1. Η παράγραφος 7 του άρθρου 66 του ν. 3852/2010 (Α’ 87) αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Δύο ή περισσότερες δημοτικές παρατάξεις μπορούν να συμπράττουν, εφόσον μια από αυτές είναι η παράταξη με την οποία έχει εκλεγεί ο δήμαρχος. Το πρακτικό για τη σύμπραξη υποβάλλεται οποτεδήποτε εντός της θητείας της δημοτικής αρχής και δεν ανακαλείται, συνυπογράφεται δε τουλάχιστον από την απόλυτη πλειοψηφία των μελών των παρατάξεων που θα συμπράξουν και κατατίθεται στον πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου. Εάν δεν έχει εκλεγεί προεδρείο, το πρακτικό υποβάλλεται στον σύμβουλο του συνδυασμού με τον οποίο εξελέγη ο δήμαρχος και που έχει εκλεγεί με τις περισσότερες ψήφους και, σε περίπτωση ισοψηφίας, εκείνου που είναι γραμμένος πρώτος κατά σειρά στην απόφαση του δικαστηρίου. Η επικύρωση του πρακτικού συντελείται αμελλητί από τον πρόεδρο του συμβουλίου ή, σε περίπτωση που η αίτηση υποβληθεί πριν από την εκλογή προεδρείου, από τον σύμβουλο του συνδυασμού με τον οποίο εξελέγη ο δήμαρχος και που έχει εκλεγεί με τις περισσότερες ψήφους και, σε περίπτωση ισοψηφίας, εκείνου που είναι γραμμένος πρώτος κατά σειρά στην απόφαση του δικαστηρίου. Από την κατάθεση του πρακτικού, οι συμπράττουσες παρατάξεις αποτελούν ενιαία παράταξη που εισέρχεται σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμπραττουσών παρατάξεων και λογίζεται ως η παράταξη με την οποία εξελέγη ο δήμαρχος, για την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Σε περίπτωση αναπλήρωσης δημοτικού συμβούλου, ο οποίος ανήκει σε παράταξη η οποία συνέπραξε, τη θέση του καταλαμβάνει κατά τη διαδικασία του άρθρου 55 του ν. 3852/2010, ο επόμενος κατά σειρά αναπληρωματικός δημοτικός σύμβουλος του ιδίου συνδυασμού της ίδιας εκλογικής περιφέρειας, σύμφωνα με την απόφαση επικύρωσης της εκλογής από το αρμόδιο πρωτοδικείο, ο οποίος και καθίσταται αυτοδικαίως μέλος της νέας παράταξης.».
2. Η παράγραφος 12 του άρθρου 168 του ν. 3852/2010 (Α’ 87), όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 101 του ν. 4555/2018 αντικαθίσταται ως εξής:
«12. Δύο ή περισσότερες περιφερειακές παρατάξεις μπορούν να συμπράττουν, εφόσον μια από αυτές είναι η παράταξη με την οποία έχει εκλεγεί ο περιφερειάρχης. Το πρακτικό για τη σύμπραξη υποβάλλεται οποτεδήποτε εντός της θητείας της περιφερειακής αρχής και δεν ανακαλείται, συνυπογράφεται δε τουλάχιστον από την απόλυτη πλειοψηφία των μελών των παρατάξεων που θα συμπράξουν και κατατίθεται στον πρόεδρο του περιφερειακού συμβουλίου. Εάν δεν έχει εκλεγεί προεδρείο, το πρακτικό υποβάλλεται στον σύμβουλο του συνδυασμού με τον οποίο εξελέγη ο περιφερειάρχης και που έχει εκλεγεί με τις περισσότερες ψήφους και, σε περίπτωση ισοψηφίας, εκείνου που είναι γραμμένος πρώτος κατά σειρά στην απόφαση του δικαστηρίου. Η επικύρωση του πρακτικού συντελείται αμελλητί από τον πρόεδρο του συμβουλίου ή, σε περίπτωση που η αίτηση υποβληθεί πριν από την εκλογή προεδρείου, από τον σύμβουλο του συνδυασμού με τον οποίο εξελέγη ο δήμαρχος και που έχει εκλεγεί με τις περισσότερες ψήφους και, σε περίπτωση ισοψηφίας, εκείνου που είναι γραμμένος πρώτος κατά σειρά στην απόφαση του δικαστηρίου. Από την κατάθεση του πρακτικού οι συμπράττουσες παρατάξεις αποτελούν ενιαία παράταξη που εισέρχεται σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμπραττουσών παρατάξεων και λογίζεται ως η παράταξη με την οποία εξελέγη ο περιφερειάρχης, για την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Σε περίπτωση αναπλήρωσης περιφερειακού συμβούλου, ο οποίος ανήκει σε παράταξη η οποία συνέπραξε, τη θέση του καταλαμβάνει κατά τη διαδικασία του άρθρου 157 του ν. 3852/2010, ο επόμενος κατά σειρά αναπληρωματικός περιφερειακός σύμβουλος του ιδίου συνδυασμού της ίδιας εκλογικής περιφέρειας, σύμφωνα με την απόφαση επικύρωσης της εκλογής από το αρμόδιο πρωτοδικείο, ο όποιος και καθίσταται αυτοδικαίως μέλος της νέας παράταξης.».