1. Οι αρμόδιες Αρχές προστασίας ασυνόδευτων ανηλίκων λαμβάνουν αμέσως τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να εξασφαλίζεται η αναγκαία εκπροσώπηση των ασυνόδευτων ανηλίκων, προκειμένου να διασφαλιστεί η άσκηση των δικαιωμάτων τους, καθώς και η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο παρόν. Προς τούτο όλες οι δημόσιες Αρχές και κάθε τρίτος, που ενημερώνεται με οποιονδήποτε τρόπο για την άφιξη ή την παρουσία ασυνόδευτου ανηλίκου, ενημερώνουν αμελλητί το Τμήμα Προστασίας Ευπαθών Ομάδων, Προσφύγων-Αιτούντων Άσυλο της Γενικής Διεύθυνσης Πρόνοιας. Το τελευταίο προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για το διορισμό επιτρόπου μέσω του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου Εισαγγελέα. Ο ασυνόδευτος ανήλικος ενημερώνεται αμέσως για τον ορισμό επιτρόπου. Ο επίτροπoς ασκεί τα καθήκοντά του με σκοπό τη διασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντος και της συνολικής ευημερίας του παιδιού. Το πρόσωπο που ενεργεί ως επίτροπος αντικαθίσταται μόνο εφόσον απαιτείται. Τα πρόσωπα, τα συμφέροντα των οποίων συγκρούονται ή θα μπορούσαν ενδεχομένως να συγκρουσθούν με τα συμφέροντα του ασυνόδευτου ανηλίκου δεν μπορούν να ορισθούν ως επίτροποι. Οι αρμόδιες Αρχές προστασίας ασυνόδευτων ανηλίκων πραγματοποιούν σε τακτική βάση αξιολόγηση της καταλληλότητας των επιτρόπων, καθώς και της διαθεσιμότητας των αναγκαίων μέσων για την εκπροσώπηση των ασυνόδευτων ανηλίκων.
2. Στην περίπτωση ασυνόδευτων ανηλίκων, και για όσο διαρκεί η παραμονή τους στη χώρα, οι αρμόδιες Αρχές προστασίας ασυνόδευτων ανηλίκων , μεριμνούν :
α. για τη στέγασή των ασυνόδευτων ανηλίκων μαζί με ενήλικους συγγενείς, για την εξεύρεση αναδόχου οικογένειας, για τη διαμονή σε ειδικά κέντρα φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων, ή σε κέντρα φιλοξενίας, εφόσον υπάρχουν κατάλληλα διαμορφωμένοι προς τούτο χώροι, και πάντα με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού,
β. για την από κοινού στέγαση και συμβίωση των αδελφών, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία, την ωριμότητά και γενικά το συμφέρον κάθε ανηλίκου,
γ. ώστε οι μεταβολές τόπου διαμονής των ασυνόδευτων ανηλίκων να περιορίζονται στο ελάχιστο.
3. Οι αρμόδιες Αρχές προστασίας ασυνόδευτων ανηλίκων δύνανται, κατ’ εξαίρεση, να τοποθετούν ασυνόδευτους ανηλίκους ηλικίας 16 ετών και άνω σε κέντρα φιλοξενίας για ενηλίκους αιτούντες, εάν αυτό είναι προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού σύμφωνα με το άρθρο 17 του παρόντος.
4. Οι αρμόδιες αρχές προστασίας ασυνόδευτων αναζητούν τα μέλη της οικογένειας του ασυνόδευτου ανηλίκου, εν ανάγκη με τη βοήθεια διεθνών ή άλλων σχετικών οργανώσεων, το συντομότερο δυνατόν αφότου υποβληθεί αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, προστατεύοντας παράλληλα το βέλτιστο συμφέρον του. Σε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος να απειληθεί η ζωή ή η ακεραιότητα του ανηλίκου ή των στενών συγγενών του, ιδίως αν αυτοί διαμένουν στη χώρα καταγωγής, η συλλογή, επεξεργασία και διαβίβαση των πληροφοριών που αφορούν τα εν λόγω πρόσωπα γίνεται εμπιστευτικά, ώστε να µη διακυβεύεται η ασφάλειά τους. Σε περίπτωση μη υποβολής ή τελεσίδικης απόρριψης αιτήματος διεθνούς προστασίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του κεφαλαίου Γ΄ του ν. 3907/2011 και ιδίως του άρθρου 25. Πριν τη λήψη δε απόφασης επιστροφής οι αρμόδιες αρχές προστασίας ασυνόδευτων ανηλίκων μεριμνούν με βάση το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού για την τυχόν εφαρμογή των περιπτώσεων α, β και δ της παραγράφου 2 του αρθρου 19Α του ν. 4251/2014, όπως προστέθηκε με την παράγραφο 25 του άρθρου 8 του ν. 4332/2015.
5. Το προσωπικό που ασχολείται με υποθέσεις ασυνόδευτων ανηλίκων πρέπει να διαθέτει και να λαμβάνει συνεχώς κατάλληλη κατάρτιση σχετικά με τις ανάγκες των ανηλίκων. Το προσωπικό αυτό έχει καθήκον εχεμύθειας για τα προσωπικά δεδομένα των οποίων λαμβάνει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή επ’ ευκαιρία αυτών.
Το άρθρο 18 του Σχεδίου Νόμου θα πρέπει να αναφέρεται διασταλτικά στην «εκπροσώπηση και συνδρομή από εκπρόσωπο» (διασταλτικά), όπως άλλωστε κάνει και η υπό ενσωμάτωση Οδηγία, καθώς επίσης θα πρέπει να αναφέρεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην Οδηγία και όχι «στο παρόν».
Επίσης η ρητή αναφορά των αρχών που ενημερώνονται αμελλητί, θα πρέπει να διαγραφεί, γιατί το ζήτημα της ανάθεσης, ανάκλησης ή μεταφοράς αρμοδιοτήτων από τη μία αρχή στην άλλη ταλανίζει γενικά τη δημόσια διοίκηση και σε κάθε περίπτωση δε χρειάζεται, αλλά και δεν ενδείκνυται η ρητή αναφορά της αρμόδιας αρχής στο κείμενο νόμου της ενσωμάτωσης της Οδηγίας. Εν προκειμένω μάλιστα η αρμοδιότητα από 01/09/2016 έχει μεταφερθεί στο Υπουργείο Εσωτερικών και η αναφορά αυτή περιπλέκει τα πράγματα. Σε κάθε περίπτωση, τα ζητήματα αυτά μπορούν ευκόλως να ρυθμιστούν με ΚΥΑ. Παράλληλα η Οδηγία δεν αναφέρεται ρητά στην Εισαγγελική Αρχή για το διορισμό επιτρόπου.
Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη κατά την ενσωμάτωση ότι θα πρέπει να τηρούνται τα δικαιώματα που ορίζονται στη Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού (στην οποία κάνει ρητή αναφορά το κείμενο της Οδηγίας στην παράγραφο 9 του Προοιμίου, και κυρίως να μπορεί να εκφράσει τη γνώμη του και αυτή να λαμβάνεται υπόψη.
Θα ήταν γενικά χρήσιμο να συμμορφωθεί ο Νόμος με την απαρίθμηση της Οδηγίας.
Στην παρ. 5 του άρθρου 18 του Σχεδίου Νόμου, θα πρέπει να γίνεται αναφορά στους απασχολούμενους με ασυνόδευτους ανηλίκους και όχι μόνο με τις υποθέσεις τους, όπως άλλωστε συμβαίνει και στο κείμενο της υπό ενσωμάτωσης Οδηγίας
Επίσης η διάταξη του Σχεδίου Νόμου σύμφωνα με την οποία «Σε περίπτωση μη υποβολής ή τελεσίδικης απόρριψης αιτήματος διεθνούς προστασίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του κεφαλαίου Γ΄ του ν. 3907/2011 και ιδίως του άρθρου 25. Πριν τη λήψη δε απόφασης επιστροφής οι αρμόδιες αρχές προστασίας ασυνόδευτων ανηλίκων μεριμνούν με βάση το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού για την τυχόν εφαρμογή των περιπτώσεων α, β και δ της παραγράφου 2 του άρθρου 19Α του ν. 4251/2014, όπως προστέθηκε με την παράγραφο 25 του άρθρου 8 του ν. 4332/2015.» θα πρέπει να αφαιρεθεί από το κείμενο της ενσωμάτωσης, καθώς κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από την Οδηγία και άρα αποτελεί άλλη μια εσφαλμένη ενσωμάτωση.
Σχετικά με τον διορισμό επιτρόπου, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι το άρθρο 24 της Οδηγίας 2013/33 ΕΕ αναφέρει τον όρο «εκπρόσωπος» (στο αγγλικό κείμενο χρησιμοποιείται ο όρος Representative) και όχι επίτροπος. Επομένως η οδηγία φαίνεται ότι αναφέρεται σε θεσμό που προσομοιάζει περισσότερο στα εξουσιοδοτημένα από τον Εισαγγελέα πρόσωπα και λιγότερο στο διορισμό επιτρόπου όπως προβλέπεται στον Αστικό Κώδικα (Α.Κ).
Εν προκειμένω η χρήση του όρου «επίτροπος» δεν είναι ορθή, καθώς με βάση τις διατάξεις του Α.Κ., για τους ανηλίκους που στερούνται οικογενειακού περιβάλλοντος, ο Εισαγγελέας δύναται να καταθέσει αίτηση κατά την εκούσια διαδικασία, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, προκειμένου να οριστεί επίτροπος, πρόσωπο που ο Εισαγγελέας προτείνει.
Από το παρόν άρθρο απουσιάζει ένα οργανωμένο σχέδιο επιτροπείας των ασυνόδευτων ανηλίκων, για τους οποίους εκ του νόμου επίτροπος παραμένει ο Εισαγγελέας Ανηλίκων, ρύθμιση που αποδεικνύεται πολύ προβληματική και χαοτική στην πράξη. Επιπλέον, δεν ορίζονται με σαφήνεια οι αρμοδιότητες των επιτρόπων που δρουν κατ΄εξουσιοδότηση του Εισαγγελέα Ανηλίκων. Θα έπρεπε να υπάρχει αποτελεσματικό σύστημα εντοπισμού ασυνόδευτων από τα πρώτα εικοσιτετράωρα εισόδου τους στη χώρα και άμεσου διορισμού επιτρόπου που θα αναλαμβάνει τους ανηλίκους σε όλες τις υποθέσεις τους (στέγαση-διαμονή, νομικές διαδικασίες, εκπαίδευση, ιατροφαρμακευτικά θέματα κ.ο.κ.).
Τέλος, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για συστηματοποίηση και ουσιαστική εφαρμογή του θεσμού της αναδοχής, στην περίπτωση των ασυνόδευτων ανηλίκων, μέσω μίας ειδικής διαδικασίας προσδιορισμού κατάλληλων οικογενειών-αναδόχων ταχύτερης από τη γενική του Αστικού Κώδικα. Αν λειτουργούσε ευέλικτα ο θεσμός της αναδοχής στην περίπτωση των ασυνόδευτων ανηλίκων, θα μπορούσε να αποσυμφορηθεί το σύστημα στέγασης του ΕΚΚΑ, το οποίο αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες στέγασης όλων των ευάλωτων ομάδων που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη χώρα, αλλά και το σύστημα επιτροπείας το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, εξακολουθεί να παρουσιάζει προβληματικά σημεία.
Η λειτουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος προστασίας των ασυνόδευτων ανηλίκων αποτελεί ένα διαχρονικά εξαιρετικά προβληματικό ζήτημα, για το οποίο μεταξύ άλλων οι ελληνικές αρχές ελέγχονται από τα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης . Η διάταξη του άρθρου 18 δεν επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις σε ό, τι αφορά το υφιστάμενο πλαίσιο για τους ασυνόδευτων ανηλίκων και υπό αυτήν την έννοια το σχέδιο νόμου δεν επιλύει κομβικά ζητήματα που αφορούν στην προστασία των ασυνόδευτων ανηλίκων (π.χ. σύστημα αποτελεσματικής επιτροπείας).
Η απουσία αποτελεσματικού συστήματος επιτροπείας και ο ορισμός εκ του νόμου, σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα ισχύοντα (ΠΔ 220/2007), ως προσωρινού επιτρόπου του Εισαγγελέα Ανήλικων ή του κατά τόπον αρμόδιου Εισαγγελέα, έχει στο παρελθόν επικριθεί ως απολύτως αναποτελεσματικό στην πράξη . Με τη διάταξη του άρθρου 18, απαλείφεται το σχετικό χωρίο της προϊσχύουσας νομοθεσίας «οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον Εισαγγελέα Ανηλίκων και, όπου δεν υπάρχει, τον κατά τόπον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ο οποίος ενεργεί ως προσωρινός επίτροπος και προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για το διορισμό επιτρόπου του ανηλίκου» (άρθρο 17 ΠΔ 220/2007), σύμφωνα με την οποία ιδρυόταν η αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Ανηλίκων ως προσωρινού Επιτρόπου και η εξ αυτής νομιμοποίηση για τον διορισμό επιτρόπου του ανηλίκου, και την αντικαθιστούν με την διατύπωση «το τελευταίο (σημ. Τμήμα Πρόνοιας Ευπαθών Ομάδων, Προσφύγων – Αιτούντων Άσυλο της Γενικής Διεύθυνσης Πρόνοιας) προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για τον διορισμό επιτρόπου μέσω του καθ’ ύλην αρμόδιου Εισαγγελέα Ανηλίκων».
Ωστόσο, η προτεινόμενη διάταξη όχι μόνο δεν επιλύει τα κρίσιμα ζητήματα προστασία που καταγράφονται εξαιτίας της απουσίας αποτελεσματικού συστήματος επιτροπείας, αλλά η απαλοιφή του σχετικού χωρίου, στο οποίο προβλεπόταν εκ του νόμου ότι αρμόδιος Εισαγγελέας ενεργεί ως προσωρινός Επίτροπος, καθιστά αδύνατη την υλοποίηση οιασδήποτε πράξης εξ ονόματος του ασυνόδευτου ανηλίκου για όσο διάστημα εκκρεμεί ο διορισμός μόνιμου επιτρόπου, όπως π.χ. η κατάθεση αιτήματος ασύλου ασυνόδευτου κάτω των 14 ετών.
Τέλος, το σχέδιο νόμου δημιουργεί ζητήματα αρμοδιότητας μεταξύ των υπηρεσιών του Ελληνικού Δημοσίου με ευθύνη τα ζητήματα ασυνόδευτων ανηλίκων, με συνέπειες για την αποτελεσματική προστασία των ασυνόδευτων ανηλίκων.
Συγκεκριμένα και παρά το γεγονός ότι ήδη με το άρθρο 80 παρ. 22 ν. 4375/2016, από 1.9.2016 οι αρμοδιότητες του Τμήμα Προστασίας Ευπαθών Ομάδων, Προσφύγων-Αιτούντων Άσυλο της Γενικής Διεύθυνσης Πρόνοιας του Υπουργείου Εργασίας ως προς το σκέλος που αφορά μεταξύ άλλων τους ασυνόδευτους ανηλίκους, έχουν καταργηθεί και έχουν ανατεθεί στην Διεύθυνσης Υποδοχής της Γενικής Γραμματείας Υποδοχής του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, όπως επίσης και το σύνολο του προσωπικού του Τμήματος αυτού έχει αποσπαστεί υποχρεωτικά στην Διεύθυνση Υποδοχής (άρθρο 80 παρ. 24 ν. 4375/2016), το άρθρο 2 ιδ) του σχεδίου νόμου ορίζει εκ νέου ως αρμόδια αρχή για την προστασία των ασυνόδευτων ανηλίκων τις «υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Πρόνοιας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1, το Τμήμα Προστασίας Ευπαθών Ομάδων, Προσφύγων-Αιτούντων Άσυλο της Γενικής Διεύθυνσης Πρόνοιας ορίζεται ως η αρμόδια αρχή η οποία ενημερώνεται για την άφιξη ή την παρουσία ασυνόδευτου ανηλίκου και προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για το διορισμό Επιτρόπου. Συνεπώς, η συγκεκριμένη διάταξη του σχεδίου νόμου, εάν δεν οφείλεται σε αβλεψία, δημιουργεί σοβαρά ζητήματα κατακερματισμού και αποτελεσματικής λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και ασάφειας ως προς την αρμόδια αρχή, με επιπτώσεις στην προστασία των ασυνόδευτων.
Αναφορικά με την παράγραφο 3, προτείνεται η ημιαυτόνομη διαβίωση για τους ανηλίκους άνω των δεκαέξι (16) ετών, υπό την εποπτεία είτε κρατικών φορέων, είτε Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών, πρακτική που ακολουθείται και από άλλες χώρες της Ε.Ε.
Σχετικά με τον διορισμό επιτρόπου, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι το άρθρο 24 της Οδηγίας 2013/33 ΕΕ αναφέρει τον όρο «εκπρόσωπος» (στο αγγλικό κείμενo χρησιμοποιείται ο όρος Representative) και όχι επίτροπος. Επομένως η οδηγία φαίνεται ότι αναφέρεται σε θεσμό που προσομοιάζει περισσότερο στα εξουσιοδοτημένα από τον Εισαγγελέα πρόσωπα και λιγότερο στο διορισμό επιτρόπου όπως προβλέπεται στον Αστικό Κώδικα (Α.Κ).
Εν προκειμένω η χρήση του όρου «επίτροπος» δεν είναι ορθή, καθώς με βάση τις διατάξεις του Α.Κ., για τους ανηλίκους που στερούνται οικογενειακού περιβάλλοντος, ο Εισαγγελέας δύναται να καταθέσει αίτηση κατά την εκούσια διαδικασία, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, προκειμένου να οριστεί επίτροπος, πρόσωπο που ο Εισαγγελέας προτείνει.
Ως εκ τούτου, προτείνεται η συνεργασία μεταξύ των κρατικών αρχών και οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών, όπως η ΜΕΤΑδραση, που διατηρούν ήδη μητρώο εκπαιδευμένων και καταρτισμένων προσώπων, τα οποία προβαίνουν στη λήψη εξουσιοδοτήσεων από τους κατά τόπους αρμόδιους Εισαγγελείς για την προάσπιση των δικαιωμάτων των ανηλίκων.
Είναι σημαντικό να καθοριστούν οι αρμοδιότητες του εκπροσώπου των ασυνόδευτων ανηλίκων και να προβλεφθεί η υποχρεωτική παρουσία του σε οποιαδήποτε στάδιο της διαδικασίας ασύλου (από την είσοδο του ανηλίκου στη χώρα). Επιπλέον, κρίνεται σκόπιμο να καθοριστεί το πλαίσιο αρμοδιοτήτων του εκπροσώπου σε σχέση με τα ιατρικά και εκπαιδευτικά ζητήματα.
Όπως εύστοχα έχουν επισημάνει ήδη και άλλες οργανώσεις, είναι επιτακτική η ρητή θέσπιση της πλήρους απαγόρευσης κράτησης ανηλίκων. Ο έλληνας νομοθέτης δεν μπορεί στο ζήτημα της διοικητικής κράτησης παιδιών και εφήβων, δηλαδή της κράτησης χωρίς καταδικαστική απόφαση για διάπραξη εγκλήματος, να είναι πίσω από τον ποινικό νομοθέτη του Ν. 4322/2016, ο οποίος επιφυλάσσει ποινικό σωφρονισμό (δηλαδή εγκλεισμό) σε ανηλίκους, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για τη διάπραξη πολύ σοβαρών εγκλημάτων.
Οι Γιατροί του Κόσμου – Ελλάδας εκφράζουν την ικανοποίησή τους ότι στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου περιλαμβάνεται σειρά ρυθμίσεων για τη στέγαση, φιλοξενία, προστασία και την παροχή συνδρομής προς τους ασυνόδευτους ανηλίκους, προκειμένου να διασφαλιστεί ο σεβασμός και η άσκηση των δικαιωμάτων τους.
Παρολ’ αυτά, δεν μπορούν να μην σημειώσουν ότι, για μία ακόμα φορά ο Έλληνας νομοθέτης δεν προβαίνει σε ρητή απαγόρευση της κράτηση ασυνόδευτων παιδιών, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται η σημερινή πρακτική της κράτησης ασυνόδευτων ανηλίκων, εξαιτίας της ανεπάρκειας των υφιστάμενων θέσεων φιλοξενίας, πρακτική που δεν συμβαδίζει με την υποχρέωση σεβασμού του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού.
Οι Γιατροί του Κόσμου –Ελλάδας υπενθυμίζουν τη γενική τους θέση ότι τα παιδιά μετανάστες και πρόσφυγες που φτάνουν στην Ευρώπη μετά από δύσκολα και επικίνδυνα ταξίδια θα πρέπει, πριν από όλα αντιμετωπίζονται ως παιδιά – υποκείμενα δικαιωμάτων και όχι ως παραβάτες της μεταναστευτικής νομοθεσίας. Αποτελεί παγία θέση της Οργάνωσής μας ότι ο περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας των ανηλίκων θα πρέπει να λαμβάνει χώρα για ελάχιστο χρονικό διάστημα και μόνο για λόγους που αφορούν την καταγραφή τους και εν συνεχεία να παραπέμπονται σε κατάλληλες δομές φιλοξενίας.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι η Οργάνωσή μας, με βάση την εμπειρία μας στο Κέντρο Υποδοχής και ταυτοποίησης της Μόριας της Λέσβου, όπου έχουμε αναλάβει την ιατρική και ψυχοκοινωνική συνδρομή των φιλοξενούμενων πολιτών τρίτων χωρών, έχει επισημάνει επανειλημμένως ότι η παρατεταμένη παραμονή των ασυνόδευτων ανηλίκων σε συνθήκες εγκλεισμού έχει προκαλέσει σημαντική επιδείνωση της ψυχολογίας τους.
Ενδεικτική είναι η αύξηση των περιστατικών όπου οι ανήλικοι εκδηλώνουν κρίσεις πανικού, διαταραχές ύπνου και όρεξης, επιθετική ή αυτοκαταστροφική συμπεριφορά κ.ά. Τα ανωτέρω συμπτώματα, είτε ενυπήρχαν πριν τον εγκλεισμό, είτε επιδεινώθηκαν, είτε εκδηλώθηκαν ως άμεση συνέπεια αυτού.
Επομένως, η κράτηση των παιδιών, πρέπει να σταματήσει άμεσα και να δοθούν κατάλληλες, ανοιχτές, ασφαλείς εναλλακτικές, που να παρέχουν πρόσβαση στις απαιτούμενες υπηρεσίες, καθώς και υποστήριξη. Για μία ακόμα φορά οι Γιατροί του Κόσμου επιθυμούν να επισημάνουν ότι το καθεστώς κράτησης δεν αποβαίνει ποτέ προς όφελος των παιδιών.