Το άρθρο 26Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως προστέθηκε με το άρθρο 41 του ν. 4604/2019, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 26Α
Αμφισβήτηση ιθαγένειας
1. Ο Υπουργός Εσωτερικών είναι αποκλειστικά αρμόδιος να αποφαίνεται για κάθε αμφισβήτηση ιθαγένειας με αιτιολογημένη απόφασή του, που εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Ιθαγένειας, δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο.
2. Αμφισβήτηση ιθαγένειας υπάρχει όταν:
α) γεννάται αμφιβολία εάν ένα πρόσωπο είναι ή όχι Έλληνας πολίτης,
β) το πρόσωπο που αιτείται την ελληνική ιθαγένεια ως ανιθαγενής αμφισβητείται αν έχει ή όχι αλλοδαπή ιθαγένεια,
γ) ένα πρόσωπο έχει την ελληνική ιθαγένεια, αλλά γεννάται αμφιβολία ως προς την ορθότητα της νομικής βάσης κτήσης της.
3. Δεν εγείρεται θέμα αμφισβήτησης, όταν υφίσταται λόγος ανάκλησης απόφασης κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας λόγω μη συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για την έκδοσή της.
4. Πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης ενώπιον του Συμβουλίου Ιθαγένειας το Τμήμα Καθορισμού Ιθαγένειας της Κεντρικής Διεύθυνσης Ιθαγένειας, κοινοποιεί, με κάθε πρόσφορο μέσο, σχετικό ενημερωτικό έγγραφο προς τον ενδιαφερόμενο, ο οποίος μπορεί να καταθέσει τις απόψεις του ενώπιον του Συμβουλίου Ιθαγένειας εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση. Ο Υπουργός Εσωτερικών οφείλει να αποφανθεί μέσα σε έξι (6) μήνες από τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Ιθαγένειας.
5. Το πρόσωπο, του οποίου η ελληνική ιθαγένεια αμφισβητείται, εφόσον είναι εγγεγραμμένο στο μητρώο πολιτών με κανονική ενεργό εγγραφή, θεωρείται ότι έχει την ελληνική ιθαγένεια μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών επί της αμφισβήτησης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».
Άρθρο 10
Αμφισβήτηση ιθαγένειας – Τροποποίηση άρθρου 26Α Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας
Το άρθρο 26Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως προστέθηκε με το άρθρο 41 του ν. 4604/2019, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 26Α
Αμφισβήτηση ιθαγένειας
1. Ο Υπουργός Εσωτερικών είναι αποκλειστικά αρμόδιος να αποφαίνεται για κάθε αμφισβήτηση ιθαγένειας με αιτιολογημένη απόφασή του, που εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Ιθαγένειας, δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο.
2. Αμφισβήτηση ιθαγένειας υπάρχει όταν:
α) γεννάται αμφιβολία εάν ένα πρόσωπο είναι ή όχι Έλληνας πολίτης, ελληνικής καταγωγής.
β) το πρόσωπο που αιτείται την ελληνική ιθαγένεια ως ανιθαγενής αμφισβητείται αν έχει ή όχι αλλοδαπή ιθαγένεια,
γ) ένα πρόσωπο έχει την ελληνική ιθαγένεια, αλλά γεννάται αμφιβολία ως προς την ορθότητα της νομικής βάσης κτήσης της.
3. Δεν εγείρεται θέμα αμφισβήτησης, όταν υφίσταται λόγος ανάκλησης απόφασης κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας λόγω μη συνδρομής των (ποιες είναι αυτές;) νόμιμων προϋποθέσεων για την έκδοσή της.
4. Πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης ενώπιον του Συμβουλίου Ιθαγένειας το Τμήμα Καθορισμού Ιθαγένειας της Κεντρικής Διεύθυνσης Ιθαγένειας, κοινοποιεί, με κάθε πρόσφορο μέσο, σχετικό ενημερωτικό έγγραφο προς τον ενδιαφερόμενο, ο οποίος μπορεί να καταθέσει τις απόψεις του (Αίτηση Θεραπείας, με την οποία δύναται να προσκομίσει και νεοκδοθέντα πιστοποιητικά, νομίμως εκδοθέντα και μεταφρασθέντα ) ενώπιον του Συμβουλίου Ιθαγένειας εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση. (Αν ο θιγόμενος (όταν πρόκειται για ανάκληση ιθαγένειας ) είναι άγνωστης διαμονής η κοινοποίηση θα πρέπει να γίνει σύμφωνα με όσα ορίζοντα στο άρθρο 157§1 εδ.α και β της Ποινικής Δικονομίας)
• Επίδοση σε πρόσωπα (ομογενής με ανάκληση ιθαγένειας) άγνωστης διαμονής:
Αν το πρόσωπο (ομογενής με ανάκληση ιθαγένειας ) στο οποίο πρόκειται να γίνει επίδοση απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του φέρεται άγνωστη ή εξαρχής είναι άγνωστος ο τόπος κατοικίας ή διαμονής του, αυτός που κάνει την επίδοση ερευνά στον τηλεφωνικό κατάλογο, σε επαγγελματικούς καταλόγους, στα δεδομένα της ίδιας δικαστικής ή φορολογικής αρχής, η οποία υποχρεούται να τα γνωστοποιήσει, στο οικογενειακό και επαγγελματικό περιβάλλον του αποδέκτη της επίδοσης, για να διαπιστώσει τη διαμονή του. Αν από την έρευνα αυτή η διαμονή παραμένει άγνωστη, η επίδοση του εγγράφου γίνεται στο σύζυγό του ή, αν δεν υπάρχει σύζυγος, σε έναν από τους γονείς τα τέκνα ή τους αδελφούς.
• Στις περιπτώσεις που έλαβε χώρα ανάκληση της ελληνικής ιθαγένειας από ομογενείς παλιννοστούντες χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, λόγω διαπίστωσης μη κανονικότητας των πιστοποιητικών που είχαν προσκομίσει κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης για την χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας, εφόσον οι θιγόμενοι προσκομίζουν τώρα νέα πιστοποιητικά εκ των οποίων προκύπτει η ελληνική καταγωγή τους, να πάψει να ισχύει η ανακλητική της ιθαγένειας απόφαση, και να επανέλθει σ’ αυτούς η ιθαγένειά τους στην αρχική της κατάσταση.
• Αρμόδιοι οφείλουν να ελέγχουν νεοκδοθέντα έγγραφα – πιστοποιητικά εκ των οποίων προκύπτει η ελληνική καταγωγή τους μέσα σε έξι (6) μήνες και
Ο Υπουργός Εσωτερικών οφείλει να αποφανθεί μέσα σε έξι (6) μήνες από τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Ιθαγένειας.
Το πρόσωπο, του οποίου η ελληνική ιθαγένεια αμφισβητείται, εφόσον είναι εγγεγραμμένο στο μητρώο πολιτών με κανονική ενεργό εγγραφή, θεωρείται ότι έχει την ελληνική ιθαγένεια μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών επί της αμφισβήτησης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».
Με την τροποποίηση του άρθρου 26α του ΚΕΙ οι διατηρούμενες διαδικαστικές εγγυήσεις του ίδιου άρθρου καθίστανται άνευ αντικειμένου, αφού τίθενται εκτός εφαρμογής σε όλες σχεδόν τις πραγματικές περιπτώσεις αμφισβήτησης. Ιδιαίτερα, μάλιστα, επαχθής είναι η νέα διατύπωση στις συχνότατες περιπτώσεις όπου η εκ των υστέρων διαπιστούμενη μη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων οφείλεται αμιγώς σε λάθη της ίδιας της διοίκησης, τελεσθέντα μάλιστα πριν από πολλές δεκαετίες και μετά τη θεμελίωση, από τον ανυπαίτιο και καλόπιστο ενδιαφερόμενο και τους κατιόντες του, ισχυρών βιοτικών δεσμών με την Ελλάδα. Σε σειρά παρόμοιων περιπτώσεων, το Συμβούλιο Ιθαγένειας είχε μέχρι τώρα αξιοποιήσει τη δυνατότητα να επιτρέπει κατ’ εξαίρεση τη διατήρηση της ελληνικής ιθαγένειας, συνεκτιμώντας την έλλειψη δόλου και την παρέλευση χρόνου (ή και ολόκληρων γενεών) και απλώς εφαρμόζοντας τη γενική αρχή της δικαιολογημένης και προστατευόμενης εμπιστοσύνης όπως έχει παγιωθεί στη νομολογία. Αντίθετα, με το νέο νομοσχέδιο το Συμβούλιο Ιθαγένειας δεν θα ερωτάται καν, στον δε ενδιαφερόμενο, αιφνιδίως μετατραπέντα σε αλλοδαπό ή και ανιθαγενή, θα απομένει μόνη η δικαστική οδός.