Αρχική Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/33/ΕΕΆρθρο 09 – (Άρθρο 13 και 19 Οδηγίας 2013/33/ΕΕ) – Ιατρικές εξετάσεις και ιατροφαρμακευτική περίθαλψηΣχόλιο του χρήστη Γιατροί του Κόσμου Ελλάδας | 18 Οκτωβρίου 2016, 16:54
Με το Άρθρο 9 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου παρέχεται η δυνατότητα στις αρμόδιες Αρχές υποδοχής και φιλοξενίας να ζητούν την υποβολή των αιτούντων διεθνή προστασία σε ιατρικές εξετάσεις, προκειμένου να πιστοποιηθεί ότι δεν πάσχουν από ασθένεια που εγκυμονεί κίνδυνο επιδημίας κατά τα οριζόμενα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ή άλλες λοιμώδεις νόσους ή μεταδοτικές παρασιτικές ασθένειες, οι οποίες επιβάλλουν τη λήψη μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας και στους ημεδαπούς. Πράγματι, το άρθρο 13 της Αναθεωρημένης Οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν την υποβολή των αιτούντων σε ιατρικές εξετάσεις για λόγους δημοσίας υγείας. Αντίστοιχη ρύθμιση προέβλεπε και η αρχική Οδηγία 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου. Ενσωματώνοντας την αρχική Οδηγία στο ελληνικό δίκαιο, ο νομοθέτης προέβλεψε στο άρθρο 8 του π.δ. 220/2007 τη δυνατότητα των αρχών να ζητούν την υποβολή των αιτούντων σε ιατρική εξέταση, προκειμένου να πιστοποιηθεί ότι δεν πάσχουν από ασθένεια που εγκυμονεί κίνδυνο επιδημίας κατά τα οριζόμενα στις οικείες πράξεις της Π.Ο.Υ. ή άλλες λοιμώδεις νόσους ή μεταδοτικές παρασιτικές ασθένειες, κ.ά., εφόσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις που το καθιστούν αναγκαίο. Σε συμφωνία προς την ανωτέρω ρύθμιση, η Απόφαση του Υπουργού Υγείας Υ1.Γ.Π.οικ. 92490/4.10.2013 «Πρόγραμμα ιατρικού ελέγχου, ψυχοκοινωνικής διάγνωσης και υποστήριξης και παραπομπής των εισερχομένων χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα υπηκόων τρίτων χωρών σε δομές πρώτης υποδοχής» προβλέπει την παραπομπή των ενδιαφερομένων σε δημόσια υγειονομική μονάδα για περαιτέρω διαγνωστικές δοκιμασίες ή και θεραπεία, και ιδιαίτερα, για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, εφόσον με βάση τα συμπτώματα και την κλινική εξέταση από τα κλιμάκια ιατρικού ελέγχου των κέντρων υποδοχής και ταυτοποίησης υπάρχουν υποψίες συγκεκριμένων μεταδοτικών νοσημάτων (άρθρο 4 παρ. 11). Αντιθέτως, στην προτεινόμενη διάταξη του σχεδίου νόμου έχει απαλειφθεί ως προϋπόθεση διενέργειας των εν λόγω εξετάσεων η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων που καθιστούν αναγκαία τη διεξαγωγή των εξετάσεων προκειμένου να διαπιστωθεί αν όντως οι ενδιαφερόμενοι πάσχουν ή όχι από κάποιο λοιμώδες νόσημα. Οι Γιατροί του Κόσμου Ελλάδας εκφράζουν τον προβληματισμό τους ότι η προτεινόμενη διατύπωση της διάταξης αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο οι εν λόγω εξετάσεις να λάβουν μαζικό και συστηματικό χαρακτήρα. Υπενθυμίζουμε, ότι θεμελιώδης αρχή οποιασδήποτε ιατρικής πράξης είναι η συναίνεση του ενδιαφερόμενου προσώπου. Την αρχή αυτή επιβάλλει η αυτονομία και αξιοπρέπεια του κάθε ατόμου. Έτσι, ιατρικές πράξεις χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου, συνιστούν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, η οποία απαγορεύεται βάσει τόσο του Συντάγματος όσο και διεθνών συμβάσεων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όταν όμως οι ατομικές αποφάσεις είναι δυνατόν να επηρεάσουν άμεσα την υγεία και άλλων, τότε τίθεται υπό αμφισβήτηση η αυτονομία του ατόμου ως μοναδικό κριτήριο για τη λήψη αυτών των αποφάσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί, πράγματι, η περίπτωση των λοιμωδών μεταδοτικών νοσημάτων, τα οποία μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία -αν όχι και τη ζωή- όχι μόνο των ασθενών, αλλά και τρίτων προσώπων. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι η προστασία της υγείας των άλλων συνιστά καταρχήν επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα για την επιβολή περιορισμών στην αυτονομία πασχόντων από συγκεκριμένες ασθένειες (άρθρο 5 παρ. 4 Συντ., άρθρο 5 παρ. 1 ΕΣΔΑ). Εντούτοις, οι εν λόγω περιορισμοί έχουν με τη σειρά τους και αυτοί συγκεκριμένα όρια. Σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, για να είναι νόμιμος ένας περιορισμός στην αυτονομία του ατόμου, θα πρέπει να λαμβάνει χώρα μόνο εφόσον είναι αναγκαίος, πρόσφορος και προκαλεί την ελάχιστη δυνατή βλάβη στα δικαιώματά του ενδιαφερομένου. Υπό την έννοια αυτή η διεξαγωγή υποχρεωτικών υγειονομικών εξετάσεων για λοιμώδη ή άλλα νοσήματα μπορεί να είναι επιτρεπτή μόνο εφόσον υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις μεταδοτικών νοσημάτων. Σε κάθε περίπτωση, επιθυμούμε για μία ακόμα φορά να τονίσουμε ότι οι φτωχές και περιθωριοποιημένες ομάδες του πληθυσμού δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εκ προοιμίου άρρωστοι – επικίνδυνοι για τη δημόσια υγεία. Οι Γιατροί του Κόσμου, επίσης, επισημαίνουν την ευρεία και ασαφή διατύπωση της εν λόγω προτεινόμενης διάταξης αναφορικά με τη δυνατότητα των αρχών να απαιτούν την υποβολή των αιτούντων σε ιατρικές εξετάσεις προκειμένου να πιστοποιηθεί ότι δεν πάσχουν, μεταξύ άλλων, από «άλλες λοιμώδεις νόσους ή μεταδοτικές παρασιτικές ασθένειες, που επιβάλλουν τη λήψη μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας …». Η γενική αναφορά σε άλλες λοιμώδεις νόσους ή μεταδοτικές παρασιτικές ασθένειες, δίχως να γίνεται κάποια εξειδίκευση του ποιος και πως καθορίζει αυτές ως τέτοιες. συνεπάγεται τον κίνδυνο υπαγωγής εκ μέρος των αρχών υποδοχής και φιλοξενίας, στην κατηγορία των μεταδοτικών παρασιτικών ή λοιμωδών ασθενειών, νοσημάτων που δεν έχουν προσδιοριστεί ως τέτοια από το αρμόδιο όργανο για την ειδική αυτή ιατρική κρίση (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων- ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.) Από την άλλη μεριά, οι Γιατροί του Κόσμου Ελλάδας, χαιρετίζουν τη σαφή ρητή πρόβλεψη ότι στους αιτούντες διεθνή προστασία παρέχεται δωρεάν ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 33 του Ν. 4368/2016 (Α΄ 21), όπως ισχύει. Υπενθυμίζεται ότι ο συγκεκριμένος νόμος επέτρεψε την πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα υγείας στους ανασφάλιστους και τις λοιπές ευάλωτες κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού και ελαχιστοποίησε τις σχετικές γραφειοκρατικές διαδικασίες. Σύμφωνα με το άρθρο 33 του νόμου 4368/2016, οι αιτούντες διεθνή προστασία και οι πρόσφυγες θεωρούνται ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και ως εκ τούτου έχουν δωρεάν πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα υγείας υπό τους ίδιους όρους όπως οι μειονεκτούντες έλληνες πολίτες.