1. Οι αρμόδιες Αρχές προστασίας ασυνόδευτων ανηλίκων λαμβάνουν αμέσως τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να εξασφαλίζεται η αναγκαία εκπροσώπηση των ασυνόδευτων ανηλίκων, προκειμένου να διασφαλιστεί η άσκηση των δικαιωμάτων τους, καθώς και η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο παρόν. Προς τούτο όλες οι δημόσιες Αρχές και κάθε τρίτος, που ενημερώνεται με οποιονδήποτε τρόπο για την άφιξη ή την παρουσία ασυνόδευτου ανηλίκου, ενημερώνουν αμελλητί το Τμήμα Προστασίας Ευπαθών Ομάδων, Προσφύγων-Αιτούντων Άσυλο της Γενικής Διεύθυνσης Πρόνοιας. Το τελευταίο προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για το διορισμό επιτρόπου μέσω του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου Εισαγγελέα. Ο ασυνόδευτος ανήλικος ενημερώνεται αμέσως για τον ορισμό επιτρόπου. Ο επίτροπoς ασκεί τα καθήκοντά του με σκοπό τη διασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντος και της συνολικής ευημερίας του παιδιού. Το πρόσωπο που ενεργεί ως επίτροπος αντικαθίσταται μόνο εφόσον απαιτείται. Τα πρόσωπα, τα συμφέροντα των οποίων συγκρούονται ή θα μπορούσαν ενδεχομένως να συγκρουσθούν με τα συμφέροντα του ασυνόδευτου ανηλίκου δεν μπορούν να ορισθούν ως επίτροποι. Οι αρμόδιες Αρχές προστασίας ασυνόδευτων ανηλίκων πραγματοποιούν σε τακτική βάση αξιολόγηση της καταλληλότητας των επιτρόπων, καθώς και της διαθεσιμότητας των αναγκαίων μέσων για την εκπροσώπηση των ασυνόδευτων ανηλίκων.
2. Στην περίπτωση ασυνόδευτων ανηλίκων, και για όσο διαρκεί η παραμονή τους στη χώρα, οι αρμόδιες Αρχές προστασίας ασυνόδευτων ανηλίκων , μεριμνούν :
α. για τη στέγασή των ασυνόδευτων ανηλίκων μαζί με ενήλικους συγγενείς, για την εξεύρεση αναδόχου οικογένειας, για τη διαμονή σε ειδικά κέντρα φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων, ή σε κέντρα φιλοξενίας, εφόσον υπάρχουν κατάλληλα διαμορφωμένοι προς τούτο χώροι, και πάντα με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού,
β. για την από κοινού στέγαση και συμβίωση των αδελφών, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία, την ωριμότητά και γενικά το συμφέρον κάθε ανηλίκου,
γ. ώστε οι μεταβολές τόπου διαμονής των ασυνόδευτων ανηλίκων να περιορίζονται στο ελάχιστο.
3. Οι αρμόδιες Αρχές προστασίας ασυνόδευτων ανηλίκων δύνανται, κατ’ εξαίρεση, να τοποθετούν ασυνόδευτους ανηλίκους ηλικίας 16 ετών και άνω σε κέντρα φιλοξενίας για ενηλίκους αιτούντες, εάν αυτό είναι προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού σύμφωνα με το άρθρο 17 του παρόντος.
4. Οι αρμόδιες αρχές προστασίας ασυνόδευτων αναζητούν τα μέλη της οικογένειας του ασυνόδευτου ανηλίκου, εν ανάγκη με τη βοήθεια διεθνών ή άλλων σχετικών οργανώσεων, το συντομότερο δυνατόν αφότου υποβληθεί αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, προστατεύοντας παράλληλα το βέλτιστο συμφέρον του. Σε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος να απειληθεί η ζωή ή η ακεραιότητα του ανηλίκου ή των στενών συγγενών του, ιδίως αν αυτοί διαμένουν στη χώρα καταγωγής, η συλλογή, επεξεργασία και διαβίβαση των πληροφοριών που αφορούν τα εν λόγω πρόσωπα γίνεται εμπιστευτικά, ώστε να µη διακυβεύεται η ασφάλειά τους. Σε περίπτωση μη υποβολής ή τελεσίδικης απόρριψης αιτήματος διεθνούς προστασίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του κεφαλαίου Γ΄ του ν. 3907/2011 και ιδίως του άρθρου 25. Πριν τη λήψη δε απόφασης επιστροφής οι αρμόδιες αρχές προστασίας ασυνόδευτων ανηλίκων μεριμνούν με βάση το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού για την τυχόν εφαρμογή των περιπτώσεων α, β και δ της παραγράφου 2 του αρθρου 19Α του ν. 4251/2014, όπως προστέθηκε με την παράγραφο 25 του άρθρου 8 του ν. 4332/2015.
5. Το προσωπικό που ασχολείται με υποθέσεις ασυνόδευτων ανηλίκων πρέπει να διαθέτει και να λαμβάνει συνεχώς κατάλληλη κατάρτιση σχετικά με τις ανάγκες των ανηλίκων. Το προσωπικό αυτό έχει καθήκον εχεμύθειας για τα προσωπικά δεδομένα των οποίων λαμβάνει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή επ’ ευκαιρία αυτών.