Άρθρο 07 – (Άρθρα 8 έως 11 Οδηγίας 2013/33/ΕE) – Κράτηση και εγγυήσεις κράτησης για αιτούντες διεθνή προστασία

Για την κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016 όπως ισχύει.

  • Το εν λόγω άρθρο παραπέμπει στο άρθ. 46 ν. 4375/2016 το οποίο όμως μεταφέρει ελλιπώς την Οδηγία 2013/33/ΕΕ. Συγκεκριμένα, στον ελληνικό νόμο προβλέπεται μόνο ότι η κράτηση ανηλίκων θα πρέπει να αποφεύγεται ενώ παραλείπεται η επιτακτική απαγόρευση της Οδηγίας (αρθ. 11 παρ. 3) «Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι δεν κρατούνται ποτέ σε σωφρονιστικά καταστήματα».
    Επιπλέον, στο άρθρο 46 του ν. 4375/2016 δεν προβλέπεται ως γνώμονας όλων των αποφάσεων που αφορούν τον ανηλίκο το μείζον συμφέρον του (αρθ.11 παρ.2. Οδηγίας) ούτε υπάρχει πρόβλεψη για διερμηνέα (άρθρο 10 παρ. 5 Οδηγίας) και επίσκεψη του κρατουμένου από μέλη της οικογένειάς του, νομικό σύμβουλο, συνήγορο ή σχετικές ΜΚΟ (αρθ. 10 παρ.4 Οδηγίας).

  • Άρθρο 7

    Η σχετική διάταξη του σχεδίου νόμου ως προς την κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία παραπέμπει στο άρθρο 46 ν. 4375/2016. Ωστόσο, το άρθρο 46 ν. 4375/2016, δεν ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το σύνολο των σχετικών διατάξεων της Αναθεωρημένης Οδηγίας περί Υποδοχής (άρθρα 8 έως 11). Συνεπώς σημαντικές εγγυήσεις που περιλαμβάνονται στην Οδηγία περί Υποδοχής, δεν ενσωματώνονται στο ελληνικό δίκαιο και άρα θα πρέπει να ενσωματωθούν τα άρθρα 10 και 11 της Οδηγίας.

    Στο κείμενο της Οδηγίας, η θέση αιτούντα σε κράτηση είναι δυνητική και μάλιστα εάν δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα. Αντίθετα στο κείμενο του Σχεδίου Νόμου, ο αιτών παραμένει υπό κράτηση και άρα η κράτηση καθίσταται ο κανόνας.

    Επίσης οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να υποβληθεί σε κράτηση ο αιτών, στο κείμενο της Οδηγίας απαριθμούνται αποκλειστικά (με τη λέξη «μόνο») και όχι διαζευκτικά (με «ή» ανάμεσα στους λόγους). Έτσι πρέπει να ενσωματωθεί το κείμενο της Οδηγίας και στο Νόμο, καθότι η διατύπωση με τα διαζευκτικά «ή» στο Σχέδιο Νόμου, διευρύνει σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό την έννοια του κινδύνου διαφυγής.

    Έτσι η περίπτωση α. που απαριθμεί η Οδηγία είναι η εξής και πρέπει να συμπεριληφθεί στο Νόμο της ενσωμάτωσης ως ακολούθως:

    α. για τη διαπίστωση ή επαλήθευση η ταυτότητα ή η υπηκοότητά του

    Ως προς την περίπτωση β., το άρθρο 46 παρ. 2β 4375/2016 παραπέμπει στο άρθρο 18ζ του ν 3907/2011 ως παραπομπή σε εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν αντιστοιχεί σε εθνικό δίκαιο αλλά ενσωματώνει το άρθρο 3 της οδηγίας 2008/115. Σημειώνεται ότι (η οδηγία δεν είναι πλέον σε ισχύ) ο τρόπος με τον οποίο ο εθνικός νομοθέτης ενσωμάτωσε τότε την οδηγία δεν συνάδει ούτε με το γράμμα ούτε με το πνεύμα της τότε εν ισχύ οδηγίας.

    Συγκεκριμένα, ενώ το προς ενσωμάτωση κείμενο της οδηγίας ανέφερε ως κίνδυνο διαφυγής επί λέξει
    «κίνδυνος διαφυγής» : η ύπαρξη λόγων, σε ατομική περίπτωση, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων οριζομένων από το δίκαιο, οι οποίοι οδηγούν στην εικασία αντικειμενικών κριτηρίων οριζομένων από το δίκαιο, οι οποίοι οδηγούν στη εικασία ότι υπήκοος τρίτης χώρας υποκείμενος σε διαδικασίες επιστροφής μπορεί να διαφύγει

    το άρθρο 18ζ ν 3907/2011 το ορίζει ως
    ζ. «κίνδυνος διαφυγής»: η βάσιμη εικασία, στηριζόμενη σε συρροή αντικειμενικών κριτηρίων, ότι σε συγκεκριμένη ατομική περίπτωση ο υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος υπόκειται σε διαδικασία επιστροφής, μπορεί να διαφύγει. Τέτοια αντικειμενικά κριτήρια αποτελούν ενδεικτικά: ζα) η μη συμμόρφωση με την υποχρέωση οικειοθελούς αναχώρησης, ζβ) η ρητή εκδήλωση της πρόθεσης για μη συμμόρφωση με την απόφαση επιστροφής, ζγ) η κατοχή πλαστών εγγράφων, ζδ) η παροχή ψευδών πληροφοριών στις αρχές, ζε) η ύπαρξη καταδικαστικών ενδείξεων ότι έχει διαπραχθεί ή επίκειται η διάπραξη ποινικού αδικήματος από το συγκεκριμένο άτομο, ζστ) η έλλειψη ταξιδιωτικών εγγράφων, ζη) η προηγούμενη διαφυγή και ζθ) η μη συμμόρφωση με υφιστάμενη απαγόρευση εισόδου

    Αυτή είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση απόκλισης της εθνικής από την ευρωπαϊκή νομοθεσία η οποία συστηματικά λειτουργεί περισταλτικά σε βάρος των δικαιωμάτων των υποκειμένων δικαίου.

    Στην παράγραφο γ θα πρέπει να αφαιρεθεί η λέξη «υποβάλλει» αίτηση ασύλου και να αντικατασταθεί με το ορθό κατά την Οδηγία «ασκεί» αίτηση ασύλου.
    Η παράγραφος δ. με την έκφραση «εφόσον συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, δημιουργεί την πεποίθηση-εικόνα ότι ο αιτών είναι εκ των προτέρων ύποπτος, μιλώντας μάλιστα με βάση την κρίση της εθνικής αρχής και όχι τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α.

    Στην παράγραφο ε, της παραγράφου 2 του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016, που επαναλαμβάνεται στο παρόν Σχέδιο Νόμου, ο κίνδυνος διαφυγής ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2 ιδ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013, αντιθέτως με την Οδηγία, όπου το κείμενο αναφέρεται στο άρθρο 28 του ίδιου Κανονισμού.

    Το περιεχόμενο του άρθρου 28 διευρύνει τα δικαιώματα των προσώπων και δεν έχει καμία σχέση με το άρθρο 2 του Κανονισμού.

    Στην παρ.3. του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016, που επαναλαμβάνεται στο παρόν Σχέδιο Νόμου, προβλέπεται ότι η απόφαση κράτησης λαμβάνεται από τον οικείο Αστυνομικό Διευθυντή και, προκειμένου περί των Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων Αττικής και Θεσσαλονίκης, τον αρμόδιο για θέματα αλλοδαπών Αστυνομικό Διευθυντή, και περιέχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Στις περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ και ε΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, η απόφαση κράτησης λαμβάνεται κατόπιν εισήγησης του Προϊσταμένου της αρμόδιας Αρχής Παραλαβής. Ωστόσο τέτοια πρόβλεψη δεν υπάρχει πουθενά στην Οδηγία. Παράλληλα δε γίνεται καμία πρόβλεψη-αναφορά εναλλακτικών της κράτησης λύσεων, όπως στο άρ. 8 παρ. 4 της υπό ενσωμάτωση Οδηγίας, οι οποίες θα μπορούσαν να αποσυμφωρήσουν τα αστυνομικά τμήματα-κέντρα κράτησης και να περιφρουρήσει τα δικαιώματα των αιτούντων.

    Στην παρ. 4. α. του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016, που επαναλαμβάνεται στο παρόν Σχέδιο Νόμου, προβλέπεται ότι «Η κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία επιβάλλεται για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα» ενώ στο άρθρο 9 της Οδηγίας προβλέπεται ότι η κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια. Η ποσοτική αυτή διάσταση της διατύπωσης (μικρότερη δυνατή διάρκεια) δίνει μια έμφαση που πρέπει να διατηρηθεί στο κείμενο του Νόμου καθώς εκτός των άλλων, δίνει τη δυνατότητα να νομολογηθεί και να προσδιοριστεί, χωρίς να θεωρεί αναγκαία έστω και για ένα διάστημα την κράτηση.

    Επίσης το κείμενο του Σχεδίου Νόμου, παραλείπει το εδάφιο α της Οδηγίας για έλλειψη περιττών καθυστερήσεων, γεγονός που συνδέεται με την ανωτέρω επιλογή διατύπωσης σε σχέση με τον απολύτως αναγκαίο χρόνο κράτησης, επιδεικνύοντας την έλλειψη σεβασμού στους αιτούντες και τη δυσκαμψία του συστήματος.

    Τα στοιχεία 4 β, γ, δ θα πρέπει να αφαιρεθούν καθότι δεν αντιστοιχούν σε άρθρα της Οδηγίας, ούτε προβλέπονται σε αυτήν.

    Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι προκαλεί αρνητική έκπληξη το γεγονός ότι με το άρθρο 4 δ του Σχεδίου Νόμου, επιδιώκεται η παράνομη επαναφορά των 6 συν 12 μηνών κράτησης, διάταξη που τόσο έντονα επικρίθηκε στο παρελθόν και για την οποία έχει εκδοθεί πλήθος αντίθετων δικαστικών αποφάσεων. Η εν λόγω διάταξη πέραν του ότι καμία σχέση δεν έχει με το κείμενο της Οδηγίας, άρα δεν αποτελεί ενσωμάτωση αυτής και όλως καταχρηστικά επιχειρείται η καθιέρωσή της μέσω του Σχεδίου Νόμου, δημιουργεί μια κατάσταση ποινικοποίησης του αιτούντα άσυλο και της διαδικασίας ασύλου.

    Αντιστρόφως, το Σχέδιο Νόμου, δεν περιλαμβάνει διάταξη που να αποδίδει αυτό που προβλέπεται στο άρθρο 9 παρ.2 της Οδηγίας και άρα πρέπει να προστεθεί άρθρο που να προβλέπει ότι «Η κράτηση αιτούντος διατάσσεται εγγράφως από τις δικαστικές ή διοικητικές αρχές. Στη διαταγή κράτησης αναφέρονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι στους οποίους αυτή βασίζεται.»

    5. H αρχική απόφαση κράτησης και η απόφαση παράτασης της κράτησης διαβιβάζεται στον πρόεδρο ή τον υπ’ αυτού οριζόμενο πρωτοδίκη του διοικητικού πρωτοδικείου στην Περιφέρεια του οποίου κρατείται ο αιτών, ο οποίος κρίνει για τη νομιμότητα της επιβολής του μέτρου της κράτησης και εκδίδει παραχρήμα την απόφαση του, την οποία διατυπώνει συνοπτικά σε τηρούμενο πρακτικό, αντίγραφο του οποίου διαβιβάζει αμέσως στην αρμόδια αστυνομική αρχή. Εφόσον ζητηθεί, ο αιτών διεθνή προστασία ή ο δικαστικός του πληρεξούσιος ακούγεται υποχρεωτικά από τον δικαστή, τούτο δε μπορεί να διατάξει σε κάθε περίπτωση και ο δικαστής. Σε αυτήν την περίπτωση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 3 και επόμενες του άρθρου 76 του ν. 3386/2005. Η ανωτέρω διαδικασία δεν περιορίζει τη δυνατότητα του αιτούντος να προβάλλει αντιρρήσεις κατά της απόφασης κράτησης ή παράτασης της κράτησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο.

    Η παράγραφος 5 του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016, που επαναλαμβάνεται στο παρόν Σχέδιο Νόμου, και κατά κάποιο τρόπο ενσωματώνει το άρθρο 9 παρ. 3 της Οδηγίας. Ωστόσο στην περίπτωση της δικαστικής επανεξέτασης της νομικότητας της κράτησης αυτεπαγγέλτως και/ή κατόπιν αιτήσεως του αιτούντος, στο Σχέδιο Νόμου παραλείπεται η φράση «το συντομότερο δυνατό» της Οδηγίας η οποία θα πρέπει να προστεθεί. Επίσης θα πρέπει να προστεθεί η δυνατότητα αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κρατουμένου σε κάθε περίπτωση.

    Σύμφωνα με το άρθρο 243 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας με τίτλο «Αντιρήσεις κατά τη σύλληψη» όπως αυτός ίσχυε μέχρι το 2010, προέβλεπε ότι:

    1. Ο συλλαμβανόμενος σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 237, μπορεί, πριν να εγκλειστεί στη φυλακή, να προβάλει αντιρρήσεις ως προς τη νομιμότητα της σύλληψής του. Με τις αντιρρήσεις μπορεί, επίσης, να προβάλει την , μετά τη συζήτηση της αίτησης για την προσωπική κράτησή του, επέλευση των, κατά την πρώτη περίοδο της παρ. 1 του άρθρου 238, αποσβεστικών γεγονότων του συνολικού χρέους του. Οι αντιρρήσεις πρέπει να διαλαμβάνουν συγκεκριμένους λόγους, μπορούν δε να προβληθούν και προφορικώς, οπότε συντάσσεται συναφώς , από το γραμματέα, σχετική έκθεση.
    2. Στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου, το πρόσωπο που έχει συλληφθεί οδηγείται αμέσως, από το αστυνομικό όργανο, στον πρόεδρο πρωτοδικών, ή στον από αυτόν οριζόμενο πρωτοδίκη, του πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου έγινε η σύλληψη.

    Δηλαδή το άρθρο 243 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. προέβλεπε ότι σε περίπτωση που συλληφθεί κάποιος προσάγεται άμεσα στον Πρόεδρο Υπηρεσίας του Οικείου Διοικητικού Πρωτοδικείου και εξετάζεται.

    Για να ενσωματωθεί η Οδηγία με σεβασμό στο Σύντγμα, όπου στο άρθρο 6 προβλέπει ότι «Κανείς δεν κρατείται για περισσότερες από 5 μέρες χωρίς αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα», προτείνεται η επαναφορά της ανωτέρω διάταξης. Επίσης θα πρέπει να τηρείται η αρχή της δημοσιότητας σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 2 και συνεπώς η διδικασία θα πρέπει να διεξάγεται δημόσισα, σε αίθουσα δικαστηρίου και όχι να λαμβάνονται ιδιωτικώς με βάση μόνο έγγραφα σε κελειστά γραφεία, όπου κανείς δεν έχει καν τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τα όσα διαλαμβάνονται.

    Η διάταξη όπως αυτή προβλέπεται στο Σχέδιο Νόμου, παραβιάζει εκτός του Συντάγματος και το αρθρο 5 της ΕΣΔΑ.

    Για αυτόν που αντιδρά για την κράτησή του με αίτηση (αντιρρήσεις), θα πρέπει η απόφαση να εκδίδεται σε χρονικό διάστημα το οποίο έχει οριστεί. Όπως έχει σμιλευθεί νομολογιακά από το ΕΔΔΑ, η διάρκεια αυτή, δεν θα πρέπει να ξεπερνάει τις 7 μέρες (Saadi v UK).

    «Από τη νομολογία τη σχετική με το άρθρο 5 § 1 στ) προκύπτει ότι προκειμένου να μην χαρακτηριστεί αυθαίρετη, η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου κράτησης πρέπει να γίνεται καλή τη πίστη. Πρέπει επίσης να συνδέεται στενά με τον σκοπό που αφορά την παρεμπόδιση ενός ατόμου να εισέλθει παράνομα στη χώρα. Επιπλέον, ο τόπος και οι συνθήκες κράτησης πρέπει να είναι κατάλληλα. Τέλος, η διάρκεια της κράτησης δεν πρέπει να υπερβαίνει την εύλογη προθεσμία που είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του διωκόμενου σκοπού (πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση Saadi κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC], § 74).

    Συνεπώς τονίζεται η ανάγκη εναρμόνισης της διοικητικής πρακτικής με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, καθώς και με τα στοιχεία 5 και 6 του άρθρου 9 της Οδηγίας.

    6. Οι αιτούντες που κρατούνται, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, έχουν τα δικαιώματα προσφυγής και υποβολής αντιρρήσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και επόμενες του άρθρου 76 του ν. 3386/2005, όπως ισχύει.

    7. Οι κρατούμενοι αιτούντες διεθνή προστασία, σε περίπτωση αμφισβήτησης της απόφασης κράτησης, δικαιούνται δωρεάν νομική συνδρομή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του ν. 3226/2004 (Α΄ 24), οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως.

    Σχετικά με τις παρ. 6, 7, του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016, που επαναλαμβάνεται στο παρόν Σχέδιο Νόμου, απουσιάζει η ενημέρωση του κρατουμένου σε γλώσσα που κατανοεί σχετικά με τα δικαιώματά του προσφυγής και υποβολής αντιρρήσεων καθώς και του δικαιώματός του για παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής.

    Σχετικά με το δικαίωμα σε δωρεάν νομική συνδρομή, θα πρέπει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 4 του ΑΚ, ο αλλοδαπός απολαμβάνει τα αστικά δικαιώματα του ημεδαπού και όχι του νόμιμου αλλοδαπου ανεξάρτητα από το καθεστώς διαμονής τους – νομιμότητας ή μη-.

    8. Η κράτηση του αιτούντος διεθνή προστασία συνιστά λόγο επιτάχυνσης της διαδικασίας ασύλου, λαμβανομένης υπόψη της, τυχόν, έλλειψης κατάλληλων χώρων και των δυσχερειών εξασφάλισης αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης των τελούντων σε κράτηση. Οι δυσχέρειες αυτές καθώς και η ευαλωτότητα των αιτούντων κατά το άρθρο 14 παράγραφος 8 του παρόντος συνεκτιμώνται για την επιβολή ή την παράταση της κράτησης. Σε περίπτωση κράτησης αλλοδαπού ή ανιθαγενή ο οποίος υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας υπό κράτηση, ενημερώνεται αμέσως ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Αρχής Παραλαβής ή/και ο Διοικητικός Διευθυντής της Αρχής Προσφυγών, ο οποίος μεριμνά για την κατά προτεραιότητα εξέταση της αίτησης ή της προσφυγής.

    Σχετικά με την παρ. 8 του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016, που επαναλαμβάνεται στο παρόν Σχέδιο Νόμου, επισημαίνεται αρχικά ότι δεν αντιστοιχεί σε κάποιο άρθρο της Οδηγίας – Πως θα μπορούσε άλλωστε; – και άρα δεν πρόκειται για ενσωμάτωση. Είναι εντυπωσιακό, ότι στη παρούσα παράγραφο, το Σχέδιο Νόμου επιχειρεί να ληθφεί η έλλειψη κατάλληλων χώρων και οι δυσχέρειες εξασφάλισης αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης ως μια κανονικότητα, η οποία θα προβλέπεται και από το Νόμο. Κάτι τέτοιο εκτός από μη ανεκτό σε ένα Κράτος-Μέλος της Ε.Ε., είναι και κραυγαλέο, όταν μάλιστα η Ελλάδα έχει κατακριθεί διεθνώς σχετικά με τις συνθήκες υποδοχής, διαβίωσης και κράτησης προσφύγων.

    Σχετικά με την παρ. 9 του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016, που επαναλαμβάνεται στο παρόν Σχέδιο Νόμου, επισημαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνεται αναφορά στο εθνικό δίκαιο αλλά στο άρθρο 16 της Οδηγίας καθότι πέραν των όσων έχουν προαναφερθεί, ο εθνικός νόμος μπορεί να τροποποιηθεί ανά πάσα στιγμή.

    Σχετικά με το άρθρο 10 του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016, που επαναλαμβάνεται στο παρόν Σχέδιο Νόμου, η παράγραφος β αυτού θα πρέπει να διαγραφεί και στη θέση τη να μπει αυτούσια η παρ. 3 του άρθρου 11 της υπό ενσωμάτωσης Οδηγίας, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της διάταξης όπως αυτή προβλέπεται στο Σχέδιο Νόμου δεν έχει καμία σχέση με την Οδηγία που ενσωματώνεται.

    Επίσης θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο κείμενο της Ενσωμάτωσης οι παράγραφοι 3, 7, 8, και 9 του άρθρου 9 της Οδηγίας καθώς επίσης να συμπεριληφθούν αυτούσια στο κείμενο του Νόμου τα άρθρα 10 και 11 της υπό ενσωμάτωσης Οδηγίας.

  • Η σχετική διάταξη του σχεδίου νόμου ως προς την κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία παραπέμπει στο άρθρο 46 ν. 4375/2016. Ωστόσο, το άρθρο 46 ν. 4375/2016, δεν ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το σύνολο των σχετικών διατάξεων της Αναθεωρημένης Οδηγίας περί Υποδοχής (άρθρα 8 έως 11). Έτσι σημαντικές εγγυήσεις που περιλαμβάνονται στην Οδηγία περί Υποδοχής, δεν ενσωματώνονται στο ελληνικό δίκαιο, όπως ενδεικτικά:
    -το δικαίωμα μελών της οικογένειας του κρατουμένου, νομικών σύμβουλων ή συνηγόρων και πρόσωπων που εκπροσωπούν συναφείς μη κυβερνητικές οργανώσεις να επικοινωνούν και να επισκέπτονται τον κρατούμενο αιτούντα σε συνθήκες που σέβονται τα δικαιώματα ιδιωτικού βίου (10 παρ. 4) ή
    -το ‘πρωταρχικό μέλημα’ των αρχών ως προς την προστασία της υγείας, συμπεριλαμβανομένης της ψυχικής υγείας των κρατουμένων,
    -το ‘πρωταρχικό μέλημα’ των αρχών ως προς τον σεβασμό του μείζονος συμφέροντος του ανήλικου.
    Συνεπώς, η προτεινόμενη διάταξη του σχεδίου νόμου πέραν του ότι στερεί σημαντικές εγγυήσεις από τους κρατούμενους αιτούντες άσυλο, συνιστά επιπλέον και πλημμελή ενσωμάτωση της Αναθεωρημένης Οδηγίας Υποδοχής.
    Επισημαίνεται, τέλος, ότι για ακόμη μια φορά οι ελληνικέ αρχές δεν καταργούν ρητά την δυνατότητα κράτησης παιδιών (συνοδευόμενων ή ασυνόδευτων), παρά το γεγονός, ότι όπως επανειλημμένα διαπιστώνουν διεθνής και εθνικοί φορείς «η κράτηση δεν μπορεί ποτέ να είναι προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Ακόμη και υπό το πρόσχημα της ‘προστατευτικής κράτησης’ είναι απολύτως μη αποδεκτό τα παιδία να κρατούνται διοικητικά ».

  • 27 Οκτωβρίου 2016, 13:00 | Ιωάννης Αβρανάς

    Άρθρο 7 (άρθρα 8 έως 11 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ) – Κράτηση και εγγυήσεις κράτησης για αιτούντες διεθνή προστασία

    Στα ως άνω αναφερόμενα τρία πρώτα άρθρα της Οδηγίας (άρθρα 8, 9 και 10) τίθενται οι βασικές προϋποθέσεις, οι αναγκαίες συνθήκες και οι απαιτούμενες εγγυήσεις, στην περίπτωση των οποίων η κράτηση των αιτούντων διεθνούς προστασίας δύναται να εφαρμοστεί σε συμφωνία με τις επιταγές της Οδηγίας για την υποδοχή των αιτούντων. Στο άρθρο 11 γίνεται ειδική αναφορά στις επιπρόσθετες εγγυήσεις προστασίας που απαιτούνται στην περίπτωση της κράτησης ευάλωτων ατόμων και αιτούντων με ειδικές ανάγκες υποδοχής, κατά την έννοια του άρθρου 2§ια και του άρθρου 21 της Οδηγίας.

    Δεδομένου ότι το προτεινόμενο σχέδιο δεν εισηγείται καμία τροποποίηση ή βελτίωση των όσων ισχύουν σύμφωνα με το τρέχον, εθνικό νομοθετικό πλαίσιο αναφορικά με το ζήτημα της κράτησης των αιτούντων διεθνή προστασία, αλλά περιορίζεται σε απλή αναφορά στην ισχύουσα εθνική νομοθεσία, με παραπομπή στο άρθρο 46 του ν4375/2016 – το οποίο επικαλείται ονομαστικά τα επίμαχα άρθρα της Οδηγίας και κατά συνέπεια οφείλει να τα λαμβάνει υπόψη – το αποτέλεσμα είναι η διατήρηση της ισχύος των συγκεκριμένων διατάξεων.

    Παρατηρήσεις:

    α. Κράτηση ανηλίκων

    Σύμφωνα με τις διατάξεις του επίμαχου άρθρου του ν4375/2016, οι αναφορές στην περίπτωση της κράτησης ανηλίκων είναι οι ακόλουθες:

    «(Οι αρμόδιες αρχές) Αποφεύγουν την κράτηση των ανήλικων. Ανήλικοι που έχουν χωριστεί από τις οικογένειές τους και ασυνόδευτοι ανήλικοι κατά κανόνα δεν κρατούνται […] Ανήλικοι που έχουν χωριστεί από την οικογένεια τους και ασυνόδευτοι ανήλικοι κρατούνται χωριστά από ενήλικους κρατουμένους […]Σε περίπτωση κράτησης ανηλίκων, αυτοί έχουν τη δυνατότητα να ασχολούνται με δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, συμπεριλαμβανομένων των παιχνιδιών και των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων που αρμόζουν στην ηλικία τους και απρόσκοπτη πρόσβαση στην εκπαίδευση» .

    Κατ’ αντιστοιχία με τις ως άνω διατάξεις του ν4375/2016, στην παράγραφο 2 του άρθρου 11 της Οδηγίας, αναφέρεται:

    «Οι ανήλικοι τίθενται υπό κράτηση μόνο σε έσχατη ανάγκη και εφόσον αποδειχθεί ότι δεν μπορούν να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά άλλα εναλλακτικά, λιγότερο περιοριστικά μέτρα. Η εν λόγω κράτηση είναι όσο το δυνατόν συντομότερη και καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για την απελευθέρωση των κρατούμενων ανηλίκων και για την τοποθέτησή τους σε κατάλληλα για ανηλίκους καταλύματα».

    Οι διατυπώσεις του προτεινόμενου σχεδίου δε συνιστούν κατά την κρίση μου ένα πλαίσιο που παρέχει τις απαιτούμενες εγγυήσεις προστασίας των ευάλωτων προσώπων και δη των ανηλίκων, ασυνόδευτων και μη, για το διάστημα που τελούν υπό κράτηση, όπως τίθενται μάλιστα υπό το πρίσμα των σχετικών διατάξεων της Οδηγίας.

    Στην περίπτωση των διατάξεων που αφορούν στην κράτηση ανηλίκων εν γένει, υφίσταται απόκλιση σημαντική μεταξύ της αποφυγής κράτησης (ν4375/2016) και εκείνης που εφαρμόζεται μόνο σε έσχατη ανάγκη (Οδηγία), όπως επίσης μεταξύ μιας καθιερωμένης πρακτικής που συνίσταται στην αποφυγή της κράτησης (ν4375/2016) και μιας απαιτούμενης προϋπόθεσης τεκμηρίωσης της αδυναμίας εφαρμογής άλλων ευνοϊκότερων μέτρων (Οδηγία) προκειμένου να είναι επιτρεπτή η λήψη της σχετικής απόφασης.

    β. Κράτηση ασυνόδευτων ανηλίκων

    Στις προβλέψεις του εδαφίου β της παραγράφου 10 του άρθρου 46 του ν4375/2016, όπου παραπέμπει η τρέχουσα διατύπωση του άρθρου 7 του προτεινόμενου σχεδίου, πλέον όσων επισημάνθηκαν στην περίπτωση των ανηλίκων (σημείο α), αναφέρονται τα κάτωθι:

    «Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ασυνόδευτοι ανήλικοι οι οποίοι υποβάλλουν αίτηση διεθνούς προστασίας ενόσω κρατούνται βάσει των σχετικών διατάξεων των ν3386/2005 και 3907/2011, παραμένουν υπό κράτηση ως έσχατη λύση και για μόνο λόγο την ασφαλή παραπομπή τους σε κατάλληλες δομές φιλοξενίας ανηλίκων. Η κράτηση επιβάλλεται αποκλειστικά για τον αναγκαίο χρόνο μέχρι την ασφαλή παραπομπή τους και δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 25 μέρες. Σε περίπτωση που, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, όπως η σημαντική αύξηση της εισόδου ασυνόδευτων ανηλίκων, και που, παρά τις εύλογες προσπάθειες των αρμόδιων αρχών δεν έχει καταστεί εφικτή η ασφαλής παραπομπή τους σε κατάλληλες δομές φιλοξενίας, η κράτηση μπορεί να παραταθεί για διάστημα 20 ημερών».

    Κατ’ αντιστοιχία, στην αντίστοιχη πρόβλεψη της Οδηγίας (άρθρο 11§3), αναφέρεται:

    «Ασυνόδευτοι ανήλικοι κρατούνται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για την απελευθέρωση των κρατούμενων ασυνόδευτων ανηλίκων το συντομότερο δυνατόν. Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι δεν κρατούνται ποτέ σε σωφρονιστικά καταστήματα. Στους ασυνόδευτους ανηλίκους παρέχεται κατά το δυνατόν κατάλυμα σε ιδρύματα τα οποία διαθέτουν προσωπικό και εγκαταστάσεις που λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες προσώπων της ηλικίας τους»,
    και το επίμαχο σημείο της ως άνω παραγράφου, σύμφωνα με το πρωτότυπο κείμενο της Οδηγίας:

    «Unaccompanied minors shall never be detained in prison accommodation»

    Σύμφωνα με την κατανόησή μου, η διατύπωση του προτεινόμενου σχεδίου συγκρούεται ευθέως, επί της ουσίας με τη σχετική πρόβλεψη της Οδηγίας. Η ένστασή μου αφορά επί της έλλειψης συγκεκριμένης περιγραφής των συνθηκών των χώρων κράτησης ή άλλων προδιαγραφών (ειδικές συνθήκες που καθιστούν έναν χώρο κατάλληλο για κράτηση ανηλίκων, σε αντιδιαστολή με εκείνες των σωφρονιστικών καταστημάτων), οι οποίες αποτελούν προϋπόθεση για την εφαρμογή αυτής της εξαιρετικής πρόβλεψης που καταστατικά στοχεύει στην προστασία των ασυνόδευτων παιδιών.

    Σε κάθε περίπτωση, τη στιγμή που η ομάδα των ανηλίκων αποτελεί μία ειδική ομάδα (από άποψη ευαλώτου και αναγκών προστασίας) στο πλαίσιο της συγκεκριμένης Οδηγίας, εκτιμάται πως απαιτείται ειδική μνεία ως προς το ενδεχόμενο κράτησης επί του επίμαχου άρθρου του προτεινόμενου σχεδίου (άρθρο 7) και κυρίως ως προς τις ειδικές προϋποθέσεις που ουσιαστικά θα προσδιορίσουν το είδος των κατάλληλων δομών προς εφαρμογή αυτής της εξαιρετικής πρόβλεψης.

    Υπό μια άλλη οπτική, το παρόν σχέδιο δίνει μια ευκαιρία συμπλήρωσης και, ενδεχομένως, διόρθωσης της προσπάθειας ενσωμάτωσης των συγκεκριμένων διατάξεων της Οδηγίας με το άρθρο 46 του ν4375/2016, ειδικά όσον αφορά στη δυνατότητα, στις προϋποθέσεις και στις συνθήκες κράτησης ευάλωτων ομάδων. Ο δυνητικός κίνδυνος που απορρέει από τη διατήρηση των συγκεκριμένων διατάξεων του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, ο οποίος καθίσταται αντιληπτός εάν ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα της πρακτικής εφαρμογής αυτών κατά την τρέχουσα περίοδο, συνίσταται στο ενδεχόμενο γενικευμένης χρήσης της σχετικής πρόβλεψης στο σύνολο των χώρων κράτησης, άνευ των απαιτούμενων ειδικών προϋποθέσεων με άλλα λόγια, δεν αναγνωρίζεται το ζητούμενο διάκρισης μεταξύ κατάλληλων και ακατάλληλων χώρων για την εφαρμογή αυτής της εξαιρετικής διάταξης.

    γ. Κράτηση ευάλωτων ατόμων και αιτούντων με ειδικές ανάγκες υποδοχής

    Η μόνη αναφορά του άρθρου 46 του ν4375/16 ως προς τη γενική κατηγορία των ευάλωτων ατόμων ή αιτούντων με ειδικές ανάγκες υποδοχής είναι η ακόλουθη:

    «Η κράτηση του αιτούντος διεθνή προστασία συνιστά λόγο επιτάχυνσης της διαδικασίας ασύλου, λαμβανομένης υπόψη της, τυχόν, έλλειψης κατάλληλων χώρων και των δυσχερειών εξασφάλισης αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης των τελούντων σε κράτηση. Οι δυσχέρειες αυτές καθώς και η ευαλωτότητα των αιτούντων κατά το άρθρο 14 παράγραφος 8 του παρόντος συνεκτιμώνται για την επιβολή ή την παράταση της κράτησης».

    Περαιτέρω, ως ειδική αναφορά σε επιμέρους ευάλωτες ομάδες, πέραν όσων αναφέρθηκαν στα σημεία α & β, στο ίδιο άρθρο του ν4375/2016 γίνονται οι εξής αναφορές:

     «(Οι αρμόδιες αρχές) Μεριμνούν ώστε οι γυναίκες να κρατούνται σε χώρο χωριστά από τους άντρες και για τον επαρκή σεβασμό της ιδιωτικής ζωής των οικογενειών που κρατούνται»,

     «(Οι αρμόδιες αρχές) Αποφεύγουν την κράτηση γυναικών κατά τη διάρκεια της κύησης και για τρεις μήνες μετά τον τοκετό».

    Ωστόσο, στις διατάξεις του ως άνω άρθρου του ν4375/2016 δε συμπεριλαμβάνονται οι ειδικές εγγυήσεις της Οδηγίας που αφορούν στην τακτική παρακολούθηση και υποστήριξη των ευάλωτων προσώπων, όπως αυτές διατυπώνονται στο επίμαχο άρθρο 11§1:

    «Σε περίπτωση κράτησης ευάλωτων ατόμων, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τακτική παρακολούθηση και επαρκή υποστήριξη λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη κατάστασή τους, συμπεριλαμβανομένης της υγείας τους».

    Ως προς την κράτηση οικογενειών, ζήτημα το οποίο περιλαμβάνεται ως περίπτωση στα δύο νομικά κείμενα, αναφέρεται στον ν4375/2016:
    «(Οι αρμόδιες αρχές) Μεριμνούν […] για τον επαρκή σεβασμό της ιδιωτικής ζωής των οικογενειών που κρατούνται».

    Η αντίστοιχη διατύπωση στο άρθρο 11§4 της Οδηγίας είναι η εξής:
    «Στις οικογένειες υπό κράτηση παρέχεται χωριστό κατάλυμα το οποίο εξασφαλίζει επαρκή σεβασμό της ιδιωτικής ζωής».

    Προτάσεις

    1. Η αιτιολογική βάση της πρακτικής που αφορά στην κράτηση των παιδιών εξαντλείται στην παροχή της απαραίτητης προστασίας. Εξάλλου, η πρακτική αυτή επιβάλλεται, ελλείψει άλλων λιγότερο περιοριστικών εναλλακτικών και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, λόγω του ευάλωτου της ηλικίας, δεδομένης μάλιστα της γενικώς επιβαρυμένης κατάστασης των παιδιών, στη βάση των τραυματικών βιωμάτων τους και της μεταναστευτικής φυγής.

    Προκειμένου να διατηρηθεί η συνέπεια με τη νομιμοποιητική βάση αυτού του μέτρου, πρέπει να καθίστανται ξεκάθαρα σε επίπεδο πρακτικής εφαρμογής, τόσο ο εξαιρετικός χαρακτήρας του μέτρου όσο και η σκοπιμότητα αυτού. Στην κατεύθυνση αυτή, εκτιμώ ως ιδιαίτερα σημαντικό να ενσωματωθούν στις ακολουθούμενες διαδικασίες οι προτεινόμενες από την Οδηγία ασφαλιστικές δικλείδες ότι, δηλαδή, επί της έκδοσης μιας διοικητικής πράξης, στην οποία θα αποφασίζεται τεκμηριωμένα η κράτηση ενός ανηλίκου, εξατομικευμένα και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, θα πρέπει να αναφέρονται οι ενέργειες που έχουν γίνει από τις αρμόδιες υπηρεσίες για την αναζήτηση λύσεων προστασίας, εναλλακτικών της κράτησης, καθώς και αυτές που πρόκειται να ακολουθήσουν, κατά την περίοδο της κράτησης, με στόχο την απελευθέρωση των κρατούμενων ανηλίκων.

    Πέρα από τη διατήρηση της συνέπειας με τη νομιμοποιητική βάση, που αποτελεί ζητούμενο σε επίπεδο τεκμηρίωσης, πρακτική στόχευση αυτής της πρότασης είναι να αποφευχθεί η καθιέρωση μιας γενικευμένης πρακτικής κράτησης των ανηλίκων, ως νομότυπη λύση σε ένα αντικειμενικό και ρεαλιστικό, κατά τ’ άλλα, διαχειριστικό αδιέξοδο.

    Σε κάθε περίπτωση, ο εξαιρετικός χαρακτήρας της κράτησης των ανηλίκων αναγνωρίζεται έμπρακτα εκ μέρους του κράτους μόνο στην περίπτωση που αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώνεται σε επίπεδο εφαρμοζόμενων πρακτικών δηλαδή, εάν πράγματι πριν την έκδοση της απόφασης που εντέλει την προστατευτική φύλαξη ενός ανηλίκου έχουν εξαντληθεί όλα τα μέσα που μπορεί να επιστρατεύσει μια ευνομούμενη Πολιτεία για να παρέχει προστασία στον συγκεκριμένο ανήλικο σε συνθήκες ελεύθερης διαβίωσης.

    Προτείνεται, λοιπόν, οι υφιστάμενες διατάξεις του άρθρου 46 του ν4375/2016 να συμπληρωθούν στο επίμαχο άρθρο του προτεινόμενου σχεδίου με τις ως άνω διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως προβλέπονται στη σχετική διατύπωση της Οδηγίας (σημείο α).

    2. Όμοια με πριν, οι υφιστάμενες διατάξεις του άρθρου 46 του ν4375/2016 να συμπληρωθούν με τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις που καθιστούν έναν χώρο κατάλληλο για την κράτηση ασυνόδευτων ανηλίκων, ως προς τις ακολουθούμενες διαδικασίες, τις υπηρεσίες και τις απαραίτητες συνθήκες, ώστε να διατηρηθεί η συνέπεια στη ρητή απαγόρευση της Οδηγίας, ως προς την κράτηση των ανηλίκων σε σωφρονιστικά καταστήματα. Σε αυτή την κατεύθυνση, ελλείψει άλλων σχετικών εγγυήσεων, να οριστεί ρητά ο αρμόδιος φορέας (Τμήμα προστασίας ασυνόδευτων ανηλίκων) ως προς την πιστοποίηση της καταλληλότητας των χώρων για την κράτηση των ανηλίκων.

    3. Όμοια, να συμπληρωθούν οι συγκεκριμένες αναφορές των διατάξεων της Οδηγίας ως προς τις επιπρόσθετες εγγυήσεις προστασίας των ευάλωτων προσώπων και των οικογενειών, όπως αναφέρονται ανωτέρω (σημείο γ) προς διασφάλιση των σχετικών δικαιωμάτων των εν λόγω ομάδων.

  • 20 Οκτωβρίου 2016, 14:30 | SolidarityNow

    Δεδομένης της διαφαινόμενης επιστροφής της πρακτικής της οριζόντιας επιβολής της κράτησης με εθνικά κριτήρια, χωρίς να έχει προηγηθεί εξατομικευμένη κρίση και να έχει παρασχεθεί επαρκής πρόσβαση στις διαδικασίες ασύλου, κυρίως στα νησιά αλλά και στα προαναχωρησιακά κέντρα κράτησης, το SolidarityNow υπενθυμίζει ότι η κράτηση, ως ιδιαίτερα επαχθές για την προσωπική ελευθερία μέτρο, οφείλει να εφαρμόζεται μόνο ως έσχατο μέσο, αφού έχουν εξαντληθεί όλα τα υπόλοιπα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα και κατόπιν πλήρως εξατομικευμένης κρίσης. Διαφορετικά, διολισθαίνουμε σε φαινόμενα μαζικής κράτησης προσώπων, πρακτική που αντίκειται τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή νομοθεσία. Επίσης, η κράτηση δεν εφαρμόζεται σε αιτούντες άσυλο, ασυνόδευτους ανήλικους και ευάλωτα άτομα, παρά μόνο σε απολύτως εξαιρετικές περιπτώσεις. Η υποβολή αλλοδαπών σε καθεστώς διοικητικής κράτησης είναι επιτακτικό να περιοριστεί στις περιπτώσεις όπου επίκειται με βεβαιότητα η εκτέλεση της απέλασης/επανεισδοχής σε εύλογο χρόνο, και πάντα μετά από εξατομικευμένη κρίση.

  • Εκ μέρους του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ):

    Άρθρο 7 – Κράτηση και εγγυήσεις κράτησης για αιτούντες διεθνή προστασία: το άρθρο αυτό ενσωματώνει τα άρθρα 8 έως 11 της Οδηγίας και στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου, ακολουθείται ακριβώς τα σημεία του άρθρου 46 του ν. 4375/2016. Προτείνουμε στο θέμα της κράτησης αναφορικά με το φύλο, πέραν του φύλου, να λαμβάνεται υπόψιν και η διάσταση της ταυτότητας φύλου (όπως συμβαίνει και στο ΠΔ 141/2013), και, κυρίως, όπως αναφέρει η Έκθεση του Κοινοβουλίου της 10ης Φεβρουαρίου 2016 (περισσότερα εδώ), που στο σημείο 12 αναφέρει: «τονίζει την ανάγκη δημιουργίας εγκαταστάσεων που θα λαμβάνουν υπόψη τα άτομα LGBTQI σε όλα τα κράτη μέλη· υπογραμμίζει ότι η βία κατά ατόμων LGBTQI είναι συνηθισμένο φαινόμενο σε εγκαταστάσεις υποδοχής·». Προτείνουμε την ακόλουθη αναδιατύπωση:

    “Για την κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016 όπως ισχύει, πλην της παραγράφου 9, στοιχείου α) που αναδιατυπώνεται: «Μεριμνούν ώστε οι χώροι κράτησης να διαχωρίζονται σε σχέση με το φύλο, λαμβανομένης υπόψιν και της διάστασης της ταυτότητας φύλου, με επαρκή σεβασμό στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή των προσώπων και των οικογενειών τους»”