Αρχική Επείγουσες ρυθμίσεις των Υπουργείων Εσωτερικών, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Ψηφιακής Διακυβέρνησης και ΤουρισμούΆρθρο 59 – Σύσταση και λειτουργία του ΝΠΙΔ «Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου»Σχόλιο του χρήστη Ιωάννα Πετροχείλου | 2 Αυγούστου 2019, 08:37
ΨΗΦΙΣΜΑ Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Εισαγωγή - Ιστορικό To Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα Ερευνητικά Ιδρύματα της χώρας, το οποίο ιδρύθηκε με την επωνυμία Βασιλικό Ίδρυμα Ερευνών (BIE) με Βασιλικό Διάταγμα της 9ης Οκτωβρίου 1958. Σκοπός της ιδρύσεώς του ήταν η ενίσχυση των επιστημονικών ερευνών που πραγματοποιούνταν στην Ελλάδα, η εξασφάλιση περισσότερων ευκαιριών δημιουργικής έρευνας για τους Έλληνες επιστήμονες και η ενθάρρυνση των νέων επιστημόνων για την απόκτηση άρτιας επιστημονικής μόρφωσης και ερευνητικής εμπειρίας. Στην αρχή της λειτουργίας του, το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών λειτούργησε όχι μόνο ως φορέας υλοποίησης έρευνας μέσω των Ινστιτούτων του, αλλά και ως φορέας χρηματοδότησης και υποστήριξης της έρευνας με πανελλήνια εμβέλεια. Σήμερα είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, εποπτευόμενο από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας & Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Βάσει του ΠΔ 226/89 «Οργανισμός του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών» ως ισχύει, το ΕΙΕ αποτελείται από τα ακόλουθα Ινστιτούτα και Υπηρεσίες: • το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών (ΙΙΕ) • το Ινστιτούτο Χημικής Βιολογίας (ΙΧΒ) • το Ινστιτούτο Θεωρητικής και Φυσικής Χημείας (ΙΘΦΧ) • το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (ΕΚΤ) • την Υπηρεσία Υποστήριξης Για πάνω από εξήντα χρόνια το ΕΙΕ είναι και αποτελεί ένα πολύ βασικό θεσμό εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης της ελληνικής έρευνας και επιστήμης προς όφελος της κοινωνίας και της οικονομίας. Οι ερευνητικές δράσεις του Ιδρύματος τυγχάνουν ευρύτερης αναγνώρισης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ το Ίδρυμα τυγχάνει διεθνούς αποδοχής ως πόλος Αριστείας. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ΕΙΕ αποτελεί ο διττός χαρακτήρας του, ο οποίος στηρίζεται στην συνύπαρξη θετικών και ανθρωπιστικών τομέων. Αυτό δημιουργεί ένα πλουραλιστικό περιβάλλον που έχει πάντα θετικό και ανανεωτικό αποτέλεσμα στον καινοτομικό χαρακτήρα του. Τοποθέτηση Διοικητικού Συμβουλίου επί του νομοσχεδίου σχετικά με το ΕΚΤ Η αποκοπή του ΕΚΤ από το ΕΙΕ έρχεται να διακόψει με βίαιο τρόπο μία συνύπαρξη 30 και πλέον χρόνων. Ήταν μία συμβίωση που δεν ήταν πάντα αρμονική και χωρίς προβλήματα, κυρίως επειδή το ιδιαίτερο νομικό καθεστώς του ΕΚΤ/ΕΙΕ εντός ενός ενιαίου νομικού προσώπου, του ΕΙΕ, δημιουργούσε συχνά προβλήματα. Η απόφαση της Κυβέρνησης περί μετατροπής του ΕΚΤ σε ΝΠΙΔ ακρωτηριάζει το ΕΙΕ και μάλιστα χωρίς καμία συζήτηση ή ενημέρωση του ΔΣ του ΕΙΕ, όπου ανήκε το ΕΚΤ/ΕΙΕ, σχετικά με τις επιπτώσεις που έχει αυτή η ενέργεια στη λειτουργία του. Η πρόβλεψη περί παραμονής του νέου ΕΚΤ στους χώρους όπου σήμερα στεγάζεται, θα δημιουργήσει ποίκιλλα και δυσεπίλυτα προβλήματα. Στην τρέχουσα κατάσταση, το ΕΚΤ/ΕΙΕ χρησιμοποιεί χώρους σε διάφορα σημεία του κτιρίου (τμήμα 6ου ορόφου, λίγα γραφεία στο ισόγειο του πολυορόφου, ισόγειο της βιβλιοθήκης, μεγάλο μέρος των χώρων του υπογείου του κτιρίου κ.λπ.), ενώ μέρος του ΙΘΦΧ/ΕΙΕ στεγάζεται διαχρονικά στον ημιόροφο της βιβλιοθήκης. Είναι δεδομένο ότι δεν είναι δυνατόν δύο διακριτοί φορείς να συστεγάζονται και να μοιράζονται ατάκτως τα γραφεία, χωρίς να υπάρχει διακριτός χώρος για κάθε φορέα. Εάν ψηφιστεί το συγκεκριμένο σημείο, θα δημιουργηθούν πολλά προβλήματα και εκκρεμότητες στη λειτουργία των δύο συστεγαζόμενων πλέον φορέων, που θα κληθούν να διαχειριστούν τη συγκατοίκηση με όρους πολυκατοικίας (κατανομή των κοινοχρήστων χώρων και εξόδων, καθορισμός των κανόνων λειτουργίας του κτιρίου με διαφορετικά κριτήρια λόγω των διαφορετικών λειτουργιών και αναγκών κ.λπ.). Μέχρι σήμερα, τα δύσκολα αυτά ζητήματα ετύγχαναν επίλυσης, διότι ρυθμίζονταν από ένα όργανο, δηλαδή το Δ.Σ. του ΕΙΕ. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το ΕΙΕ έχει την πλήρη κυριότητα του κτιρίου όπου στεγάζεται και ότι η πρόβλεψη περί αποκλειστικής χρήσης των χώρων που χρησιμοποιεί το ΕΚΤ/ΕΙΕ από το νέο ΕΚΤ ως διακριτό ΝΠΙΔ οδηγεί κατ’ ουσίαν στην πλήρη αποστέρηση μεγάλου μέρους της περιουσίας του ΕΙΕ, με συνακόλουθη προσβολή του απόλυτου και αποκλειστικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι το ΔΣ του ΕΙΕ έχει διαχρονικά διατυπώσει την άποψη ότι οι υφιστάμενες κτιριακές υποδομές δεν επαρκούν για τη λειτουργία των Ινστιτούτων. Ως πρώτο αίτημα προς τον εποπτεύοντα Υπουργό, αναφέρθηκε εγγράφως (στις 31-7-2019) το πρόβλημα της ανεπάρκειας των χώρων και το γεγονός ότι οι υφιστάμενες εργαστηριακές εγκαταστάσεις δεν επαρκούν πλέον για την τοποθέτηση και ορθή λειτουργία του συνεχώς αυξανόμενου εργαστηριακού εξοπλισμού υψηλών προδιαγραφών που απαιτείται για τη διενέργεια σύγχρονων ερευνητικών δράσεων. Με την ίδια επιστολή ζητήθηκε η άμεση μετεγκατάσταση της Συντονιστικής Μονάδας του «United Nations Environmental Program – UNEP» και η λύση της μισθωτικής σύμβασης μεταξύ του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και της UNEP, μέσω της οποίας έχει εκμισθωθεί (χωρίς τη βούληση του Ιδρύματος), ο δεύτερος όροφος του κτιρίου στη UNEP. Συνεπώς, το πρώτο και κύριο αίτημα της Διοίκησης του ΕΙΕ είναι η διαγραφή της τελευταίας πρότασης της παραγράφου 14 καθώς και της επανάληψής της ως δεύτερη πρόταση της παραγράφου 16 του άρθρου 59 του νομοσχεδίου και η ένταξη μεταβατικής διάταξης, όπου θα προβλέπεται ότι «Οι χώροι που καταλαμβάνονται σήμερα από τα τμήματα του ΕΚΤ/ΕΙΕ, συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται από το ΕΚΤ με προσωρινή παραχώρηση χρήσης για ένα έτος, ενώ το ΕΚΤ θα επιβαρύνεται με τα λειτουργικά κόστη που συνεπάγεται η λειτουργία του εντός του κτιρίου του ΕΙΕ.» Στην ίδια παράγραφο γίνεται για πρώτη αναφορά στη βιβλιοθήκη του ΕΙΕ. Σημαντικό είναι να ληφθεί υπόψη ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά στη λειτουργία της βιβλιοθήκης στην παράγραφο 5 (ή σε άλλο σημείο) όπου αναφέρεται και αναλύεται ο θεσμικός ρόλος του ΕΚΤ. Η μόνη αναφορά που σχετίζεται με τη βιβλιοθήκη είναι η αναφορά σε «ηλεκτρονικό αναγνωστήριο ανοικτό στο κοινό». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σας ενημερώσουμε ότι η Βιβλιοθήκη “K. Θ. Δημαράς” του ΕΙΕ αποτελεί έναν χώρο και μία υποδομή που υποστηρίζει τις ερευνητικές δράσεις και τους ερευνητές του ΕΙΕ στις εργασίες τους, ενώ φιλοξενεί πολύ μεγάλο αριθμό επιστημόνων που ενδιαφέρονται να αποκτήσουν πρόσβαση στο φυσικό αρχείο επιστημονικών περιοδικών και βιβλίων καθώς και να αποκτήσει ηλεκτρονική πρόσβαση σε περιοδικά από το συγκεκριμένο χώρο. Οι συνδρομές σε ηλεκτρονικά περιοδικά κάλυπταν και καλύπτουν διάφορες επιστημονικές περιοχές, συμπεριλαμβάνοντας τις περιοχές ενδιαφέροντος του ΕΙΕ όπου δίδεται διαχρονικά προτεραιότητα. Ο συγκεκριμένος χώρος έχει μακρά ιστορία, βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό αναγνωστών και είναι γνωστός ως Βιβλιοθήκη του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Η εν λόγω Βιβλιοθήκη ιδρύθηκε το 1960, ενώ το 1993 ονομάσθηκε Bιβλιοθήκη "K.Θ. Δημαρά" στη μνήμη του εμπνευστή της και ενός από τους ιδρυτές του Eθνικού Iδρύματος Eρευνών και αποτελεί τη μεγαλύτερη δημόσια βιβλιοθήκη επιστημονικών περιοδικών στην Eλλάδα. Η αποκοπή της Βιβλιοθήκης από το ΕΙΕ έρχεται να στερήσει μία ιστορική υποδομή της χώρας από τον φυσικό της χώρο, χωρίς πραγματικό λόγο. Η λειτουργία της βιβλιοθήκης είναι διακριτή και δεν σχετίζεται άμεσα με τις ψηφιακές υποδομές και δράσεις του ΕΚΤ. Άποψη του Διοικητικού Συμβουλίου είναι ότι η Βιβλιοθήκη “K.Θ. Δημαρά", το προσωπικό και οι πόροι της θα πρέπει να παραμείνουν στο ΕΙΕ, διότι η εν λόγω λειτουργία δεν σχετίζεται και δεν αφορά το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Να σημειωθεί ότι στην παράγραφο 14 του άρθρου 32 του ΠΔ 226/1989, αναφέρεται ρητά ότι δεν επιτρέπεται η αλλαγή χρήσης όλων των χώρων της Βιβλιοθήκης του ΕΙΕ για άλλες λειτουργίες πέρα από τη λειτουργία της ως επιστημονικής εγκατάστασης εθνικής χρήσης. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει αναφορά και στην πρόσφατη εκφρασμένη άποψη του Συλλόγου Εργαζομένων του ΕΙΕ για τη διατήρηση της Βιβλιοθήκης του ΕΙΕ ως δημόσιας ακαδημαϊκής βιβλιοθήκης. Τέλος, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΙΕ μελετώντας το σχέδιο νόμου διέκρινε -μεταξύ άλλων- τα εξής σημεία που στο μέλλον είναι πιθανόν να δημιουργήσουν προβλήματα: α) το ΕΚΤ ως ΝΠΙΔ μετατρέπεται σε ένα υβρίδιο με κρατική χρηματοδότηση το οποίο απολαμβάνει μία σειρά από απαλλαγές (φορολογικές κ.α.), το οποίο εντούτοις «λειτουργεί με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας» (παραγρ. 3 του άρθρ. 59), αλλά και εν μέρει με βάση το θεσμικό πλαίσιο της έρευνας (παρ. 14 του ίδιου άρθρου)! β) παρότι το ΕΚΤ συνεχίζει να « έχει ως θεσμικό ρόλο τη συλλογή, συσσώρευση, οργάνωση, τεκμηρίωση, διάχυση εντός και εκτός της χώρας και την ψηφιακή διατήρηση της επιστημονικής, τεχνολογικής και πολιτιστικής πληροφορίας, περιεχομένου και δεδομένων, που παράγεται στην Ελλάδα.», δεν υπάρχει καμία αναφορά στο σχέδιο νόμου περί των τυπικών ή θεσμικών προσόντων των μελών του Διοικητικού του Συμβουλίου και δεν είναι σαφές εάν σε αυτό θα υπάρχουν εκπρόσωποι του ΕΙΕ και της ερευνητικής κοινότητας και δεν υπάρχει καμία αναφορά στις επιστημονικές προδιαγραφές άσκησης του ρόλου που ανατίθεται στο νέο ΕΚΤ γ) αφήνει μετέωρη την εργασιακή θέση και τα δικαιώματα των εργαζόμενων στο ΕΚΤ (ιδιαίτερα των εξ αυτών ΕΛΕ), αφού το προσωπικό του ΕΚΤ προσλαμβάνεται και τοποθετείται απλώς στο ΕΚΤ από το ΔΣ, χωρίς κανένα κριτήριο επιστημονικό, ερευνητικό ή άλλο δ) προκαλεί αλυσιδωτές επιπτώσεις στη λειτουργία του ΕΙΕ, πολλές από τις οποίες απαιτούν άμεση νομοθετική ρύθμιση, ενώ ταχεία ρύθμιση χρήζουν και οι σημερινές και μελλοντικές σχέσεις και υποχρεώσεις του ΕΚΤ προς το ΕΙΕ, αφού πλέον θα αποτελούν δύο διαφορετικά νομικά πρόσωπα, όπως και η κατανομή των χώρων, σε ένα κτίριο μάλιστα υπερκορεσμένο. Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι και η πρόβλεψη περί καθολικής διαδοχής κάθε δικαιώματος και υποχρέωσης που είχε το ΕΚΤ/ΕΙΕ στο νέο ΕΚΤ είναι πιθανό να δημιουργήσει επιπλοκές στη σχέση των δύο φορέων. Τέλος, το Δ.Σ. του ΕΙΕ ζητά να ενταχθεί και πρόβλεψη κατάργησης της πρόβλεψης της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του ν. 4386/2016 περί συμμετοχής του Διευθυντή του ΕΚΤ/ΕΙΕ στο Δ.Σ. του ΕΙΕ, παράλληλα με την προβλεπόμενη κατάργηση της παρ.1 περιπτ. στ των άρθρων 7 και 10 του ΠΔ 226/1989, για να μην τεθούν θέματα νομιμότητας στη λειτουργία του Δ.Σ. του ΕΙΕ. Στο πλαίσιο αυτό, το Δ.Σ. το ΕΙΕ κρίνει ότι η αναβολή της ψήφισης του εν λόγω άρθρου θα έδινε τη δυνατότητα να θεραπευθούν ορισμένα σημεία που ενδεχομένως να επηρεάσουν δυσμενώς τη σχέση ΕΙΕ και ΕΚΤ καθώς και τη λειτουργία των δύο νέων φορέων.