1. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τους δήμους δύνανται να ρυθμίζονται και να καταβάλλονται ως ακολούθως:
α) Εφάπαξ, με απαλλαγή κατά ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) από τις κατά Κ.Ε.Δ.Ε. προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
β) Για οφειλές μέχρι 5.000,00 ευρώ σε είκοσι τέσσερις (24) δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) από τις κατά Κ.Ε.Δ.Ε. προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής και υπό την προϋπόθεση ότι κάθε δόση δεν είναι μικρότερη των 100 ευρώ
γ) Για οφειλές από 5.000,01 ευρώ μέχρι 10.000,00 ευρώ σε σαράντα οκτώ (48) δόσεις με απαλλαγή κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) από τις κατά Κ.Ε.Δ.Ε. προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
δ) Για οφειλές από 10.000,01 ευρώ μέχρι 20,000,00 ευρώ σε εβδομήντα δύο (72) δόσεις με απαλλαγή κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) από τις κατά Κ.Ε.Δ.Ε. προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
ε) Για οφειλές από 20.000,01 ευρώ και πάνω σε εκατό (100) δόσεις με απαλλαγή κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) από τις κατά Κ.Ε.Δ.Ε. προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
Είναι δυνατή η καταβολή των οφειλών σε λιγότερες των ανωτέρω προβλεπόμενων δόσεων ύστερα από σχετική αίτηση του οφειλέτη και κατά τη διαδικασία της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Οι δόσεις είναι μηνιαίες και ισόποσες πλην της τελευταίας που μπορεί να είναι μικρότερη των υπολοίπων και επιβαρύνονται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής οι οποίες υπολογίζονται με βάση το ισχύον επιτόκιο αναφοράς για πράξεις αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής, πλέον οχτώ εκατοστιαίων μονάδων ετησίως υπολογισμένο το οποίο και παραμένει σταθερό καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης.
2. Στην παρούσα ρύθμιση υπάγεται υποχρεωτικά το σύνολο των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένων των μισθωμάτων, με τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, τόκους υπερημερίας, ή τυχόν προβλεπόμενες λοιπές ρήτρες που τις επιβαρύνουν μέχρι την ημερομηνία αυτή, χωρίς δικαίωμα του οφειλέτη να ζητήσει την εξαίρεση μέρους αυτών.
Εξαιρούνται και δεν υπάγονται στη ρύθμιση:
α) οφειλές από κάθε είδους πρόστιμα αυθαίρετων κατασκευών
β) οφειλές υπαγόμενες σε καθεστώς ειδικότερων προβλέψεων περί καταβολής σε δόσεις (πχ εισφορά σε χρήμα των ιδιοκτητών ακινήτων για ένταξη στο σχέδιο πόλης κατά το πδ 5/1986)
3. Η αίτηση του οφειλέτη για την υπαγωγή στη ρύθμιση υποβάλλεται στον οικείο Δήμο, το αργότερο εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Για την υπαγωγή στη ρύθμιση το αίτημα εξετάζεται από τον προϊστάμενο της οικονομικής υπηρεσίας του δήμου, ο οποίος αποφαίνεται με σχετική επισημείωση επί της υποβληθείσας αίτησης σχετικά με τη δυνατότητα υπαγωγής του υπόχρεου σε αυτή ανάλογα με τη φορολογική εικόνα και τη φοροδοτική ικανότητα του υπόχρεου. Η αίτηση συνοδεύεται κατά περίπτωση από τα ακόλουθα δικαιολογητικά:
α) Εκκαθαριστικό δήλωσης φορολογίας εισοδήματος των τελευταίων πέντε (5) ετών
β) Τελευταία εκκαθαριστική δήλωση ΦΠΑ και περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ που έπονται της τελευταίας εκκαθαριστικής και που η προθεσμία υποβολής τους έχει λήξει ένα μήνα πριν την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση
γ) Δήλωση στοιχείων ακινήτων που έχει υποβληθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις στην οποία αποτυπώνεται η περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου όπως αυτή υφίσταται κατά την 1/1/2013
δ) Επίσημα στοιχεία που αποδεικνύουν ζημία των δύο (2) τουλάχιστον τελευταίων ετών
ε) Επίσημα στοιχεία που αποδεικνύουν καταστροφή αγαθών ή περιουσιακών στοιχείων επιχείρησης ή φυσικού προσώπου
στ) Δημόσια έγγραφα που αποδεικνύουν βαριά ασθένεια του οφειλέτη ή μέλους της οικογενείας του με Α` βαθμό συγγένειας ή προστατευόμενου μέλους, ή του προσώπου που έχει προσωπική ευθύνη για την καταβολή της οφειλής
ε) Βεβαίωση ανεργίας από τον ΟΑΕΔ
στ) Επίσημα στοιχεία που αποδεικνύουν τη διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης.
Τα παραπάνω δικαιολογητικά καθώς και άλλα στοιχεία που τηρεί ο δήμος και παρέχουν πληροφόρηση σχετικά με τη φορολογική εικόνα του υπόχρεου λαμβάνονται υπόψη για την διαμόρφωση της απόφασης επί του αιτήματος.
4. Η εξόφληση ή η πρώτη δόση της ρυθμιζόμενης οφειλής καταβάλλεται εντός τριών εργάσιμων ημερών από την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση και σε περίπτωση μη καταβολής τους η αίτηση θεωρείται ως μη υποβληθείσα, μη επιτρεπομένης της υποβολής νέας αίτησης. Οι επόμενες δόσεις καταβάλλονται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη ειδοποίηση του οφειλέτη.
5. Εφόσον ο οφειλέτης επιθυμεί σε οποιοδήποτε στάδιο της ρύθμισης να εξοφλήσει εφάπαξ τις υπόλοιπες δόσεις των ρυθμισμένων οφειλών, παρέχεται η δυνατότητα χορήγησης απαλλαγής κατά ποσοστό επί του εναπομείναντος ποσού των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, ίσο με αυτό που αντιστοιχεί στον αριθμό των μηνιαίων δόσεων που τελικά διαμορφώνεται, με απόφαση του αρμόδιου οργάνου της παραγράφου 3 της παρούσας.
6. Στη ρύθμιση υπάγονται, μετά από επιλογή του οφειλέτη και :
α) ληξιπρόθεσμες οφειλές που τελούν, μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, σε διοικητική ή δικαστική αναστολή,
β) ληξιπρόθεσμες οφειλές που έχουν υπαχθεί σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής κατά τις διατάξεις των άρθρων 13-21 του ν. 2648/1998 (Α` 238) ή άλλη ρύθμιση, των οποίων οι όροι τηρούνται κατά την υποβολή του αιτήματος για υπαγωγή στην παρούσα ρύθμιση
γ) οφειλές που μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση εκκρεμούν στα δικαστήρια μετά από άσκηση προσφυγής ή έφεσης από τον υπόχρεο, καθώς και οφειλές οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον των Επιτροπών Επίλυσης Φορολογικών διαφορών του άρθρου 32 του ν. 1080/1980 ή έχουν συζητηθεί και οι προτάσεις δεν έχουν εισαχθεί προς συζήτηση στο οικείο δημοτικό συμβούλιο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
7. Κατά τη διάρκεια της ρύθμισης, εφόσον τηρούνται με συνέπεια οι όροι αυτής και ο οφειλέτης έχει καταβάλλει το τριάντα τοις εκατό (30%) της ρυθμιζόμενης οφειλής του:
α) Ο δήμος προβαίνει σε εντολή άρσης της δέσμευσης χορήγησης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας προς την αρμόδια ΔΟΥ και σε εντολή για επαναδέσμευση αυτής σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής έστω και μίας εκ των δόσεων.
β) Ο οφειλέτης καθίσταται δημοτικά ενήμερος κατά την έννοια του άρθρου 285 του ν.3463/2006 (ΚΔΚ)
Με την καταβολή της πρώτης δόσης αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο χρέη που ρυθμίζονται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης, εφόσον δεν πιστώνονται με άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί.. Αν ο οφειλέτης απολέσει το ευεργέτημα της ρύθμισης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.
8. Η παραγραφή των χρεών, για τα οποία υποβάλλεται σχετική αίτηση υπαγωγής τους στη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου, αναστέλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αυτής και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση, ανεξαρτήτως καταβολής οποιουδήποτε ποσού και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα (1) έτος από τη λήξη της τελευταίας δόσης αυτής.
9. Πρόσωπα που ευθύνονται, μαζί με τον πρωτοφειλέτη για την καταβολή μέρους οφειλής δικαιούνται να ρυθμίσουν μόνο το μέρος αυτό της οφειλής με τις παρούσες διατάξεις.
10. Η καθυστέρηση πληρωμής μιας δόσης συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με προσαύξηση δέκα πέντε τοις εκατό (15%). Η δόση αυτή με την αναλογούσα προσαύξηση πρέπει να καταβληθεί το αργότερο μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής της επόμενης δόσης.
11. Η ρύθμιση απόλλυται, με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής σύμφωνα με τα στοιχεία της αρχικής βεβαίωσης και την άμεση επιδίωξη της είσπραξης του με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα, εάν ο οφειλέτης:
α) δεν καταβάλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης πέραν της μίας φοράς,
β) καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης της ρύθμισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μήνα,
γ) δεν υποβάλλει στο δήμο τις προβλεπόμενες δηλώσεις για την επιβολή του τέλους επί των ακαθαρίστων εσόδων και του τέλους παρεπιδημούντων, μετά των περιοδικών δηλώσεων ΦΠΑ και του εκκαθαριστικού καθώς και τη δήλωση περί μεταβολής της ακίνητης περιουσίας που προβλέπεται από τις σχετικώς ισχύουσες διατάξεις
δ) δεν είναι ενήμερος στις οφειλές του από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και μετά
ε)έχει υποβάλει αναληθή στοιχεία προκειμένου να του χορηγηθεί η ρύθμιση.
12. Ποσά που έχουν καταβληθεί μέχρι την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση δεν επιστρέφονται ούτε συμψηφίζονται.
Πρέπει να διερευνυθεί η δυνατότητα μείωσης του κατώτερου ποσού δόσης των 100 ευρώ για κάποιες ομάδες οφειλετών με χαμηλά εισοδήματα.
Τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένης και της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας, πρέπει η παρούσα ρύθμιση να εξαντλεί κάθε δυνατότητα διευκόλυνσης αποπληρωμής οφειλών πριν την λήψη οποιουδήποτε αναγκαστικού μέτρου είσπραξης. Για κατηγορίες οφειλετών που το ετήσιο εισόδημά τους βρίσκεται λ.χ.κάτω των 5.000 ευρώ η κατώτατη δόση να ορίζεται στο 10% αυτού.
Δεδομένου του ότι δεν έχει οριστεί με κάποια ΚΥΑ όριο οφειλής για τους ΟΤΑ πέρα του οποίου δεν εκτελούνται αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, και την αδυναμία πολιτών να πληρώσουν ακόμη και 100 ευρώ μηνιαίως μηνιαίως,πολλοί χαμηλών εισοδημάτων οφειλέτες χάνουν το δικαίωμα να ρυθμίσουν με κάποια φοροδοτική λογική και έρχονται αντιμέτωποι με επαχθή μέτρα που στην ουσία είναι τιμωρητικά και δεν αποφέρουν έσοδα στους ΟΤΑ.