1. Οι αρμόδιες Αρχές υποδοχής και φιλοξενίας μεριμνούν για την παροχή υλικών συνθηκών υποδοχής και υπηρεσιών στους αιτούντες διεθνή προστασία καθώς και στους ανήλικους πολίτες τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς, ανεξάρτητα από το εάν έχουν υποβάλλει αίτημα διεθνούς προστασίας, οι οποίες θα πρέπει να τους εξασφαλίζουν ένα επαρκές βιοτικό επίπεδο, το οποίο εγγυάται τη συντήρησή τους και προστατεύει τη σωματική και ψυχική τους υγεία. Το ίδιο βιοτικό επίπεδο εξασφαλίζεται και στην περίπτωση ατόμων με ειδικές ανάγκες υποδοχής καθώς και στην περίπτωση των ατόμων που τελούν υπό κράτηση.
2. Οι διατάξεις του ν.δ. 57/1973 (ΦΕΚ Α’ 149), όπως κάθε φορά ισχύει, για την κοινωνική προστασία, εφαρμόζονται και στους αιτούντες διεθνή προστασία.
3. Οι διατάξεις του Ν. 4389/2016 (ΦΕΚ Α΄94), καθώς και κάθε μορφής κοινωνική προστασία που παρέχεται στους ημεδαπούς υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος ή δελτίου, εφαρμόζεται και στους αιτούντες διεθνή προστασία κατά το μέρος που είναι αναγκαίο για την εξασφάλιση επαρκούς βιοτικού επιπέδου, υπό την επιφύλαξη κάλυψης μέρους των αναγκών αυτών με παροχές σε είδος, οπότε η παρεχόμενη προστασία δύναται να διαφοροποιείται κατά ανάλογο μέρος.
4. Η παροχή του συνόλου ή μέρους των υλικών συνθηκών υποδοχής τελεί υπό την προϋπόθεση ότι οι αιτούντες δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, που να τους εξασφαλίζουν κατάλληλο βιοτικό επίπεδο, επαρκές για τη διαφύλαξη της υγείας τους και της συντήρησής τους, σύμφωνα με τους όρους που ισχύουν για τους Έλληνες πολίτες. Εάν διαπιστωθεί ότι ο αιτών διέθετε επαρκείς κατά τα ανωτέρω πόρους, για την κάλυψη των υλικών συνθηκών υποδοχής και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης καθόσο χρόνο καλύπτονταν οι εν λόγω βασικές ανάγκες, οι χορηγούμενες παροχές διακόπτονται και οι αρμόδιες Αρχές δύνανται να ζητούν την επιστροφή της αποτιμώμενης δαπάνης από τον αιτούντα.
Το σχέδιο νόμου προβλέπει την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών για παροχή υλικών συνθηκών υποδοχής και υπηρεσιών στους αιτούντες άσυλο. Σειρά διατάξεων, ωστόσο, προβλέπουν τη δυνατότητα περιορισμού του δικαιώματος αυτού.
Πλέον των επιμέρους επιφυλάξεων σχετικά με τη σκοπιμότητα των προβλεπόμενων περιορισμών, υπογραμμίζουμε ότι όπως έχει ήδη αποφανθεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων το Άνθρωπου , λαμβάνοντας υπόψη ότι «η υποχρέωση για προσφορά στέγης και αξιοπρεπών υλικών συνθηκών στους φτωχούς αιτούντες άσυλο σήμερα αποτελεί μέρος του θετικού ελληνικού δικαίου και βαρύνει τις ελληνικές αρχές σύμφωνα με τους όρους της ίδιας της εθνικής νομοθεσίας που έχει μεταφέρει το κοινοτικό δίκαιο», η στέρηση των συνθηκών υποδοχής μπορεί να γεννήσει ένα ζήτημα υπό το πρίσμα του άρθρου 3 ΕΣΔΑ (απαγόρευση βασανιστηρίων, απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης). Συνεπώς και λαμβάνοντας υπόψη την θετική υποχρέωση των ελληνικών αρχών να παρέχουν συνθήκες υποδοχής στους αιτούντες άσυλο, κανένας περιορισμός δεν μπορεί να φτάνει στο σημείο να στερεί από τους αιτούντες άσυλο ένος minimum επίπεδου αξιοπρεπούς διαβίωσης, καθώς σε διαφορετική περίπτωση, εγείρονται ζητήματα νομιμότητας υπό το πρίσμα του άρθρου 3 ΕΣΔΑ.
Ως προς αυτούς καθαυτούς τους όρους για τον περιορισμό των συνθηκών υποδοχής επισημαίνουμε ότι αυτοί δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται in abstracto, αλλά θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα επί μακρόν διαπιστωμένα προβλήματα που σχετίζονται με το ελληνικό σύστημα ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής. Πιο συγκεκριμένα:
– η δυνατότητα περιορισμού ή ανάκλησης των συνθηκών υποδοχής προσώπου που καταθέτει μεταγενέστερο αίτημα ασύλου (Άρθρο 15 παρ. 1 γ’), οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις επί μακρόν διαπιστωμένες δομικές δυσλειτουργίες του ελληνικού συστήματος ασύλου –ιδιαίτερα του ισχύοντος υπό το ΠΔ114/2010-, που είχαν ως αποτέλεσμα τη στέρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας ή την αδυναμία της ανανέωσης αυτού, χωρίς την εξέταση των σχετικών αιτημάτων στο πλαίσιο ενός δίκαιου και αποτελεσματικού συστήματος ασύλου. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, αλλά μοναδική επιλογή για την πρόσβαση στην προστασία.
– η δυνατότητα περιορισμού ή ανάκλησης των συνθηκών υποδοχής σε περίπτωση μη υποβολής αιτήματος ασύλου σε εύλογο χρονικό διάστημα από την άφιξη του στην χώρα (άρθρο 15 παρ. 2), οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα προβλήματα πρόσβασης στη διαδικασία ασύλου, όπως έχουν διαπιστωθεί και καταγραφεί
– η δυνατότητα εξάρτησης των συνθηκών υποδοχής «από την πραγματική διαμονή των αιτούντων σε συγκεκριμένο τόπο» (άρθρο 6 παρ. 2) ή περιορισμού ή όλως εξαιρετικώς ανάκλησης των υλικών συνθηκών υποδοχής, σε περίπτωση που ο αιτών εγκαταλείψει τον τόπο διαμονής που του έχει καθοριστεί χωρίς να ενημερώσει ή χωρίς άδεια (Άρθρο 15 παρ. 1α’), δεν μπορεί να αξιολογηθεί χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι απολύτως ακατάλληλες συνθήκες που επικρατούν σε σημαντικό αριθμό δομών φιλοξενίας.
Το ζήτημα της επάρκειας πόρων διατυπώνεται με μεγάλη γενικότητα. Η ρύθμιση είτε πρέπει να παραπέμπει στην κείμενη νομοθεσία που αφορά π.χ. το μισθό του ανειδίκευτου εργάτη, είτε πρέπει να χρησιμοποιεί επιμέρους σαφή και ορισμένα κριτήρια και μέσα απόδειξης, για την αποφυγή αδικιών και καταχρήσεων.