Το άρθρο 26 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 40 του ν. 4604/2019, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 26
Διαδικασία επί αιτήσεων διαπίστωσης ελληνικής ιθαγένειας
1. Αποκτά την ελληνική ιθαγένεια από γέννηση μετά από την έκδοση απόφασης για τη διαπίστωση της, κάθε πρόσωπο που ανήκει στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Είναι τέκνο που έχει γεννηθεί εντός γάμου από γονείς που δεν ήταν Έλληνες κατά το χρόνο που γεννήθηκε αλλά η ελληνική τους ιθαγένεια αποκτήθηκε από γεννήσεως μετά τη γέννηση του»
β) Είναι τέκνο που έχει γεννηθεί εντός υποστατού, κατά το ελληνικό δίκαιο, γάμου Έλληνα πατέρα με αλλοδαπή μητέρα πριν τις 18.7.1982, και
γ) Είναι τέκνο που έχει γεννηθεί εντός ανυπόστατου, κατά το ελληνικό δίκαιο, γάμου Ελληνίδας μητέρας με αλλοδαπό πατέρα πριν τις 8.5.1984.
2. Όποιος επιθυμεί τη διαπίστωσή της, υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση Ιθαγένειας του τόπου διαμονής του στη χώρα ή, αν δεν διαμένει σε αυτή, στον Έλληνα Πρόξενο του τόπου διαμονής του στην αλλοδαπή. Ο Πρόξενος, αφού διεξάγει έρευνα, ιδίως στα τηρούμενα στην αρχή του προξενικά μητρώα, διαβιβάζει την αίτηση στην αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση Ιθαγένειας, στη χωρική αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται ο δήμος στον οποίο επιθυμεί να εγγραφεί ο αιτών.
3. Με την αίτηση συνυποβάλλονται τα δικαιολογητικά που τεκμηριώνουν την επικαλούμενη νομική βάση κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας και καταβάλλεται παράβολο ύψους εκατό (100) ευρώ .
4. Η Περιφερειακή Διεύθυνση Ιθαγένειας, μετά από έρευνα που διενεργεί, σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες των δήμων της χώρας για καταχωρήσεις, για την εξακρίβωση των ληξιαρχικών γεγονότων και των δημοτολογικών εγγραφών που αποδεικνύουν τη συγγένεια με Έλληνα πολίτη, προβαίνει στην έκδοση διαπιστωτικής πράξης για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας. Στην απόφαση ορίζεται και ο δήμος στο δημοτολόγιο του οποίου εγγράφεται ο ενδιαφερόμενος.
5. Αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις διαπίστωσης της ελληνικής ιθαγένειας, εκδίδεται απόφαση απόρριψης της αίτησης κατά της οποίας χωρεί το δικαίωμα προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 45 του ν. 4604/2019 (Α’ 50).
Θα πρέπει να διατηρηθεί σε ισχύ το άρθρο 40 του ν. 4604/2019 με το οποίο ορίζεται ως αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση Ιθαγένειας όπου εξετάζεται η αίτηση για καθορισμό της ιθαγένειας των κατοίκων εξωτερικού, η Περιφερειακή Διεύθυνση όπου ανήκει ο Δήμος όπου είναι δημοτολογημένος ο πρόγονος από τον οποίο έλκει την ιθαγένεια. Υπάρχει επείγον και σοβαρό ζήτημα υπερφόρτωσης και δυσλειτουργίας της υπηρεσίας της Αθήνας, όπου υποβάλλονται από ομογενείς οι αιτήσεις μόνο για λόγους ευκολίας, κατά τη διάρκεια μιας σύντομης επίσκεψης στην Ελλάδα, απλά και μόνο επειδή είναι η πρωτεύουσα.
Στο άρθρο 9
Πρέπει να διατηρηθεί ως έχει το άρθρο 40 του ν.4604/2019 και η αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση Ιθαγένειας να καθορίζεται από την τελευταία δημοτολογική εγγραφή. Οι ομογενείς εξωτερικού, για λόγους ευκολίας πρόσβασης και συνήθως κατά τη διάρκεια ολιγοήμερων διακοπών στην Ελλάδα, απευθύνονταν πάντα για να καταθέσουν αίτηση κτήσης ιθαγένειας και να εγγραφούν στην Αθήνα, παρόλο που η Αθήνα δεν είναι ούτε ο τόπος διαμονής ούτε ο τόπος καταγωγής τους, καθώς δεν μπορεί να ελεγχθεί η διαμονή τους στην Αθήνα, όπου δηλώνουν ως τόπο διαμονής. Αποτέλεσμα είναι η υπερφόρτωση της υπηρεσίας της Αθήνας και του δήμου Αθηναίων, ενώ θα μπορούσαν να ενισχυθούν οι δήμοι της ελληνικής επαρχίας που παραδοσιακά έχουν ερημώσει από την μετανάστευση στο εξωτερικό. Αν πραγματοποιηθεί αυτό το πισωγύρισμα, τότε θα χαθεί μια ακόμη ευκαιρία να κρατηθούν ζωντανοί οι δεσμοί των Ελλήνων του εξωτερικού και των απογόνων τους με τον τόπο καταγωγής των προγόνων τους. Ιδιαίτερα σήμερα δεν υπάρχει κανένας λόγος για κάτι τέτοιο, καθώς τα δικαιολογητικά που μπορεί να χρειαστεί κανείς από τον δήμο όπου θα εγγραφεί, εκδίδονται διαδικτυακά.
Επίσης, υπάρχει μεγάλη δυσκολία καθορισμού ιθαγένειας για την τρίτη και την τέταρτη γενιά Ελλήνων του εξωτερικού, που αιτείται τον καθορισμό της ελληνικής ιθαγένειάς της, ενώ όμως η ενδιάμεση γενιά είτε δεν είναι εν ζωή είτε δεν ενδιαφέρεται είτε δεν επιθυμεί να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια. Στη δυσκολία ανεύρεσης των δημοτολογικών εγγραφών και των γάμων που χρονολογούνται από τις αρχές του εικοστού αιώνα, προστίθεται και η συνήθεια αλλαγής των ονοματεπωνυμικών στοιχείων των Ελλήνων στο εξωτερικό, καθώς πολλές φορές δεν μπορεί να αποδειχθεί βάσει ποιων στοιχείων πραγματοποιήθηκε η αλλαγή. Γι’ αυτούς τους λόγους, θα μπορούσε να ενισχυθεί περισσότερο η υποβολή αιτημάτων από την τρίτη και την τέταρτη γενιά μέσω του κατά τόπον αρμόδιου Προξενείου, με τη διαδικασία των άρθρων 10 και 11 του ν.3284/2004 περί ομογενών εξωτερικού.
Μέχρι πρόσφατα, ο ΚΕΙ περιλάμβανε μεν ουσιαστικές διατάξεις για την κτήση ιθαγένειας με κάθε άλλο τρόπο πλην πολιτογράφησης (γέννηση ή απώτερη καταγωγή από έλληνες πολίτες, αναγνώριση, υιοθεσία, στρατιωτική υπηρεσία), πλην όμως η μόνη αντίστοιχη διαδικαστική ρύθμιση ήταν το τότε ισχύον άρθρο 25, με το οποίο οριζόταν απλώς το αρμόδιο όργανο, με απόφαση του οποίου «διαπιστώνεται η κτήση ή μη της ελληνικής ιθαγένειας προσώπων που ζητούν να καθορισθεί η ιθαγένειά τους». Όλα τα άλλα, όπως προϋποθέσεις αίτησης, δικαιολογητικά, προθεσμίες, αλληλουχία ενεργειών της διοίκησης και του ενδιαφερόμενου, ενστάσεις, εφαρμοστέο διαχρονικό δίκαιο, δυνατότητα καθορισμού σε περίπτωση θανόντος προγόνου, είχαν αφεθεί εκτός κράτους δικαίου, έρμαια μιάς αδιαφανούς διοικητικής πρακτικής. Την κατάσταση αυτή μετέβαλε μόλις ο ν. 4604/2019, εισάγοντας στον ΚΕΙ το νέο άρθρο 26. Ωστόσο, με το άρθρο 9 του παρόντος νομοσχεδίου, ολόκληρο το άρθρο 26 αντικαθίσταται με νέο, το οποίο συρρικνώνει το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας διαπίστωσης μόνο σε τρεις, αποκλειστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις. Όλες οι άλλες περιπτώσεις κτήσης όπως ορίζονται στα άρθρα 1-4 του ΚΕΙ, εφόσον δεν περιλαμβάνονται στη νέα περιοριστική διατύπωση (κτήση ιθαγένειας από απώτερο πρόγονο, από αναγνώριση, από υιοθεσία, από γέννηση και φοίτηση), δηλαδή η πλειονότητα των πραγματικών περιπτώσεων καθορισμού, επιστρέφουν στο προ του 2019 διαδικαστικό κενό, καθώς γι’ αυτές, και πάλι, δεν προβλέπεται συγκεκριμένη διαδικασία και μάλιστα ούτε καν αρμόδιο όργανο. Αλλ’ ακόμη και για τις λίγες, πλέον, περιπτώσεις όπου διατηρείται η διαδικασία διαπίστωσης, το νομοσχέδιο αφ’ ενός εισάγει παράβολο, που μέχρι τώρα δεν προβλεπόταν, αφ’ ετέρου καταργεί το σύνολο σχεδόν των διαδικαστικών ρυθμίσεων που είχαν τεθεί κατ’ εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοίκησης.
1) Για ασφάλεια δικαίου, θα πρέπει να διευκρινίζεται στο νόμο, αν στις περιπτώσεις (β) και (γ), ο πατέρας ή η μητέρα απαιτείται να είναι εγγεγραμμένοι σε δημοτολόγιο της χώρας.
2) Η πρόβλεψη του αρ.40 Ν. 4604/2019 (Α’ 50/26.03.2019)με το οποίο ορίζεται ότι η αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση Ιθαγένειας όπου κατατίθεται η αίτηση για καθορισμό της ιθαγένειας των κατοίκων εξωτερικού, είναι αυτή όπου ανήκει ο Δήμος όπου είναι δημοτολογημένος ο πρόγονος από τον οποίο έλκει την ιθαγένεια, κατά πρώτον διευκολύνει τους ελέγχους μεταξύ των υπηρεσιών, δεύτερον αποφεύγεται η υπερσυγκέντρωση κατοίκων εξωτερικού στο Δήμο της Αθήνας και τρίτον διασφαλίζεται ίση κατανομή μεταξύ Περιφερειακών Διευθύνσεων Ιθαγένειας. Συνεπώς θα ήταν λάθος να επιστρέψουμε στην προηγούμενη κατάσταση.
α) Το άρθρο 40 του Ν.4604/2019 περιέγραφε την διαδικασία καθορισμού ελληνικής ιθαγένειας σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΙ . Η τροποποίηση του με τις περιπτώσεις απόκτησης ελληνικής ιθαγένειας από γέννηση α,β,γ θεωρώ ότι θα προκαλέσει σύγχυση διότι υπεισέρχεται στην νομική βάση κτήσης όπου υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις κτήσης ελληνικής ιθαγένειας από γεννήσεως (άρθρο 1 παρ. 2 του ΚΕΙ όπως αντικαταστάθηκε με το 1 Ν.3838/2010…. από το έδαφος .)
β) Έτσι όπως διατυπώνεται προκύπτει ότι παράβολο θα πληρώνουν μόνο όσοι καταθέτουν αίτημα απόκτησης ελληνικής ιθαγένειας από γέννηση και όχι στις λοιπές περιπτώσεις όπου απαιτείται καθορισμός πχ με δήλωση άρθρο 14 Ν.3284/2004 .
γ) Πολλοί ομογενείς επιθυμούν να γραφτούν στον Δήμο όπου είναι γραμμένος ο γονέας ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής τους στην Ελλάδα