Αρχική Τροποποίηση Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, νέο πλαίσιο επιλογής στελεχών στον δημόσιο τομέα, οργανωτικές διατάξεις Υπουργείου Εσωτερικών και διατάξεις για την αναπτυξιακή προοπτική των ΟΤΑΆρθρο 17 – Μεταβατικές διατάξειςΣχόλιο του χρήστη Βασίλειος | 8 Σεπτεμβρίου 2020, 23:40
Είμαι πολλά χρόνια υπάλληλος Διεύθυνσης Ιθαγένειας και έχω αντιμετωπίσει εκατοντάδες υποθέσεις σχετικές με το θέμα που πραγματεύεται το Κεφάλαιο Α’ του νομοσχεδίου αυτού. Θα γράψω την άποψη μου όπως αυτή προέρχεται μέσα από τα χρόνια προσωπικής εμπειρίας. Αυτή αναφέρεται σε όλο το Κεφάλαιο Α’ και όχι μόνο στο παρόν άρθρο. Θεωρώ πως ο τρόπος που προτείνεται για την μετάβαση από το παλαιό σύστημα στο νέο θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που αναμένεται να διευκολύνει. Για την ακρίβεια, μπορεί το νέο σύστημα να αποδειχθεί πολύ αποδοτικό σε βάθος χρόνο και σε μια 10ετία, ας υποθέσουμε, να δουλεύουν όλα ρολόι. Παρόλα αυτά, βραχυπρόθεσμα θα δημιουργηθούν τεράστιες καθυστερήσεις κυρίως στις υποθέσεις που είναι ήδη υπό εξέταση. Δεδομένου ότι μέχρι τέλος του έτους ελάχιστες αιτήσεις θα έχουν τελεσφορήσει, την 01.01.2021 θα υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός εκκρεμών αιτήσεων που θα λιμνάζουν μέχρι την διοργάνωση της πρώτης εξέτασης γνώσεων, όπως αυτή προβλέπεται με το νέο πλαίσιο. Η εξέταση αυτή αναμένεται να ορισθεί εν ευθέτω χρόνω με Κοινή Υπουργική Απόφαση και, κρίνοντας από ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν, αυτό μπορεί να διαρκέσει πλέον του έτους από την ψήφιση του νόμου. Επιπλέον, όλες αυτές οι λιμνάζουσες αιτήσεις θα προσπαθήσουν να εξυπηρετηθούν στην πρώτη διοργάνωση εξετάσεων με το νέο σύστημα. Πως το Υπουργείο σκοπεύει να διοργανώσει εξετάσεις με ταυτόχρονο αριθμό συμμετεχόντων παρόμοιο με αυτόν των πανελλαδικών εξετάσεων; Θα δεσμεύσει εκατοντάδες εξεταστικά κέντρα (προφανώς σχολεία) ή έχει τις τεχνικές δυνατότητες να φέρει εις πέρας μια τέτοια εξέταση στην πρώτη φορά εφαρμογής της; Εδώ να σημειώσω πως ο αποκλεισμός οποιουδήποτε από τη δυνατότητα να αιτηθεί και να εξεταστεί, ενώ μπορεί να είναι από 1 έως 10 χρόνια σε αναμονή, είναι άδικος και παράνομος. Κατά την άποψη μου θα πρέπει να βρεθεί μία διέξοδος για την αποσυμφόρηση του συστήματος με την επεξεργασία των ήδη εκκρεμών αιτήσεων με ένα μεταβατικό μοντέλο. Προφανώς και δεν θα πρέπει να διακοπεί η εξέταση των παλαιών αιτήσεων μέχρι την ομαλή εφαρμογή του νέου συστήματος. Θα μπορούσε: 1) να συνεχιστεί η διαδικασία με τις Επιτροπές Πολιτογράφησης μέχρι την αρχική διοργάνωση εξέτασης με το νέο μοντέλο. 2) να δοθεί η δυνατότητα στους αιτούντες με το παλαιό μοντέλο να προσκομίσουν το αναφερόμενο πιστοποιητικό γνώσης οποιοδήποτε χρονική στιγμή μέχρι την υπογραφή της απόφασης πολιτογράφησης από τον Υπουργό. Αυτό θα έδινε τη δυνατότητα στο όλο σύστημα να συνεχίσει να κινείται και σίγουρα μέχρι την Υπουργική Απόφαση θα είχε διοργανωθεί η προβλεπόμενη εξέταση. 3) να απαλλαχθούν από την εξέταση αιτούντες που προφανώς πληρούν τα κριτήρια που αναμένεται να πιστοποιήσει η εξέταση, όπως: α) άτομα που έχουν ήδη πιστοποιητικό γλώσσας από κρατικό οργανισμό πιστοποιημένο για τέτοια θέματα (όπως προβλέπει η παρούσα μορφή του νόμου). β) άτομα που εργάζονται μόνιμα και για ικανοποιητικό χρονικό διάστημα σε δουλειές που είναι αυταπόδεικτη η γνώση της γλώσσας κι όχι μόνο, η ενσωμάτωση στον τρόπο ζωής της ελληνικής κοινωνίας, στα ήθη και στην κουλτούρα. Τέτοιες είναι δουλειές γραφείου, εξυπηρέτησης πελατών, πωλήσεις κτλ., σε ελληνικές εταιρείες, ώστε να είναι βέβαιο πως η εργασία είναι στα ελληνικά. γ) άτομα που ακόμα και να μην έχουν αποφοιτήσει πλήρως από ελληνικό πανεπιστήμιο έχουν φοιτήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα και έχουν περάσει μεγάλο αριθμό μαθημάτων. Δεν μπορώ να φανταστώ πως κάποιος που έχει φοιτήσει αποδεδειγμένα για 4-5 χρόνια και χρωστάει 10-12 μαθήματα για το πτυχίο δεν είναι μέρος της ελληνικής παιδείας. Ας μην ξεχνάμε πως σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις οι αιτούντες θα περάσουν και από συνέντευξη όπως αυτή προβλέπεται με την αναθεώρηση του άρθρου 7, παράγραφος 6, όπου θα γίνει πασιφανές αν γνωρίζουν την γλώσσα, είναι πραγματικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας και, εν γένει, πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτει ο νομοθέτης, ακόμα και αν αυτές δεν εξετάζονται άμεσα σε εκείνη τη συνέντευξη.