυχόντες από τους προσωρινούς πίνακες των διαγωνισμών τους Αυτοί δηλαδή οι υποψήφιοι που εργάζονται ήδη με τους προσωρινούς πίνακες και εν συνεχεία κρίθηκαν διοριστέοι και με τους οριστικούς πίνακες απασχολούνται σταθερώς και αδιαλείπτως μέχρι και σήμερα στους φορείς τους, χωρίς να τεθεί για αυτούς ζήτημα παγώματος της προσλήψεώς τους. Αντιθέτως εμείς, όχι μόνο απωλέσαμε μισθούς τόσων ετών, αλλά και σήμερα που έχουν εκδοθεί οι οριστικοί πίνακες τόσα χρόνια αποστερούμεθα την εργασία μας.