1. Σε περίπτωση μη τήρησης από εγγεγραμμένη ΚΟΠ των υποχρεώσεων των άρθρων 3, 4 και 7 του παρόντος νόμου, η Διεύθυνση ΚΟΠ θα αποστέλλει αμελλητί στην παραβάτρια ΚΟΠ γραπτή πρόσκληση προκειμένου να προβεί σε κάθε δέουσα ενέργεια για την άρση της παράβασης και τη συμμόρφωσή της με τις προβλεπόμενες από τον παρόντα νόμο υποχρεώσεις εντός συγκεκριμένης ρητής προθεσμίας.
2. Σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της ταχθείσας προθεσμίας, η Διεύθυνση ΚΟΠ θα θέτει την παραβάτρια ΚΟΠ σε καθεστώς αναστολής της εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του παρόντος νόμου, διάρκειας ενός έτους και αναφέρει ρητώς αυτό στον διαδικτυακό τόπο του Μητρώου ΚΟΠ. Αν μετά το πέρας της αναστολής η ΚΟΠ εξακολουθεί να μη συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της, η Διεύθυνση ΚΟΠ προβαίνει στην άμεση διαγραφή της παραβάτριας από το Μητρώο ΚΟΠ και ενημερώνει σχετικά την παραβάτρια, το Μητρώο ΚΟΠ και κάθε φορέα από τον οποίο λαμβάνει κρατική χρηματοδότηση.
3. Η διαγραφή της παραβάτριας ΚΟΠ από το ειδικό μητρώο ΚΟΠ θα συνεπάγεται την αυτοδίκαιη αναστολή κρατικής χρημαοτοδότησης περιλαμβάνομενης και της υλοποίησης χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων και την οριστική διακοπή της εφαρμογής παραγράφου 2 του άρθρου 6 του παρόντος. Τυχόν αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντα ποσά, ή ποσά καταλογιζόμενα σε αυτήν ως φορολογικές υποχρεώσεις της, συνεπεία της αυτοδίκαιης απώλειας των ευμενών φορολογικών ρυθμίσεων που επιφυλάσσονται στις εγγεγραμμένες ΚΟΠ που συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους υπό τον παρόντα νόμο, θα οφείλονται και αποδίδονται στο Δημόσιο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ).
Άρθρο 9., παρ.1. Η ύπαρξη του άρθρου 8 καθίσταται ατελέσφορη, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στις κυρώσεις του άρθρου 9., παρ.1.
Η προθεσμία της παραγράφου 1 πρέπει να είναι τέτοια ώστε να επαρκεί για κάθε αναγκαία ενέργεια. Διαφορετικά η Διεύθυνση ΚΟΠ θα έχει τη δυνατότητα να αυθαιρετεί τάσσοντας προθεσμίες τόσο μικρές που εκ των πραγμάτων θα ματαιώνουν τη δυνατότητα «συμμόρφωσης», δημιουργώντας παράλληλα αμφιβολίες ως προς τις προθέσεις των προστηθέντων οργάνων της Διεύθυνσης απέναντί τους. Η προθεσμία είναι σκόπιμο να ορίζεται στο πλαίσιο του Νόμου, προτείνεται να είναι τρίμηνη και να μην αφήνεται στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης.
Επίσης δεν προβλέπεται καμία διαδικασία παροχής έννομης προστασίας (π.χ. ένδικο βοήθημα ενώπιον της Διοίκησης, όπως ενδικοφανής προσφυγή ή έστω η ειδική διοικητική προσφυγή) για την ΚΟΠ στην οποία επιβλήθηκε η «κύρωση» της αναστολής της εφαρμογής της παρ.2 του αρθρ.6 του παρόντος ή της διαγραφής από το Μητρώο ΚΟΠ, δεδομένου ότι η πρόβλεψη για εκ των υστέρων αναζήτηση των ποσών που καταβλήθηκαν για χρηματοδοτούμενα προγράμματα και μάλιστα για διάστημα που η ΜΚΟ δεν ήταν αποδεδειγμένα «παραβατική», θα είναι καταστροφική. Πρέπει να προβλεφθεί διαδικασία παροχής προσωρινής και οριστικής έννομης προστασίας για τις ΜΚΟ που εγκαλούνται/τιμωρούνται με βάση το άρθρο 9, διαφορετικά η υπό σύσταση Διεύθυνση ΚΟΠ θα αποτελεί μια Αρχή που δεν θα υπόκειται σε κανένα έλεγχο και άρα θα μπορεί να αυθαιρετεί ή/και να αποφασίζει κάνοντας κατάχρηση εξουσίας. Ανυπαρξία τέτοιας πρόβλεψης παραπέμπει στις γενικές διατάξεις (αίτηση θεραπείας ή ιεραρχική προσφυγή) που δεν είναι λειτουργικές από άποψη χρόνου ή εξαναγκάζει σε απευθείας καταφυγή στα δικαστήρια με αίτηση ακυρώσεως και αίτηση αναστολής – διαδικασίες που είναι και δαπανηρές και χρονοβόρες.
Άρθρο 9. Στο τέλος της παρ. 1 ενδείκνυται να τεθεί κάποια προθεσμία. Προτείνεται να τεθεί η εξής φράση:
«που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριών (3) μηνών».