1.Οι ΔΙΣΑ έχουν ίδιους πόρους πόρους που καλύπτουν πλήρως το κόστος λειτουργίας τους και είναι οι εξής:
α. Η ετήσια εισφορά των ΟΤΑ που εξυπηρετούν και οι εισπράξεις από το αντίτιμο των υπηρεσιών που παρέχουν προς τρίτους.
β. Κάθε είδους επιχορηγήσεις, δωρεές, κληρονομίες και κληροδοσίες.
γ. Λοιπά έσοδα από κάθε πηγή, όπως από την εμπορία υλικών, βιοαερίου και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, πρόστιμα που επιβάλονται για την καθυστερημένη καταβολή εισφορών των ΟΤΑ , την εκπόνηση μελετών και προγραμμάτων κλπ.
δ. ΄Εσοδα από την περιουσία του ΔΙΣΑ.
ε. ΄Εσοδα από κάθε άλλη πηγή.
2.Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης καθορίζονται το ύψος και η συχνότητα καταβολής της ετήσιας εισφοράς των ΟΤΑ, καθώς και η αναλογική σχέση μεταξύ εισφοράς κάθε δήμου και παραγόμενης ποσότητας απρριμμάτων κατ΄ έτος. Για τον υπολογισμό του ύψους λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των υπόχρεων ΟΤΑ, όπως είναι ενδεικτικά ο πληθυσμός τους, ο όγκος των παραγόμενων στερεών αποβλήτων, τα οικονομικά τους μεγέθη, η νησιωτικότητα κλπ. Το ύψος αυτό μπορεί να υπολογίζεται σε ποσοστιαία βάση επί της αξίας των παρεχόμενων υπηρεσιών είτε ως σταθερό είτε ως κλιμακούμενο ποσό.
3.Η ετήσια εισφορά του δήμου προς το ΔΙΣΑ μπορεί να συνίσταται σε μετρητά ή σε είδος, όπως μηχανήματα, οχήματα, εξοπλισμός κλπ..Η εισφορά σε είδος πρέπει να είναι συναφής προς τους σκοπούς του νομικού προσώπου και η αξία της αποτιμάται από την επιτροπή του άρθρου 9 του ν. 2190/1920, όπως ισχύει. Για τη συνάφεια αποφασίζει η εκτελεστική επιτροπή του νομικού προσώπου.
4.Κατ εξαίρεση κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του ΔΙΣΑ και εντός μηνός από τη σύσταση του νομικού προσώπου καταβάλλεται υποχρεωτικά από τους δήμους-μέλη του ΔΙΣΑ το ήμισυ της προβλεπόμενης ετήσιας εισφοράς.
5.Σε περίπτωση μη καταβολής των εισφορών της παραγράφου 2 από τους δήμους- μέλη του ΔΙΣΑ ως το τέλος του οικείου οικονομικού έτους, αυτές μπορεί να παρακρατηθούν εντός του επόμενου έτους από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους και να αποδοθούν απ΄ ευθείας στο νομικό πρόσωπο με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης που εκδίδεται έπειτα από πρόταση του ΔΙΣΑ.
Άρθρο 13 : Πόροι
• Παρ. 1. Είναι κρίμα που ο συντάξας αγνοεί την ύπαρξη της ΚΥΑ 2527/2009 και αυτοσχεδιάζει. Να συνεχίσει να εφαρμόζεται η ΚΥΑ 2527 (ΦΕΚ 83 Β/23-01-2009) που είναι δοκιμασμένη και λειτουργική στη πράξη αρκετά χρόνια και δεν χρειάζεται τίποτε άλλο.
• Παρ. 2. Δηλαδή για κάθε ΔΙΣΑ ο ΥΠΕΣ θα εκδίδει ιδιαίτερη απόφαση (το ύψος δεν μπορεί να είναι ενιαίο για κάθε ΔΙΣΑ).
• Παρ. 2. Τι σημαίνουν :
o αναλογική σχέση μεταξύ εισφοράς κάθε δήμου και παραγόμενης ποσότητας απορριμμάτων κατ΄ έτος
o Το ύψος αυτό μπορεί να υπολογίζεται σε ποσοστιαία βάση επί της αξίας των παρεχόμενων υπηρεσιών είτε ως σταθερό είτε ως κλιμα-κούμενο ποσό.
• Παρ. 5. Με τον τρόπο που προτείνεται εδώ, θα συμβαίνει το εξής:
o Ο Δήμος θα εισπράττει από τη ΔΕΗ (τον πάροχο γενικά) τα χρήμα-τα των δημοτών που προορίζονται αποκλειστικά για τη διαχείριση των απορριμμάτων (για τον ηλεκτροφωτισμό ήδη θα τα έχει παρα-κρατήσει ο πάροχος). Τα χρήματα αυτά ο Δήμος δεν επιτρέπεται να τα διαθέσει για κανέναν άλλο σκοπό (υπάρχει πληθώρα σχετι-κών εγκυκλίων, αποφάσεων, γνωμοδοτήσεων, κλπ).
o Ο Υπουργός θα αφαιρεί χρήματα από τους ΚΑΠ (που προορίζονται για άλλους σκοπούς) για να πληρωθεί η διαχείριση των α-πορριμμάτων που θα έπρεπε να πληρώνεται από τα ανταποδοτικά τέλη που έχει καταβάλει ο δημότης με τον λογαριασμό της ηλεκτρικής ενέργειας.
o Εφόσον δίνεται περιθώριο έως το τέλος του έτους, πολλοί Δήμοι δεν θα τα καταβάλλουν ενδιάμεσα, θα έρχεται ο Δεκέμβριος, θα δηλώνουν αδυναμία και τότε ο ΔΙΣΑ τι θα κάνει; θα περιμένει την επόμενη χρονιά και πότε; Μπορεί κάποιος να φανταστεί τι θα γίνε-ται τον τελευταίο χρόνο της δημοτικής θητείας.
Το θέμα αυτό, έχει επιλυθεί και εφαρμόζεται με επιτυχία τα τελευταία χρόνια με την εφαρμογή του άρθρου 9, το Νόμου 3854/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει (άρθρο 17, Νόμος 4171/2012). Δεν υπάρχει λόγος να αλλάξει.
Η ετήσια εισφορά του δήμου προς το ΔΙΣΑ θα μπορεί να συνίσταται σε είδος,ΜΟΝΟ σε περίπτωση που ο ΔΙΣΑ έχει αποδεχτεί την εισφορά με αυτό το τρόπο,σε κάθε περίπτωση.
Δεν είναι σωστό να υπάρχει εξαναγκασμός του ΔΙΣΑ να δέχεται εισφορές σε
είδος που πιθανόν να μην χρειάζεται ή να μην του είναι απαραίτητος.
Ως προς το άρθρο 13 του σχεδίου νόμου: Στις παραγράφους 5α και 5γ του αρ. 1 του σχεδίου νόμου προβλέπεται ότι τα δημοτικά συμβούλια θα καθορίσουν τις εισφορές τους προς το ΔΙΣΑ. Επίσης, στο άρθρο 13 παράγραφος 2 προβλέπεται ότι οι εισφορές αυτές (ύψος και συχνότητα καταβολής) θα καθορίζονται από τον Υπουργό Εσωτερικών λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά κάθε Δήμου (πχ οικονομικά μεγέθη, νησιωτικότητα). Με αυτή τη διάταξη καταργείται κάθε λογική ανταποδοτικότητας που είχε καθοριστεί με το άρθρο 5 της ΚΥΑ 2527/2009, και η οποία αποτελεί βασική κατεύθυνση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τον καταμερισμό του κόστους διαχείρισης των απορριμμάτων. Η αρχή αυτή, γνωστή ως «ο ρυπαίνων πληρώνει», βασίζεται στην τιμολόγηση της ποσότητας των αποβλήτων που αναλογεί σε κάθε παραγωγό (σε κάθε Δήμο – μέλος του φορέα διαχείρισης) και την οποία πρέπει να τηρούν οι φορείς διαχείρισης απορριμμάτων απέναντι στους Δήμους και τους πολίτες, καθώς τα όποια έσοδα των φορέων διαχείρισης απορριμμάτων προέρχονται κυρίως από αυτή ακριβώς την παροχή υπηρεσίας, που καλύπτεται από τα ανταποδοτικά τέλη που πληρώνουν οι πολίτες προς τους Δήμους. Επομένως, το κόστος διαχείρισης απορριμμάτων καλύπτεται από τα ανταποδοτικά τέλη που καταβάλλουν οι πολίτες προς το Δήμο. Μέχρι σήμερα, τα ποσά αυτά οι φορείς διαχείρισης των απορριμμάτων τα εισέπρατταν είτε απ’ ευθείας από τους Δήμους, είτε από τη ΔΕΗ, με υποχρεωτική παρακράτηση των ποσών που όφειλαν οι Δήμοι και απόδοσή τους στους φορείς διαχείρισης απορριμμάτων, είτε με παρακράτηση των ποσών αυτών από τους ΚΑΠ κάθε Δήμου (εφόσον δεν υπήρχαν ανταποδοτικά τέλη), και με απόδοσή τους από το Υπουργείο Εσωτερικών στους φορείς διαχείρισης απορριμμάτων. Με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου, ο Υπουργός Εσωτερικών θα αποφασίζει, και μάλιστα ανεξέλεγκτα, ότι επειδή ένας Δήμος είναι νησιωτικός ή δεν έχει επαρκή οικονομικά μεγέθη, το κόστος διαχείρισης των απορριμμάτων του θα το επιβαρύνεται ένας άλλος Δήμος (που δεν έχει νησιωτικότητα ή οικονομικά προβλήματα) αυξάνοντας τις εισφορές του και κατ’ επέκταση το ποσό που πρέπει να καταβάλλουν οι Δημότες ως ανταποδοτικό τέλος. Με τον τρόπο αυτό, το οικονομικό βάρος της διαχείρισης των απορριμμάτων ενός Δήμου με οικονομικά προβλήματα, θα το επιβαρύνονται οι πολίτες των υπολοίπων Δήμων. Καταστρατηγείται έτσι κάθε βασική αρχή ανταποδοτικότητας, καθώς και η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» αφού τελικά όσο και να ρυπαίνει ο νησιωτικός ή προβληματικός οικονομικά Δήμος δεν θα πληρώνει αναλογικά και ανταποδοτικά και βέβαια δεν θα έχει και κανένα λόγο-κίνητρο να «αποκατασταθεί» οικονομικά αλλά και να μην παράγει πολλά απορρίμματα (με δράσεις ανάκτησης και ανακύκλωσης) για να μην πληρώνει πολλές εισφορές. Επιπλέον, από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με τις διατάξεις του άρθρου 16 του σχεδίου νόμου, όπως αναλύονται παρακάτω, προκύπτει ότι για τους φορείς που εξαιρούνται από το σχέδιο νόμου, σύμφωνα με τα άρθρα 16 παρ. 1 και 2, θα ισχύουν οι διατάξεις που ίσχυαν μέχρι τώρα, μεταξύ αυτών και οι διατάξεις που καθορίζουν την τιμολογιακή πολιτική τους (ΚΥΑ 2527/2009 και αρ. 9 του ν.3854/2010) με τις οποίες διασφαλίζεται η ανταποδοτικότητα και η αρχή του « ο ρυπαίνων πληρώνει». Επομένως, προκύπτει διαφορετική τιμολογιακή πολιτική μεταξύ των φορέων που θα συσταθούν ως ΔΙΣΑ με το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου, και των φορέων που παραμένουν ως έχουν, δηλαδή Α.Ε. των ΟΤΑ, σύμφωνα με το άρθρο 16 του σχεδίου νόμου. Η τιμολογιακή πολιτική που προβλέπεται για τους ΔΙΣΑ έρχεται σε ευθεία αντίθεση με όσα προβλέπονται από την Ελληνική και Ευρωπαϊκή νομοθεσία σχετικά με την ευθύνη του παραγωγού αποβλήτων και την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Επίσης δεν είναι δυνατό να προκαθοριστεί το ύψος των εσόδων και των εξόδων ενός φορέα από τα Δημοτικά Συμβούλια και τον Υπουργό, όταν δεν είναι γνωστές οι ανάγκες για την ορθή λειτουργία του κάθε έργου προκειμένου να προστατεύεται το περιβάλλον και η υγεία των πολιτών. Δεν προβλέπεται η σύνταξη οικονομοτεχνικής μελέτης από την οποία θα προκύψει το κόστος για κάθε φορέα που συστήνεται. Επομένως, θα προσδιοριστεί από την αρχή ένα ποσό εισφοράς για το ΔΙΣΑ, το οποίο μπορεί να μην καλύπτει τις τρέχουσες ανάγκες λειτουργίας με αποτέλεσμα να υπολειτουργούν τα έργα. Η εκτίμηση του πραγματικού κόστους λειτουργίας ενός φορέα (μισθοδοσία, αναλώσιμα, καύσιμα, έκτακτες δαπάνες, τα αποθεματικά αποκατάστασης και λειτουργίας κάθε ΧΥΤΑ κλπ), δεν μπορεί να είναι εκτίμηση του Δήμου και του Υπουργού αν δεν συνδέονται με τα πραγματικά στοιχεία και απαιτήσεις που έχει κάθε φορέας. Είναι αυτονόητο ότι κάθε έργο διαχείρισης απορριμμάτων (ΧΥΤ, ΜΕΑ, ΕΜΑΚ, ΚΔΑΥ κτλ) έχει ιδιαιτερότητες στη λειτουργία και στις απαιτήσεις του και η γενική προσέγγιση του κόστους είναι βέβαιο ότι δεν θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες κάθε διακριτού έργου. Η προσαρμογή της λειτουργίας των έργων στη λογική των μειωμένων εισφορών που επιδιώκουν να δίνουν οι Δήμοι για να μην αυξάνουν τα δημοτικά τέλη, αλλά και ο αυθαίρετος (χωρίς μελέτη) καθορισμός του λειτουργικού κόστους από τον Υπουργό, μπορούν να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι η διαχείριση απορριμμάτων δεν είχε κόστος. Όμως, με αυτή τη λογική, το περιβαλλοντικό κόστος μπορεί να καταλήξει να είναι τεράστιο και μη αναστρέψιμο, ιδιαίτερα για την υγεία των πολιτών. Δυστυχώς όμως, διαχρονικά στην Ελλάδα, το κόστος λειτουργίας των έργων διαχείρισης απορριμμάτων αντιμετωπίζεται απλά ως χρηματικό ποσό, χωρίς να εξετάζουμε αν με το ποσό αυτό καλύπτονται πλήρως οι ανάγκες του έργου προκειμένου να προστατεύεται το περιβάλλον και η δημόσια υγεία.
Στην παράγραφο 3 του άρθρου 13 προβλέπεται ότι η εισφορά των Δήμων σε είδος αποτιμάται από την επιτροπή του άρθρου 9 του ν. 2190/1920. Αυτό μπορεί να ισχύει για τους ΔΙΣΑ με τη μορφή του ΝΠΙΔ (ΑΕ), αλλά προφανώς δεν μπορεί να ισχύσει για τους ΔΙΣΑ με τη μορφή του ΝΠΔΔ.
Στην παράγραφο 5 του άρθρου 13, προβλέπεται ότι αν δεν πληρώνουν οι Δήμοι την εισφορά τους μέχρι τέλος του έτους, ο ΔΙΣΑ δύναται να ζητήσει την καταβολή τους από τους ΚΑΠ, με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών. Δηλαδή, ο συντάκτης του σχεδίου νόμου πιστεύει ότι ένας ΔΙΣΑ, του οποίου τα έσοδα είναι ακριβώς οι εισφορές των Δήμων, δύναται να λειτουργεί τα έργα διαχείρισης των απορριμμάτων, να πληρώνει το προσωπικό του, να προμηθεύεται πετρέλαια, αναλώσιμα, να συντηρεί γραφεία και να παρέχει υπηρεσίες στους Δήμους για ένα χρόνο χωρίς έσοδα;;;
Στην παράγραφο 5 του άρθρου 13, παρακάμπτεται η υποχρέωση των Δήμων να καλύπτουν το κόστος διαχείρισης των απορριμμάτων τους μέσω των τελών καθαριότητας που καταβάλλουν οι δημότες. Δηλαδή γίνεται δεκτό ότι ο Δήμος θα εισπράττει κάθε μήνα τα ανταποδοτικά τέλη από τους δημότες, μέσω της ΔΕΗ, αλλά δεν θα αποδίδει επί ένα χρόνο στο ΔΙΣΑ το ποσό που αντιστοιχεί στις υπηρεσίες διαχείρισης απορριμμάτων που θα του παρέχει καθημερινά ο ΔΙΣΑ, και αν περάσει ένας χρόνος τότε μόνο μπορεί ο ΔΙΣΑ να αναζητήσει το ποσό αυτό από τους ΚΑΠ. Αυτή η διάταξη είναι δεδομένο ότι θα επιφέρει στους ΔΙΣΑ άμεση οικονομική ασφυξία και δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν ούτε στις στοιχειώδεις και ανελαστικές δαπάνες και τα έργα θα υπολειτουργούν μόνιμα σε βάρος του περιβάλλοντος και της υγείας των πολιτών με την «ευλογία» της πολιτείας. Φαίνεται ότι τα πρόσφατα υπέρογκα πρόστιμα την Ε.Ε. προς τη χώρα για τις ενεργές χωματερές και αυτά που επιβάλλονται για ελλιπή διαχείριση των έργων δεν μπορούν να μας διδάξουν και να μας σωφρονίσουν.