1. Η Αποφαινόμενη Αρχή εξετάζει τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις του Κεφαλαίου Β’ με την κανονική ή με την ταχύρρυθμη διαδικασία. Η υπαγωγή μίας αίτησης στην ταχύρρυθμη διαδικασία αιτιολογείται από τον χειριστή ειδικά βάσει των διατάξεων της παραγράφου 7 και δεν ασκεί επιρροή στην κρίση επί της ουσίας της αίτησης διεθνούς προστασίας. Η υπαγωγή σε ταχύρρυθμη διαδικασία έχει ως μόνο αποτέλεσμα την σύντμηση των προθεσμιών, σύμφωνα με όσα προβλέπονται ειδικά στις επιμέρους διατάξεις του παρόντος.
2. Η εξέταση των αιτήσεων ολοκληρώνεται το ταχύτερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός έξι (6) μηνών στις περιπτώσεις εφαρμογής της κανονικής διαδικασίας ή τριών (3) στις περιπτώσεις εφαρμογής της ταχύρρυθμης. Όταν η αίτηση υπόκειται στην διαδικασία του Κανονισμού (ΕΕ) 604/2013, η προθεσμία αρχίζει από τη στιγμή κατά την οποία ορίζεται η Ελλάδα ως υπεύθυνη για την εξέταση της αίτησης, σύμφωνα με τον εν λόγω Κανονισμό, ο αιτών βρίσκεται στο έδαφος της χώρας και η Υπηρεσία Ασύλου έχει αναλάβει την εξέταση της αίτηση διεθνούς προστασίας.
3. Οι ανωτέρω προθεσμίες δύναται να παρατείνονται για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των εννέα (9) επιπλέον μηνών σε περιπτώσεις στις οποίες:
α. ανακύπτουν περίπλοκα ουσιαστικά και/ή νομικά ζητήματα
β. μεγάλος αριθμός αλλοδαπών ή ανιθαγενών αιτείται ταυτόχρονα διεθνή προστασία, γεγονός που καθιστά στην πράξη πολύ δύσκολη την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός της προθεσμίας των 6 μηνών.
γ. η καθυστέρηση μπορεί να αποδοθεί σαφώς στην μη συμμόρφωση του αιτούντος δυνάμει του άρθ. 9 του παρόντος.
4. Κατ’ εξαίρεση οι ανωτέρω προθεσμίες μπορεί να παραταθούν κατά τρεις (3) επιπλέον μήνες, όταν αυτό επιβάλλεται λόγω εξαιρετικών περιστάσεων και είναι απαραίτητο για την κατάλληλη και πλήρη εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας.
5. Στις περιπτώσεις που η εξέταση διαρκεί πέραν του ανώτατου κατά περίπτωση χρονικού ορίου, ο αιτών έχει δικαίωμα να ζητά πληροφορίες από τις Αρμόδιες Αρχές Παραλαβής για το χρόνο κατά τον οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησης. Η ενημέρωση αυτή δεν θεμελιώνει υποχρέωση των ανωτέρω αρχών να λάβουν απόφαση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.
6. Οι αρμόδιες Αρχές Παραλαβής δύνανται να καταγράφουν και να εξετάζουν κατά προτεραιότητα αιτήσεις διεθνούς προστασίας οι οποίες αφορούν:
α. άτομα που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες κατά την έννοια της διάταξης της παράγραφο 2 του άρθρου 11 του ν. 3907/2011 (Α’ 7) ή χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων,
β. άτομα που υποβάλλουν αίτηση ενόσω κρατούνται, υποβάλλουν αίτηση βάσει του άρθρου 24 ευρισκόμενα σε ζώνες διέλευσης λιμένων ή αερολιμένων της χώρας ή παραμένουν εντός Περιφερειακών Υπηρεσιών Πρώτης Υποδοχής,
γ. άτομα που ενδέχεται να υπαχθούν στις διαδικασίες του Κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου,
δ. άτομα των οποίων οι αιτήσεις εύλογα πιθανολογείται ότι είναι βάσιμες,
ε. άτομα των οποίων οι αιτήσεις χαρακτηρίζονται ως προδήλως αβάσιμες,
στ. άτομα για τα οποία η Ελληνική Αστυνομία με αιτιολογημένο έγγραφό της αναφέρει ότι συνιστούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της χώρας,
ζ. άτομα τα οποία υποβάλλουν μεταγενέστερες αιτήσεις διεθνούς προστασίας κατά το στάδιο του παραδεκτού.
7. Η Αποφαινόμενη Αρχή εξετάζει μία αίτηση με την ταχύρρυθμη διαδικασία, όταν:
α. ο αιτών προέρχεται από ασφαλή χώρα καταγωγής σύμφωνα με το άρθρο 21,
β. η αίτηση είναι προδήλως αβάσιμη. Ως προδήλως αβάσιμη χαρακτηρίζεται μία αίτηση όταν ο αιτών, κατά την υποβολή της αίτησης και τη διεξαγωγή της συνέντευξης, κάνει επίκληση λόγων που προδήλως δεν συνάδουν με την ιδιότητα του πρόσφυγα ή του δικαιούχου επικουρικής προστασίας ή όταν ο αιτών έχει παρουσιάσει προδήλως ασυνεπείς και αντιφατικές πληροφορίες ή σαφώς ψευδείς ή προφανώς απίθανες πληροφορίες, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με επαρκώς τεκμηριωμένες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής, καθιστώντας έτσι σαφώς μη πειστική τη δήλωσή του ως προς το εάν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει του π.δ. 141/2013,
γ. ο αιτών παραπλάνησε τις Αρχές με την παρουσίαση ψευδών πληροφοριών ή εγγράφων ή με την απόκρυψη σχετικών πληροφοριών ή εγγράφων όσον αφορά την ταυτότητα ή/και την εθνικότητά του, που μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την απόφαση,
δ. είναι πιθανόν ότι ο αιτών έχει καταστρέψει ή πετάξει κακόπιστα έγγραφο ταυτότητας ή ταξιδιωτικό έγγραφο που θα βοηθούσε στον προσδιορισμό της ταυτότητας ή της ιθαγένειάς του,
ε. ο αιτών έχει υποβάλει την αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης απέλασης ή με άλλο τρόπο απομάκρυνσής του,
στ. ο αιτών αρνείται να συμμορφωθεί με την υποχρέωση να υποβληθεί σε λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
Έχει διαπιστωθεί επανειλημμένα στην πράξη ότι μέλη της ίδιας οικογένειας να έχουν υποβάλει αιτήσεις στις διαφορετικές διαδικασίες διεθνούς προστασίας κατά το π.δ. 114/2010 ή/και κατά το π.δ. 113/2013. Δεν προβλέπεται με το παρόν νομικό πλαισιο συνεξέταση των αιτήσεων αυτών που αφορούν την ίδια οικογένεια, συνεπώς προσβάλλεται η κοινοτικά κατοχυρωμένη αρχή της οικογενειακής ενότητας για την οποία πρέπει να μεριμνούν οι αρχές εξέτασης των αιτημάτων διεθνούς προστασίας.
Προτείνεται,λοιπόν, προσθήκη παραγράφου 8 ως εξής: «Εάν διαπιστωθεί με οποιονδήποτε τρόπο ότι μέλος ή μέλη της οικογένειάς του αιτούντος διεθνή προστασία έχει ή έχουν αιτηθεί διεθνή προστασία κατά τη διαδικασία του π.δ. 114/2010, ζητείται αρμοδίως ο φάκελος του μέλους ή των μελών της οικογένειας του αιτούντος διεθνή προστασία που υπάγονται στη διαδικασία του ΠΔ 114/2010, συνενώνονται οι αιτήσεις και οι φάκελοι και συνεξετάζονται από τις Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης του παρόντος σε όποιο στάδιο και αν βρίσκεται η διαδικασία.Εάν η ως άνω διαπίστωση λάβει χώρα στο στάδιο του δεύτερου βαθμού οι αρμόδιες Αρχές εξέτασης αναβάλουν την εξέταση της προσφυγής ώστε, κατά την ως άνω διαδικασία, να συνενωθούν και συνεξεταστούν οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας όλων των μελών της οιογένειας».