1. Οι ανήλικοι πολίτες τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς , κατά την παραμονή τους στη χώρα, έχουν πρόσβαση στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, υπό προϋποθέσεις ανάλογες με αυτές που ισχύουν για τους Έλληνες πολίτες και με διευκολύνσεις ως προς την εγγραφή σε περίπτωση αντικειμενικής αδυναμίας υποβολής όλων των απαιτούμενων δικαιολογητικών. Σχετική δημόσια εκπαίδευση μπορεί να παρέχεται και εντός των κέντρων φιλοξενίας. Η πρόσβαση στο εκπαιδευτικό σύστημα παρέχεται ενόσω τυχόν μέτρο απομάκρυνσης που εκκρεμεί κατά των ιδίων ή των γονέων τους δεν εκτελείται. Το δικαίωμα παρακολούθησης δευτεροβάθμιων σπουδών δεν ανακαλείται αποκλειστικά και μόνο λόγω ενηλικιώσεως.
2. Η ένταξη στο εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να λαμβάνει χώρα το αργότερο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της ταυτοποίησης του ανηλίκου.
3. Εφόσον κρίνεται αναγκαίο θα παρέχονται στους ανήλικους προπαρασκευαστικά μαθήματα, συμπεριλαμβανομένων μαθημάτων γλώσσας, προκειμένου να διευκολύνεται η πρόσβαση στο εκπαιδευτικό σύστημα.
4. Όταν, για ειδικούς λόγους που αφορούν τον ανήλικο, είναι αδύνατη η πρόσβασή του στο εκπαιδευτικό σύστημα, θα λαμβάνονται τα κατάλληλα προς τούτο μέτρα, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.
5. Η πρόσβαση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση καθώς και σε προγράμματα μαθητείας δεν περιορίζεται στους ανήλικους, αλλά μπορεί να αφορά και ενήλικες αιτούντες άσυλο υπό προϋποθέσεις ανάλογες με αυτές που ισχύουν για τους Έλληνες πολίτες.
6. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζονται οι ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις εφαρμογής των ως άνω παραγράφων του παρόντος άρθρου.
Η παρ. 1 του άρθρου 10 του Σχεδίου Νόμου, θα πρέπει να υιοθετήσει τη διατύπωση του άρθρου 14 της υπό ενσωμάτωση Οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο, «Τα κράτη μέλη παρέχουν πρόσβαση».
Προτείνεται δε η απαλοιφή της πρόβλεψης παροχής εκπαίδευσης στα κέντρα φιλοξενίας για τους λόγους που αναφέρουν οι υπόλοιπες οργανώσεις που σχολιάζουν και πρόκειται για δυνατότητα και όχι υποχρέωση του κράτους.
Ως προς δε την παρ. 2 του άρθρου 10 του Σχεδίου Νόμου, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η έννοια της ταυτοποίησης δεν είναι σαφής. Επίσης η Οδηγία στο άρθρο 14 παρ. 2 αναφέρεται στην ημερομηνία υποβολής της αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας, όπως αυτή προφανώς προκύπτει από το άρθρο 6 της Οδηγίας 32/2013, περί κοινών διαδικασιών χορήγησης και ανάκλησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι αυτό είναι που ρυθμίζει τα ζητήματα υποβολής αίτησης ασύλου-διεθνούς προστασίας και άρα σε αυτό πρέπει να αναφέρεται ο Νόμος. Διαδικασία Ταυτοποίησης δεν προβλέπεται κάπου στην Οδηγία και η αναφορά μιας ασαφούς έννοιας προς την έναρξη της προθεσμίας δεν είναι προς το μείζον συμφέρον των ανηλίκων.
Η εκπαίδευση εντός των κέντρων φιλοξενίας πρέπει να γίνεται δεκτή μόνο προσωρινά για περιορισμένο χρονικό διάστημα, εφόσον δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα πρόσβασης σε σχολείο. Απεναντίας, αν η εκπαίδευση παρέχεται μόνο εντός των κέντρων φιλοξενίας (προβλέπεται ως πιθανότητα-δυνατότητα στην παρ.1 εδ.β’), εγείρεται ζήτημα γκετοποίησης, περιθωριοποίησης των ανηλίκων και αποκλεισμού τους από το κοινωνικό γίγνεσθαι, με αποτέλεσμα τη δυσκολία ενσωμάτωσής τους στην ελληνική κοινωνία.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10, η οποία καθιερώνει το δικαίωμα πρόσβασης στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, «σχετική δημόσια εκπαίδευση μπορεί να παρέχεται και εντός των κέντρων φιλοξενία».
Επισημαίνουμε ότι η παροχή εκπαίδευσης σε διαχωρισμένο και απομονωμένο σχολικό περιβάλλον εντός κέντρου φιλοξενίας, δυσχεραίνει την κοινωνική ένταξη των παιδιών και ενδέχεται να γεννήσει ζητήματα διακριτικής μεταχείρισης λόγω εθνικής προέλευσης, κατά παράβαση των υποχρεώσεων των ελληνικών αρχών. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει ήδη υπογραμμίσει «τη σημασία της εγγραφής των παιδιών στα δημοτικά σχολεία, όχι μόνο για την απόκτηση γνώσεων, αλλά και για την ένταξη των παιδιών στην κοινωνία» και συνεπώς η σχετική πρόβλεψη του άρθρου 10 του σχεδίου νόμου είναι προβληματική από αυτήν την άποψη.
Επιπλέον, σε ότι αφορά στην πρόσβαση των ενηλίκων αιτούντων άσυλο στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, παρά την επί της αρχής κατοχύρωση της στο άρθρο 10 παρ.5 του σχεδίου νόμου, αυτή δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση των αιτούντων άσυλο. Η πρόβλεψη ότι η πρόσβαση των ενηλίκων αιτούντων άσυλο στην εκπαίδευση λαμβάνει χώρα «υπό προϋποθέσεις ανάλογες με αυτές που ισχύουν για τους ‘Έλληνες πολίτες» δείχνει να μην λαμβάνει υπ’ όψιν, όπως κάνει ορθώς στην περίπτωση των ανηλίκων (άρθρο 10 παρ. 1), την αντικειμενική δυσκολία των αιτούντων άσυλο να προσκομίζουν τυχόν απαιτούμενα έγγραφα ταυτοπροσωπίας ή αποδεικτικά της μέχρι τώρα εκπαίδευσής τους.
Η όποια εκπαιδευτική δραστηριότητα εντός των κέντρων φιλοξενίας δεν μπορεί παρά να έχει χαρακτήρα προπαρασκευαστικό και απολύτως προσωρινό. Το κράτος οφείλει να αποφύγει τα λάθη του παρελθόντος (βλ. εκπαίδευση Ρομά, μειονότητας στη Θράκη κ.λπ.) και να τηρήσει τη συνταγματική επιταγή της πρόσβασης όλων των ανηλίκων, συμπεριλαμβανομένων των αιτούντων διεθνή προστασία αλλά και όλων των ανηλίκων ανεξαρτήτως του καθεστώτος διαμονής τους στη χώρα, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και τις δραστηριότητες της εκπαιδευτικής κοινότητας. Η εκπαίδευση των παιδιών πρέπει να γίνεται μέσα στα δημόσια σχολεία της χώρας.
Με το Άρθρο 10 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου εισάγονται ρυθμίσεις που αφορούν στην πρόσβαση των ανηλίκων και μη αιτούντων διεθνή προστασία στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, υπό προϋποθέσεις ανάλογες µε αυτές που ισχύουν για τους Έλληνες πολίτες και µε συγκεκριμένες διευκολύνσεις που λαμβάνουν υπόψη τις ειδικότερες ανάγκες τους.
Το δικαίωμα στην εκπαίδευση είναι βασικό ανθρώπινο δικαίωμα, το οποίο οφείλει να σέβεται, προστατεύει και προωθεί το ελληνικό κράτος. Κάθε παιδί έχει δικαίωμα στην εκπαίδευση και, πολύ περισσότερο, κάθε παιδί αιτούντα άσυλο, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό και το εθνικό δίκαιο. Επομένως, οι ως άνω ειδικές ρυθμίσεις αναφορικά με την πρόσβαση των αιτούντων διεθνή προστασία στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορούν παρά να ιδωθούν θετικά.
Εντούτοις, οι Γιατροί του Κόσμου δεν μπορούν να μην εκφράσουν τον προβληματισμό τους για το γεγονός ότι σύμφωνα με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου η σχετική δημόσια εκπαίδευση στους ανήλικους αιτούντες διεθνή προστασία αλλοδαπούς μπορεί να παρέχεται και εντός των κέντρων φιλοξενίας.
Η ελεύθερη πρόσβαση των αλλοδαπών πολιτών τρίτων χωρών που διαμένουν στην ελληνική επικράτεια, αδιακρίτως και ανεξαρτήτως του καθεστώτος διαμονής τους ή των γονέων τους, στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, στα δημόσια σχολεία ανά την επικράτεια, αποτέλεσε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ίσως τη σημαντικότερη απόφαση που έλαβε η ελληνική πολιτεία στη χάραξη μιας μεταναστευτικής πολιτικής με στόχο την ενσωμάτωση των πολιτών τρίτων χωρών. Πολλά από τα παιδιά αυτά, ενήλικοι σήμερα, αναγνωρίζουν την Ελλάδα ως πατρίδα τους και συμμετέχουν ενεργά στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας μας.
Έτσι, και τώρα, η ελληνική πολιτεία οφείλει να πράξει το ίδιο: να εξασφαλίσει την πρόσβαση όλων των ανηλίκων αιτούντων διεθνή προστασία σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και τη συμμετοχή τους στις δραστηριότητες της σχολικής ή εκπαιδευτικής κοινότητας.
Δίχως να παραγνωρίζει κανείς την ιδιαίτερη ευάλωτη κατάσταση των παιδιών των προσφύγων και μεταναστών και την ιδιαίτερη προσοχή που απαιτείται, καθόσον πολλά εξ αυτών έχουν στερηθεί την εκπαίδευση για μεγάλο χρονικό διάστημα και έχουν βιώσει ιδιαίτερα τραυματικές εμπειρίες, εντούτοις επισημαίνουμε ότι η εκπαίδευση των παιδιών αυτών χρειάζεται να πραγματοποιηθεί μέσα στα δημόσια σχολεία και νηπιαγωγεία, μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά, με συνθήκες συνεκπαίδευσης και όχι στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, εντός των δομών φιλοξενίας.
Τέλος, οι Γιατροί του Κόσμου εκφράζουν την ικανοποίησή τους ότι στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου προβλέπεται ρητώς ότι η πρόσβαση στο εκπαιδευτικό σύστημα ανήλικων πολιτών τρίτων χωρών παρέχεται και ενόσω εκκρεμεί προς εκτέλεση κατά των ιδίων ή των γονέων τους μέτρο απομάκρυνσης τους από τη χώρα (απέλαση, επιστροφή κ.ά.). Σημειώνεται ότι με βάση το π.δ. 220/2007, που καταργείται με τον προτεινόμενο σχέδιο νόμου, κάθε ανήλικος/η και ασυνόδευτος/η ανήλικος/η έχει πρόσβαση σε όλες βαθμίδες της εκπαίδευσης, μόνο εφόσον δεν εκκρεμεί προς εκτέλεση μέτρο απομάκρυνσης κατά των ιδίων ή των γονέων τους. Η εν λόγω διάταξη του π.δ. 220/2007 έχει έντονα επικριθεί ότι παραβιάζει το άρθρο 2 παρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σύμφωνα με το οποίο, «ουδείς δύναται να στερηθεί του δικαιώματος όπως εκπαιδευθεί» καθώς και τη Σύμβαση του Ο.Η.Ε. για τα δικαιώματα του παιδιού.
Ως θετική, επίσης, εγγράφεται η ρητή πρόβλεψη ότι η πρόσβαση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση καθώς και σε προγράμματα μαθητείας δεν περιορίζεται στους ανήλικους, αλλά μπορεί να αφορά και ενήλικες αιτούντες άσυλο υπό προϋποθέσεις ανάλογες με αυτές που ισχύουν για τους Έλληνες πολίτες.