• Σχόλιο του χρήστη 'Στάθης Κουτσοχήνας' | 31 Αυγούστου 2016, 15:37

    Η διάταξη αυτή είναι άκρως προβληματική. Έρχεται σε αντίθεση με θεμελιώδεις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, του Ποινικού Κώδικα και Διεθνών Συμβάσεων και ουσιαστικά θεσμοθετεί το αδίκημα της απιστίας δικηγόρου! Παράλληλα, βέβαια, δυσχεραίνει την προσπάθεια διαφάνειας στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Ειδικότερα, το φυσικό πρόσωπο (υπάλληλος ή αιρετός) που παραπέμπεται να δικαστεί με την κατηγορία της παράβασης των καθηκόντων του, ουσιαστικά αντιμετωπίζει την κατηγορία ότι ενήργησε προς βλάβη των συμφερόντων του φορέα, δηλαδή του εντολέα του δικηγόρου. Το ίδιο συμβαίνει και σε κάθε περίπτωση που το αδίκημα για το οποίο ο υπάλληλος παραπέμπεται, ενέχει την κατηγορία της πλημμελούς ή μη προσήκουσας εκτέλεσης των καθηκόντων του. Σύμφωνα με το άρθρο 233 ΠΚ, απιστία δικηγόρου διαπράττεται, μεταξύ άλλων, όταν «Δικηγόρος ή άλλος νομικός παραστάτης …στην ίδια ένδικη υπόθεση βοηθεί με συμβουλές ή με παροχή υπηρεσίας και τους δύο διαδίκους, είτε ταυτόχρονα είτε διαδοχικά…». Επιβαρυντική περίπτωση συνιστά το αν «…ενήργησε αφού συνεννοήθηκε με αυτούς που έχουν αντίθετα συμφέροντα…». Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τα άρθρα 140 επ. Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) η απιστία δικηγόρου αποτελεί αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα, που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην ποινή της παύσης από το δικηγορικό λειτούργημα. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι οι δικηγόροι που συνδέονται με σχέση πάγιας εντολής με τον φορέα, αδυνατούν να εκπροσωπήσουν στο ποινικό δικαστήριο τους υπαλλήλους ή αιρετούς που κατηγορούνται ότι ενήργησαν σε βάρος των συμφερόντων του εντολέα τους. Πέραν του παραπάνω ανυπέρβλητου κωλύματος, ανακύπτουν και άλλα σοβαρά ζητήματα, όπως, π.χ., το γεγονός ότι ο δικηγόρος δεν συνδέεται με σχέση εντολής με τον κατηγορούμενο - φυσικό πρόσωπο, αλλά με το νομικό πρόσωπο του ΟΤΑ. Ακριβώς επειδή ο έμμισθος δικηγόρος του ΟΤΑ δεν συνδέεται απευθείας με τον κατηγορούμενο-φυσικό πρόσωπο με σχέση εντολής, μετά από παρέμβαση των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας και του Υπουργείου Δικαιοσύνης, είχε προστεθεί στην αρχική ρύθμιση του άρθρου η φράση «ύστερα από θετική εισήγηση της νομικής υπηρεσίας», ώστε να υπάρξει αποδοχή της ανάθεσης της εντολής από τον δικηγόρο και να καλυφθεί το βασικό κενό της έλλειψης σύμβασης εντολής μεταξύ κατηγορουμένου-φυσικού προσώπου και δικηγόρου. Με την προτεινόμενη τροποποίηση καταργείται ακόμα και αυτή, η εντελώς απαραίτητη ρύθμιση, που εξυπηρετούσε τον προαναφερθέντα σκοπό. Τέλος, η επίμαχη ρύθμιση έρχεται σε αντίθεση ακόμα και με άλλες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις. Ειδικότερα, αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου, κατοχυρωμένο από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) να αναθέτει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της απόλυτης και ελεύθερης επιλογής του. Οι παραπάνω διεθνείς συμβάσεις, κυρωθείσες με νόμο, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και κατά το άρθρο 28 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος έχουν υπερνομοθετική ισχύ, δηλαδή υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης νόμου. ΠΡΟΤΑΣΗ: Τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η νομική στήριξη υπαλλήλων ή αιρετών κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 244 Ν. 3852/2010, θα πρέπει να γίνεται κατόπιν απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής, που διορίζει ως συνήγορο υπεράσπισης τον δικηγόρο, που αποτελεί την απόλυτη και ελεύθερη επιλογή του διωκόμενου υπαλλήλου ή αιρετού, στο πρόσωπο μάλιστα του οποίου δεν θα συντρέχει το κώλυμα των με πάγια εντολή δικηγόρων του φορέα. Επικουρικά, μπορεί να επεκταθεί σε όλους τους αιρετούς και υπαλλήλους των Δήμων η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 42 παρ. 1 του ν. 3316/2005, που προβλέπει ότι αν ασκηθεί ποινική δίωξη κατά υπαλλήλου τεχνικών υπηρεσιών, εξαιτίας πράξεων ή παραλείψεων του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, επιτρέπεται, με απόφαση του αρμόδιου οργάνου, η ανάθεση παροχής υπηρεσιών σε δικηγόρο της επιλογής του, για την υπεράσπιση του σε όλα τα στάδια της σχετικής διαδικασίας, μέχρι την έκδοση αμετακλήτου αποφάσεως και με αμοιβή που υπολογίζεται σύμφωνα με τα ισχύοντα κατώτερα όρια αμοιβών του Κώδικα περί Δικηγόρων. Το σύνολο της αμοιβής καταβάλλεται, εφόσον ο υπάλληλος απαλλάσσεται της κατηγορίας ή αθωώνεται με αμετάκλητη απόφαση. Οι αμοιβές και λοιπές απαραίτητες για τη διεξαγωγή της διαδικασίας δαπάνες καλύπτονται από τις πιστώσεις της μελέτης ή του έργου, άλλως καλύπτονται από τον προϋπολογισμό του φορέα. Στάθης Κουτσοχήνας ΔρΝ Δικηγόρος Μέλος Δ.Σ. Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης