Το άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄45) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 5
Πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα
- Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή, διά ζώσης ή ηλεκτρονική, επώνυμη ή ανώνυμη αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των δημοσίων εγγράφων, διοικητικών και ιδιωτικών. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. Ως ιδιωτικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από ιδιώτη, αλλά κατατίθενται και φυλάσσονται σε δημόσια υπηρεσία.
- Το κατά την παρ. 1 δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, ή άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εκτός εάν τα δεδομένα αυτά κρίθηκαν ουσιώδη για την έκβαση της υπόθεσης. Το δικαίωμα δεν υφίσταται, επίσης, στην περίπτωση που παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις, όπως το απόρρητο της εθνικής άμυνας και εξωτερικής πολιτικής, της δημόσιας πίστης και του νομίσματος, της ασφάλειας του κράτους και της δημόσιας τάξης, το ιατρικό, εμπορικό, τραπεζικό ή βιομηχανικό απόρρητο. Η αρμόδια δημόσια υπηρεσία μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος αν το έγγραφο αναφέρεται στις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, ή αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατό να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, διοικητικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης.
- Το δικαίωμα των παρ. 1 και 2 ασκείται: α) με μελέτη του εγγράφου στο κατάστημα της υπηρεσίας, β) με χορήγηση αντιγράφου, εκτός αν η αναπαραγωγή τούτου μπορεί να βλάψει το πρωτότυπο ή γ) με παραπομπή του σε ευχερώς προσβάσιμη πηγή, ιδίως μέσω διαδικτύου. Η σχετική δαπάνη αναπαραγωγής βαρύνει τον αιτούντα, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Ο αιτών έχει δικαίωμα υποβοήθησης από υπάλληλο του φορέα προς εντοπισμό του εγγράφου που αναζητά.
- Η άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα γίνεται με την επιφύλαξη της ύπαρξης δικαιωμάτων πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας.
- Η προθεσμία για τη χορήγηση εγγράφων κατά την παρ. 1 ή την αιτιολογημένη απόρριψη της σχετικής αίτησης του πoλίτη είναι είκοσι (20) ημέρες. Η διοίκηση δεν υποχρεούται να απαντήσει σε περίπτωση απόρριψης ανώνυμης αίτησης ή αίτησης καταφανώς αόριστης.
- Στην έννοια της δημόσιας υπηρεσίας των παρ. 1 και 2 εντάσσονται όλοι οι φορείς που ασκούν δημόσια εξουσία, ανεξαρτήτως της νομικής τους μορφής.
- α) Ο Συνήγορος του Πολίτη μπορεί με απόφασή του, να συγκροτεί ομάδα εργασίας αποτελούμενη από εμπειρογνώμονες, στελέχη των οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών και στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης για την αξιολόγηση της εφαρμογής του παρόντος άρθρου. Τα συμπεράσματα και οι προτάσεις της ομάδας εργασίας διαβιβάζονται στη Βουλή των Ελλήνων, στο Υπουργείο Εσωτερικών και στο Συμβούλιο της Ευρώπης και αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Συνηγόρου του Πολίτη.
β) Στις συνεδριάσεις της ομάδας εργασίας δύνανται να καλούνται για τη διατύπωση γνώμης στελέχη Υπουργείων, της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας, της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδας καθώς και άλλα πρόσωπα ή φορείς κατά τη κρίση της.
γ) Τα μέλη της επιτροπής είναι ανεξάρτητα και αμερόληπτα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
- Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών δύναται να εξειδικεύεται ο τρόπος υποβολής των αιτημάτων της παρ. 1.»
Σχόλιο στην παρ. 2: η αναφορά σε άλλα προσωπικά δεδομένα καταλαμβάνει προφανώς και τα απλά. Ενδεχομένως σε κάποιο έγγραφο, να υπάρχουν τόσο δεδομένα τα οποία είναι ουσιώδη για την έκβαση της υπόθεσης, όσο και δεδομένα τα οποία δεν εξυπηρετούν το σκοπό. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει α/ είτε να μην παρασχεθεί η πρόσβαση είτε β/ να γίνει απαλοιφή του περιεχομένου το οποίο κρίνεται ως μη ουσιώδες. Είναι συνεπές να προβλεφθεί η σχετική διάκριση, άλλως ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην δίνεται πρόσβαση σε αρκετά έγγραφα, μόνο και μόνο επειδή εξαιτίας παραβίασης της αρχής της ελαχιστοποίησης αναφέρονται και προσωπικά δεδομένα μη συναφή.
Επίσης και πολύ σημαντικό!!!! Η πρόσβαση τρίτου σε δημόσια έγγραφα, ιδίως όταν στο έγγραφο υπάρχουν δεδομένα ειδικής κατηγορίας, θα πρέπει να πραγματοποείται με την επιφύλαξη συνδρομής των προϋποθέσεων του ΓΚΠΔ, ήτοι να εφαρμόζονται οι αρχές του αρ. 5, καθώς και να υφίσταται κατάλληλη νομική βάση του αρ. 6 και της πας. 2 του αρ. 9. Άλλως η διάταξη έρχεται σε αντίθεση με τον ΓΚΠΔ. Δείτε άρθρο 42 ν. 4624/2019 σε συνδυασμό με τη Γνωμοδότηση 1/2020 της ΑΠΔΠΧ για τον εν λόγω νόμο, όπου η ΑΠΔΠΧ προτείνει να προστεθεί στο αρ. 42 το εξής εδάφιο «Η χορήγηση εγγράφων που περιέχουν προσωπικά δεδοµένα ειδικών κατηγοριών υπάγεται στις προϋποθέσεις που διέπουν την επεξεργασία των ειδικών αυτών κατηγοριών»….
Επίσης παραπέμπω σε Γνωμοδοτήσεις ΝΣΚ για το υφιστάμενο αρ. 5 του ΚΔΔιας, όπου: υπό την ισχύ του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων 2016/679, για τη χορήγηση σε τρίτους ενδιαφερόμενους διοικητικών εγγράφων που περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφαρμόζεται σε πρώτο στάδιο το άρθρο 5 του ΚΔΔιαδ και εάν η εξεταζόμενη περίπτωση εμπίπτει στις απαγορεύσεις του ως άνω άρθρου (παράγραφος 3), παρέλκει η εφαρμογή των διατάξεων του ΓΚΠΔ, ενώ σε αντίθετη περίπτωση πεδίο εφαρμογής έχουν οι διατάξεις του ΓΚΠΔ προς διερεύνηση της δυνατότητας χορήγησης ή μη αντιγράφου του αιτούμενου εγγράφου που αφορά σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (απλά ή ειδικών κατηγοριών δεδομένα) και περαιτέρω των προϋποθέσεων χορήγησής τους και της νομιμότητας της επεξεργασίας τους (ΝΣΚ 90/2023, ΝΣΚ 112/2022, 50/2021, 111/2020, 7/2020.
Η διάταξη έτσι όπως είναι διατυπωμένη φαίνεται να μην συμπεριλαμβάνει τα κεκτημένα των Ευρωπαϊκών Οδηγιών 2003/98/ΕΚ όπως τροποποιήθηκε με την 2013/37/ΕΚ-ΕΣ, του ν.3448/2006 και προπάντων του ν.4727/2020 άρθρο 108, ιδίως στον προσδιορισμό του όρου «έγγραφο» που δεν είναι ο επιτυχέστερος (προτιμότερο «στοιχεία» και όχι πληροφορίες που είναι πολύ εκτεταμένος και πρακτικά ασαφής). Απαιτείται διεξοδικότερη προσπάθεια εναρμόνισης όλων των ισχυουσών διατάξεων και εκσυγχρονισμού του πλαισίου λαμβάνοντας υπόψη και τις κρατούσες στη χώρα συνήθειες και νοοτροπία. Η ανώνυμη αίτηση είναι ερώτημα εάν συμβιβάζεται με το δικαίωμα αναφοράς όπως αυτό προσδιορίζεται παραδοσιακά στο άρθρο 10 του Συντάγματος αλλά και σε όλα τα προηγηθέντα Συντάγματα (αναφορά=στοιχεία ταυτότητας και αίτημα)…
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ανάλυση συνεπειών ρύθμισης, με την προτεινόμενη διάταξη «ενσωματώνεται η εφαρμογή της Σύμβασης του Tromso του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα, η οποία αφορά στην ενίσχυση της αρχής της διαφάνειας της δράσης της διοίκησης και, συνακόλουθα, του κράτους δικαίου, μέσω της διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα». Παρά το γεγονός ότι χαιρετίζουμε την πρόθεση του Υπουργείου να διευρύνει το θεμελιώδες δικαίωμα της πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία και να ενσωματώσει στην ελληνική έννομη τάξη τα αναφερόμενα στη Σύμβαση του Tromsø, ο τρόπος με τον οποίο επιλέγεται να υλοποιηθεί αυτή η πρόθεση κρίνεται ως ελλιπής και μη δυνάμενος να πετύχει τους αναφερόμενους στην ανάλυση συνεπειών ρύθμισης επιδιωκόμενους σκοπούς.
Αξίζει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τη Σύμβαση του Tromsø:
α) όλα τα έγγραφα που έχουν εκδοθεί ή βρίσκονται στην κατοχή δημοσίων αρχών είναι κατ’ αρχήν δημόσια και η πρόσβαση σε αυτά μπορεί να περιοριστεί μόνο προκειμένου να προστατευθούν άλλα δικαιώματα και έννομα αγαθά, τα οποία απαριθμούνται ειδικά στη Σύμβαση, πάντοτε όμως με την επιφύλαξη της ύπαρξης υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετείται μέσω της δημοσίευσης των δεδομένων (βλ. προοίμιο καθώς και άρθρα 2, 3 της Σύμβασης -https://rm.coe.int/1680084826- και της αιτιολογικής έκθεσης – https://rm.coe.int/16800d3836),
β) οι αιτούντες/-ούσες δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωμένοι να αναφέρουν το λόγο για τον οποίο ζητούν την πρόσβαση σε ένα έγγραφο (άρθρο 4 παρ. 1) και
γ) το κράτος θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στους/στις αιτούντες/-ούσες να παραμένουν ανώνυμοι/-ες (άρθρο 4 παρ. 2).
Τα ως άνω δεν φαίνεται, ωστόσο, να ακολουθούνται στο πλαίσιο της προτεινόμενης διάταξης καθώς: α) εξακολουθούν να προβλέπονται “απόλυτοι” περιορισμοί του δικαιώματος (για παράδειγμα η παρ. 2 αναφέρει: …Το δικαίωμα δεν υφίσταται επίσης….”), β) η ανάγκη επίκλησης και απόδειξης ευλόγου ενδιαφέροντος (καθώς μόνο “κάθε ενδιαφερόμενος” έχει το δικαίωμα) εξακολουθεί να επιτάσσει το να αναφέρει ο/η αιτών/-ούσα το για ποιο λόγο επιθυμεί να έχει πρόσβαση στα αιτούμενα έγγραφα, θέτοντας έναν επιπλέον “γενικό περιορισμό” στην άσκηση του δικαιώματος και γ) το δικαίωμα υποβολής ανώνυμης αίτησης που προβλέπεται στην παρ. 1 της προτεινόμενης διάταξης ουσιαστικά αποδυναμώνεται (ή/και οριακά ανατρέπεται) από την πρόβλεψη της παρ. 5 περί μη υποχρέωσης απάντησης σε περίπτωση απόρριψης ανώνυμης αίτησης.
Προκειμένου η προτεινόμενη διάταξη να προσεγγίσει -σε ένα πρώτο τουλάχιστον επίπεδο- το γράμμα και το πνεύμα της Σύμβασης του Tromsø, προτείνεται να λάβουν χώρα οι εξής αλλαγές:
α) Στην παράγραφο 1 η φράση “κάθε ενδιαφερόμενος” θα πρέπει να γίνει “όλοι/-ες” ή “ο/η καθένας/καθεμία”. Με αυτόν τον τρόπο (και την εξάλειψη της προϋπόθεσης του ευλόγου ενδιαφέροντος) θα υλοποιηθούν τα όσα ορίζουν αφενός τα άρθρα 5Α παρ. 1 και 10 παρ 3 του Συντάγματος (με βάση τα οποία φορέας του δικαιώματος είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο χωρίς περαιτέρω διακρίσεις) και αφετέρου τα άρθρα 2 και 4 της Σύμβασης του Tromsø (με βάση τα οποία καθένας/καθεμία έχει δικαίωμα πρόσβασης ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τα κίνητρά του/της, χωρίς καμία διάκριση και χωρίς να είναι υποχρεωμένος/-η να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ζητά την πρόσβαση στα αιτούμενα έγγραφα).
β) Η διατύπωση της παραγράφου 2 θα πρέπει να αλλάξει ουσιωδώς, ούτως ώστε να ακολουθούνται τα οριζόμενα στο άρθρο 3 της Σύμβασης σχετικά με τους (επιτρεπόμενους) περιορισμούς του δικαιώματος. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να “σχετικοποιηθούν” όλες οι προβλεπόμενες στη διάταξη εξαιρέσεις και να προβλεφθεί ρητά ότι τυχόν ανακυπτόμενες συγκρούσεις μεταξύ εννόμων συμφερόντων/δικαιωμάτων κατά την άσκηση του δικαιώματος θα επιλύονται με βάση τις αρχές της αναλογικότητας ή/και της πρακτικής αρμονίας. Ειδικότερα, όπως προβλέπει η παρ. 2 του άρθρου 3 της Σύμβασης σε κάθε περίπτωση ενδεχόμενου περιορισμού του δικαιώματος θα πρέπει να εφαρμόζονται κάποιες δοκιμασίες (harm test και public interest test) πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης εκ μέρους των δημοσίων αρχών περί πρόσβασης ή μη στις αιτούμενες πληροφορίες και έγγραφα. Εν γένει, τυχόν περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία θα πρέπει να λαμβάνει χώρα μόνο όταν ο περιορισμός αυτός προβλέπεται ειδικά από το νόμο, είναι αναγκαίος σε μία δημοκρατική κοινωνία και είναι ανάλογος με το σκοπό της προστασίας του νόμιμου σκοπού. Η άρνηση πρόσβασης στις πληροφορίες και στα έγγραφα βάσει ενός περιορισμού θα πρέπει δε, να μπορεί να ανατραπεί όταν το δημόσιο συμφέρον από τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών υπερέχει του προστατευόμενου δικαιώματος. Ταυτόχρονα θα πρέπει να προβλεφθεί ότι στην περίπτωση που ορισμένα μόνο τμήματα του (αιτούμενου) εγγράφου καλύπτονται από κάποια εξαίρεση/περιορισμό, οι αρχές υποχρεούνται να χορηγήσουν το υπόλοιπο έγγραφο στον/στην αιτούντα/-ούσα (αρχή μερικής πρόσβασης).
γ) Το περιεχόμενο της παραγράφου 3 θα πρέπει να συμπληρωθεί, ούτως ώστε να προβλέπεται ρητά ότι:
i) οι αιτούντες/-ούσες έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν τον τρόπο με τον οποίο θα λάβει χώρα η άσκηση του δικαιώματος ενώ ταυτόχρονα οι δημόσιες αρχές έχουν την υποχρέωση, στο μέτρο του ευλόγως εφικτού, να παράσχουν την κατά τον επιλεγέντα τρόπο πρόσβαση. Τα αυτά θα πρέπει να ισχύουν αντίστοιχα και αναφορικά με την μορφή (φυσική, ηλεκτρονική, ειδικός μορφότυπος κοκ) του αιτούμενου εγγράφου, με τον/την αιτούντα/-ούσα να δικαιούται να επιλέξει την μορφή που θα ήθελε να έχει το αιτούμενο έγγραφο και τις δημόσιες αρχές να έχουν την υποχρέωση, στο μέτρο του ευλόγως εφικτού, να σεβαστούν την εν λόγω επιλογή, όπως άλλωστε αναφέρει και το άρθρο 6 της Σύμβασης.
ii) η άσκηση του δικαιώματος είναι (κατά κανόνα) δωρεάν. Όπως ορίζει δε, το άρθρο 7 της Σύμβασης, τυχόν επιβαλλόμενες δαπάνες (οι οποίες θα αφορούν συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις, όπως π.χ. την φωτοτύπηση εγγράφου για την χορήγηση αντιγράφου σε φυσική μορφή) θα πρέπει να είναι εύλογες και οι σχετικές χρεώσεις θα πρέπει να δημοσιεύονται (οπότε και να προβλέπονται -κατά προτίμηση από τον ίδιο το νόμο ή από σχετική υπουργική απόφαση κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου).
δ) Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 κατά το μέρος που αφορά τη μη υποχρέωση απάντησης σε περίπτωση απόρριψης ανώνυμης αίτησης θα πρέπει να διαγραφεί.
Περαιτέρω, επισημαίνεται πως:
i) στο πλαίσιο της παρ. 6 της προτεινόμενης διάταξης θα πρέπει να εξειδικευθεί το ποιοι είναι οι φορείς που ασκούν δημόσια εξουσία (π.χ. περιλαμβάνονται σε αυτούς οι δικαστικές και νομοθετικές αρχές εν συνόλω ή μόνο όταν ασκούν “διοικητικές εξουσίες”, δηλαδή εξουσίες που δεν σχετίζονται άμεσα με την παραγωγή νομοθετικού ή δικαιοδοτικού έργου) ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να διευκρινιστεί και η σχέση της εν λόγω παραγράφου με το άρθρο 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (πεδίο εφαρμογής).
ii) Η παρ. 7 της προτεινόμενης διάταξης θα πρέπει να συμπληρωθεί, ούτως ώστε να προβλέπεται με μεγαλύτερη σαφήνεια το τι θα κάνει αυτή η “ομάδα εργασίας” και κυρίως πώς.
iii) Θα πρέπει με κάποιο τρόπο να διευκρινιστεί ποια είναι η σχέση του άρθρου 5 του ΚΔΔ με τις διατάξεις του ν. 4727/2020 (το οποίο φαίνεται να έχει δημιουργήσει ένα “παράλληλο πλαίσιο πρόσβασης”, που – αν και ειδικότερο – διασταυρώνεται σε αρκετά σημεία με το γενικό πλαίσιο πρόσβασης του άρθρου 5 του ΚΔΔ, με αποτέλεσμα να μην είναι πάντοτε σαφές το ποιος νόμος θα πρέπει να εφαρμοστεί).
iv) Προκειμένου να υλοποιηθούν εν τοις πράγμασι οι προβλέψεις του 10 παρ. 3 του Συντάγματος θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά η υποχρέωση των δημοσίων αρχών να απαντούν και σε αιτήματα για παροχή πληροφοριών (και όχι μόνο για χορήγηση εγγράφων) και να (επανα)προβλεφθεί η καταβολή ειδικής χρηματικής ικανοποίησης στον/στην αιτούντα/-ούσα “στην περίπτωση παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής (σ.σ. για χορήγηση εγγράφων ή παροχή πληροφοριών) ή παράνομης άρνησης”.
Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, θεωρούμε πως οι (όποιες) αλλαγές στο άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας δεν λύνουν το πρόβλημα της μη ύπαρξης ενός συνεκτικού πλαισίου που να ρυθμίζει όλες τις πτυχές του δικαιώματος πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία ούτε αίρουν τους προβληματισμούς και τις αντιφάσεις που έχουν ανακύψει τόσο σε επίπεδο νομικού πλαισίου όσο και σε επίπεδο πρακτικής εφαρμογής του δικαιώματος. Προκειμένου να διασφαλιστεί η πληρέστερη και αποτελεσματικότερη άσκηση αλλά και προστασία του δικαιώματος, απαιτείται μία γενικότερη αλλαγή παραδείγματος και όχι αποσπασματικές και ήσσονος σημασίας αλλαγές στην ήδη υπάρχουσα (κατακερματισμένη, δαιδαλώδη και περίπλοκη) νομοθεσία. Όπως, άλλωστε, αναφέρει η Greco στο πλαίσιο της από 26-6-2024 έκθεσης αξιολόγησης του Πέμπτου Κύκλου Αξιολόγησης (GrecoRC5(2024)1 – https://rm.coe.int/grecorc5-2024-1-final-gr-compliance-report-greece-public-2780-7829-249/1680b08102), το πεδίο εφαρμογής της σύστασης iv (“undertaking an independent assessment on access to information requirements in order to adopt regulation, and the necessary implementation measures, that fully meet the standards of the Council of Europe Convention on Access to Official Documents…” – https://rm.coe.int/fifth-evaluation-round-preventing-corruption-and-promoting-integrity-i/1680a5a148) είναι πολύ ευρύτερο από την απλή παροχή προσαρμογών στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (βλ. παρ. 26 έκθεσης αξιολόγησης).
Η δημιουργία ενός ενιαίου νομοθετικού κειμένου που να ρυθμίζει όλες τις πτυχές του δικαιώματος (συγκεντρώνοντας σε ένα και μόνο νόμο τις σχετικές με την πρόσβαση στα έγγραφα και τις πληροφορίες καθώς και την περαιτέρω χρήση διατάξεις του ΚΔΔ, του π.δ. 28/2015, του ν. 4727/2020, του ν. 4622/2019, του ν. 3463/2006 κοκ), η καθιέρωση του κανόνα της γενικής και άνευ όρων πρόσβασης στις πληροφορίες και στα έγγραφα των δημοσίων φορέων, η σαφής και σύμφωνη με τα αναφερόμενα στη Σύμβαση του Tromsø οριοθέτηση των περιορισμών του δικαιώματος, η πρόβλεψη μίας Κεντρικής Αρχής για την εποπτεία και τον έλεγχο των σχετικών με το δικαίωμα ζητημάτων καθώς και η τήρηση και η δημοσίευση συγκεκριμένων στατιστικών στοιχείων σχετικά με την εφαρμογή του νόμου αποτελούν ορισμένες από τις αναγκαίες αλλαγές που πρέπει να λάβουν χώρα σε επίπεδο νομοθεσίας, ούτως ώστε να διασφαλιστεί εν τοις πράγμασι τόσο η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης όσο και η εφαρμογή θεμελιωδών δημοκρατικών αρχών, όπως η διαφάνεια και η λογοδοσία.
Κατόπιν των ανωτέρω, σας προτρέπουμε όπως εκκινήσετε τις διαδικασίες για μία συνολική και ολιστική αναθεώρηση του πλαισίου που διέπει το δικαίωμα πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία και σας αναφέρουμε ότι προσεχώς θα σας αποστείλουμε αναλυτικότερο κείμενο με τις προτάσεις και τις συστάσεις μας επί του ζητήματος.
Σύμφωνα με την Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης του νομοσχεδίου, οι ρυθμίσεις του άρθρου 57 αυτού σκοπεύουν, κυρίως, στην ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Σύμβασης του Tromso του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα μέσω της διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής του εν λόγω δικαιώματος (https://rm.coe.int/1680084826) . Η μη ορθή όμως ενσωμάτωση της ανωτέρω Σύμβασης, όπως θεωρώ ότι έγινε στην προκειμένη περίπτωση, έχει ως αποτέλεσμα οι νέες διατάξεις να είναι αντίθετες με αυτές άλλων κλάδων του ελληνικού δικαίου και του Συντάγματος της Ελλάδας, όπως θα εξηγήσω παρακάτω.
Η περίπτωση (k) της παρ. 3 του αρθ. 3 της Σύμβασης αναγνωρίζει ως πιθανό περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα τις συζητήσεις (οπότε και την αλληλογραφία) εντός ή μεταξύ δημοσίων φορέων σχετικά με την εξέταση ενός ζητήματος. Το κάθε ζήτημα όμως δεν μπορεί να το γνωρίζει ο νόμος εκ των προτέρων για να το περιγράψει.
Επίσης, η περίπτωση (e) της ίδιας παραγράφου αναγνωρίζει ως ανάλογο περιορισμό την επιθεώρηση, τον έλεγχο και την εποπτεία που διενεργούν οι δημόσιες αρχές. Αυτός ο περιορισμός αναγνωρίζεται και από την ελληνική νομολογία κατά την ερμηνεία της έννοιας του εύλογου ενδιαφέροντος (υπ’ αριθ. 1214/2000 απόφαση του Συμβούλιο της Επικρατείας κ.ά.), ότι δηλαδή ως τέτοιο δεν νοείται το ενδιαφέρον των πολιτών για την εύρυθμη άσκηση των γενικών καθηκόντων της Διοίκησης και την τήρηση των νόμων. Αντιθέτως, η νομολογία ερμηνεύει ως τέτοιο αυτό που προκύπτει, κατά τρόπο αντικειμενικό, από την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης εννόμου σχέσεως, συνδεόμενης με το περιεχόμενο των διοικητικών στοιχείων, στα οποία ζητείται η πρόσβαση.
Επιπλέον, το Σύνταγμά μας αναγνωρίζει ως διακριτά δικαιώματα (αν και κατά ένα μέρος προσομοιάζουν) την πρόσβαση στα έγγραφα, που ασκείται συνήθως με τη χορήγηση αντιγράφων εγγράφων [αποτελεί μέρος του δικαιώματος αναφοράς προς τις αρχές (αρθ. 10)], και την πληροφόρηση του κοινού (αρθ. 5Α), σημειώνοντας ότι κατάχρηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται (αρθ. 25). Δηλαδή, η πρόσβαση στα έγγραφα δεν μπορεί να εξισωθεί με την πληροφόρηση, ακόμα και νομοθετική πρόβλεψη.
Η καθολική αποδοχή ανώνυμων αιτήσεων πρόσβασης σε έγγραφα, πέραν του ότι έρχεται σε αντίθεση με τις γενικότερες διατάξεις περί υποβολής αιτήσεων για τη διεκπεραίωση υποθέσεων από τη Διοίκηση (η εξέταση αιτήματος πρόσβασης σε έγγραφα αποτελεί κατηγορία υπόθεσης που διεκπεραιώνει η Διοίκηση), εμποδίζει την εξέταση ύπαρξης έννομη σχέσης του αιτούντος με το περιεχόμενο των εγγράφων, οπότε και της ύπαρξης εύλογου ενδιαφέρον γι’ αυτά, αλλά και εάν το αίτημα έρχεται σε σύγκρουση με υφιστάμενα έννομα συμφέροντα τρίτων, αφού δεν μπορεί να μπορεί να ταυτοποιηθεί εάν ο αιτών ζητά πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο (που αυτό επιτρέπεται) ή τρίτους (που αυτό απαγορεύεται ακόμα και στη Σύμβαση). Από την άλλη μεριά, η δυνατότητα της Διοίκησης να μην απαντήσει στον ανώνυμο αιτούντα επί του αιτήματός του που το έχει απορρίψει αντίκειται στο άρθρο 10 του Συντάγματος.
Επομένως, κατά την άποψή μου, ανώνυμο αίτημα για πρόσβαση σε έγγραφα μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο εάν αφορά στοιχεία που μπορεί να ενδιαφέρουν τον οποιοδήποτε, ως πληροφόρηση, κάτι που ήδη ισχύει βάσει της παρ.3 του αρθ.35 του ν. 4727/2020. Άλλωστε, οι διοικητικές πράξεις που ενδιαφέρουν τους περισσότερους ήδη αναρτώνται στην πλατφόρμα του Προγράμματος «Διαύγεια» όπου έχει πρόσβαση οποιοσδήποτε. Ακόμα όμως και να μην γνωρίζει κάποιος πώς θα τις αναζητήσει εκεί, μπορεί ακόμα και ανώνυμα να απευθυνθεί στην αρμόδια Υπηρεσία και αποκτήσει πρόσβαση σ’ αυτές. Συνεπώς, η εν λόγω νέα ρύθμιση πέραν του ότι είναι περιττή είναι και επικίνδυνη να εφαρμοστεί με λάθος τρόπο.
Στη συνέχεια, η διατύπωση ότι κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα «να λάβει γνώση των δημοσίων εγγράφων, διοικητικών και ιδιωτικών» μπορεί να έχει δύο ερμηνείες: 1) να λάβει γνώση τριών διαφορετικών κατηγοριών εγγράφων και 2) να λάβει γνώση των δημοσίων εγγράφων, που διακρίνονται, για το σκοπό εφαρμογής του άρθρου αυτού, σε διοικητικά και ιδιωτικά.
Στην πρώτη περίπτωση η διατύπωση είναι λάθος νομικά αφού, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρθ. 438 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ.) και της παρ. 10 του αρθ.2 του ν. 4727/2020, τα διοικητικά έγγραφα αποτελούν κατηγορία των δημοσίων εγγράφων. Αλλά και η δεύτερη περίπτωση είναι λάθος, αφού από τα άρθρα 438 έως 447 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το ιδιωτικό έγγραφο δεν μπορεί να αποτελεί κατηγορία του δημοσίου, από νομικής άποψης. Ως έννοιες άλλωστε στην γλώσσα (παγκόσμια) είναι αντίθετες. Οπότε, η εν λόγω διατύπωση δεν αποτελεί δείγμα καλής νομοθέτησης.
Θεωρώ ότι με την νέα ρύθμιση επιδιώκεται να υπάρχει πρόσβαση στα ιδιωτικά έγγραφα που απλά φυλάσσονται στις δημόσιες Υπηρεσίες με την ύπαρξη εύλογου ενδιαφέροντος και όχι ειδικού έννομου συμφέροντος, που ισχύει σήμερα. Άλλωστε, τα ιδιωτικά έγγραφα που έχουν χρησιμοποιηθεί ή έχουν ληφθεί υπόψη της Διοίκησης κατά τη δράση της λογίζονται ήδη ως διοικητικά για την πρόσβαση σ’ αυτά, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 620/1999 γνωμοδότηση (αλλά και σειρά άλλων) του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Ως δημόσια έγγραφα όμως λογίζονται και αυτά που συντάσσονται στο πλαίσιο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ.), τα οποία αποτελούν μέρος δικογραφίας (π.χ. εκθέσεις) και η πρόσβαση καθορίζεται με διαφορετικά κριτήρια από αυτά του εύλογου ενδιαφέροντος, πόσο μάλλον αυτά της ελεύθερης πρόσβασης στον οποιοσδήποτε, ακόμα και ανώνυμα (βλ. σχετικά αρθ. 100, 107 και 147 του Κ.Π.Δ. και του αρθ. 26 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων & Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών). Συνεπώς δεν μπορεί να «απελευθερωθεί» η πρόσβαση σ’ αυτά από τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
Οπότε και ο προτεινόμενος τίτλος του άρθρου θεωρώ ότι είναι λάθος. Επομένως, ο Κ.Δ.Δ. θα πρέπει να αφορά τις κατηγορίες εγγράφων για τις οποίες η πρόσβαση δεν καθορίζεται διαφορετικά σε άλλες διατάξεις.
Παρατηρείται ότι δεν γίνεται λόγος για την πρόσβαση στα έγγραφα που εκδίδονται από αλλοδαπές αρχές που τηρούν οι ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες. Είναι ευκαιρία να ρυθμιστεί ρητά και το ζήτημα αυτό.
Σημειώνεται ότι το πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Κ.Δ.Δ.) δεν είναι όλοι οι φορείς του δημόσιου τομέα, σύμφωνα με το ορισμό του αρθ. 14 του ν. 4270/2014. Άποψή μου είναι να τροποποιηθεί το αρθ.1 του πρώτου άρθρου του ν. 2690/1999 ώστε να συμβαδίζει με το πεδίο εφαρμογής της ψηφιακής διακυβέρνησης (ν. 4727/2020). Στην παρούσα φάση, η διατύπωση στο άρθρο 5 του Κ.Δ.Δ. ότι η πρόσβαση στα έγγραφα αφορά όλους τους φορείς που ασκούν δημόσια εξουσία αποτελεί θεμιτή εναλλακτική λύση, συμβατή και με όσα ορίζει η Σύμβαση Tromso.
Επιπλέον, το πρώτο εδάφιο της δεύτερης παραγράφου του υπό πρόταση τροποποίησης άρθρου που κάνει λόγο για περιορισμό στην πρόσβαση σε έγγραφο που αφορά σε «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εκτός εάν τα δεδομένα αυτά κρίθηκαν ουσιώδη για την έκβαση της υπόθεσης» θεωρώ ότι είναι αντίθετο στην υφιστάμενο νομοθεσία. Η παράγραφος 42 του ν. 4624/2019 αναφέρει ότι η εφαρμογή των διατάξεων του Κ.Δ.Δ. που αφορούν την πρόσβαση στα έγγραφα παραμένει ανεπηρέαστη, όταν περιεχόμενων των εγγράφων αυτών αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Οπότε, ο προτεινόμενος νέος περιορισμός είναι αντίθετος του νόμου. Ακόμη, το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής θεωρώ ότι διατυπώθηκε λανθασμένα, προσπαθώντας να εφαρμοστεί το άρθρο 3 της Σύμβασης Tromso. Η τελευταία αναφέρει ότι οι περιορισμοί της πρόσβασης απαιτείται να καθορίζονται επακριβώς στο νόμο και να είναι ανάλογοι με την προστασία της εθνικής άμυνας, της ασφάλειας κ.λπ.. Στο νομοσχέδιο όμως φαίνεται σαν να έχουν ειδικές διατάξεις για το απόρρητο όλες αυτές οι κατηγορίες (εθνική άμυνα, ασφάλεια του κράτους, δημόσια τάξη κ.ά.). Από τη διατύπωση αυτή υπάρχει μάλιστα περίπτωση να θεωρηθεί ότι όλα τα έγγραφα που αφορούν αυτές τις κατηγορίες είναι απόρρητα, κάτι που φυσικά δεν ισχύει.
Πράγματι υπάρχουν ειδικές διατάξεις που χαρακτηρίζουν έγγραφα ως απόρρητα (όπως το ιατρικό και το φορολογικό απόρρητο) αλλά για όλες τις άλλες κατηγορίες εγγράφων που αναφέρει το σχέδιο νόμου νομίζω ότι δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις. Και αν υπάρχουν, αυτές είναι ελάχιστες. Αντιθέτως, πολλά έγγραφα που αφορούν αυτές τις κατηγορίες διαβαθμίζονται με βαθμούς ασφαλείας σύμφωνα με τον Εθνικό Κανονισμό Ασφαλείας (εάν αφορούν την εθνική άμυνα και ασφάλεια της Χώρας, καθώς και τα ζωτικά συμφέροντα αυτής) και τους εσωτερικούς κανονισμούς αλληλογραφίας κάθε φορέα (για όλα τα υπόλοιπα ζητήματα). Οι εσωτερικοί κανονισμοί αλληλογραφίας καταρτίζονται σύμφωνα με τον Κανονισμό Επικοινωνίας Δημοσίων Υπηρεσιών (σημειώνεται ότι βάσει αυτού η Κεντρική Ένωση Δήμων & Κοινοτήτων Ελλάδας έχει καταρτίσει έναν Κανονισμό Επικοινωνίας Υπηρεσιών των Ο.Τ.Α.).
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω και την ανάγκη ορθής συμμόρφωσης με τη Σύμβαση Tromso, η οποία δεν έρχεται κατά την άποψή μου σε αντίθεση με το Σύνταγμα και τους λοιπούς νόμους που ισχύουν εδώ και χρόνια, οι οποίοι και δεν τροποποιήθηκαν προκειμένου να συμμορφωθούν με αυτή, προτείνω την αναδιατύπωση των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ως εξής:
«Άρθρο 5
Πρόσβαση σε έγγραφα
1. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή, έντυπη ή ηλεκτρονική, αίτησή του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων, των εγγράφων αλλοδαπών αρχών και των ιδιωτικών εγγράφων που βρίσκονται στις δημόσιες υπηρεσίες εφόσον έχει εύλογο ενδιαφέρον για το περιεχόμενό τους, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων για την πρόσβαση σ’ αυτά. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. Ως εύλογο ενδιαφέρον νοείται το ενδιαφέρον που προκύπτει, κατά τρόπο αντικειμενικό, από την ύπαρξη μίας συγκεκριμένης, προσωπικής έννομης σχέσης του αιτούντος με το περιεχόμενο των στοιχείων στα οποία ζητά πρόσβαση. Ομοίως, εύλογο ενδιαφέρον προς πληροφόρηση έχει οποιοσδήποτε μπορεί, ως εκ της ιδιότητάς του, να επικαλεσθεί το ενδιαφέρον του για τη γνώση του περιεχομένου συγκεκριμένων εγγράφων. Αντιθέτως, δε συνιστά εύλογο ενδιαφέρον το ενδιαφέρον καθενός για την εύρυθμη άσκηση των γενικών καθηκόντων των δημοσίων υπηρεσιών και την τήρηση των νόμων.
2. Το κατά την προηγούμενη παράγραφο δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, ή έχει βαθμό ασφάλειας άνω του αδιαβάθμητου σύμφωνα με το Εθνικό Κανονισμό Ασφαλείας, ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις, ή αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού μπορεί να προκαλέσει βλάβη του δημοσίου συμφέροντος. Η αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου αν το έγγραφο αναφέρεται στις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, ή αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, διοικητικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης.
3. Κάθε ενδιαφερόμενος με ανώνυμη αίτηση ή επικοινωνία με την οποία δεν μπορεί αυτός να ταυτοποιηθεί μπορεί να πληροφορείται από την αρμόδια Υπηρεσία για ό,τι αυτή έχει δημοσιοποιήσει και για δημόσιες πολιτικές, δράσεις ή προγράμματα που αυτή σχεδιάζει ή εφαρμόζει και ενδιαφέρουν ευρύτερα την κοινωνία, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων που αποκλείουν ή δύναται να αποκλείουν την πληροφόρηση του κοινού. Τέτοια πληροφόρηση μπορεί να γίνει με ενημέρωση του για τον δικτυακό τόπο όπου είναι αναρτημένες οι ζητούμενες πληροφορίες ή χορήγηση αντιγράφων εγγράφων».
Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του υπό πρόταση τροποποίησης άρθρου να μην συμπεριληφθεί στο νέο νόμο καθώς είναι αντισυνταγματικό, όπως ήδη εξήγησα, να μην απαντά η Διοίκηση σε αιτήματα. Επίσης, το ζήτημα της αντιμετώπισης αόριστου αιτήματος αντιμετωπίζεται από τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 4 του Κ.Δ.Δ., ως ισχύουν.
Αναφορικά με την παράγραφο 8 του προαναφερόμενου άρθρου χρήσιμο είναι να καθοριστεί παράβολο που θα καταβάλει ο αιτών για τη χορήγηση έντυπων (όχι ηλεκτρονικών δηλαδή) αντιγράφων, όπως ίσχυε την εποχή έκδοσης του ν. 2690/1999 που χρησιμοποιούνταν για το σκοπό αυτό τα μετέπειτα κατηργημένα χαρτόσημα. Το να καταβάλει ο αιτών στις υπηρεσίες αντίστοιχη ποσότητα φύλων χαρτιού με όσα θα τα χορηγηθούν σε αντίγραφα δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό κόστος αναπαραγωγής των εντύπων αφού δεν καλύπτεται έτσι το κόστος μελανιού που χρησιμοποιείται και το κόστος λειτουργίας & συντήρησης του φωτοτυπικού/εκτυπωτικού μηχανήματος. Ούτε φυσικά αποτελεί σύγχρονή λύση να μεταβαίνει ο αιτών και ο υπάλληλος, μαζί με το έγγραφο, σε πλησίον ιδιωτικό κατάστημα για να βαρύνει τον αιτούντα η σχετική αναπαραγωγή. Η επιβάρυνση με χρηματικό κόστος του αιτούντος έντυπων αντιγράφων είναι επιβεβλημένη καθώς υπάρχει η δυνατότητα επιλογής της ανέξοδης χορήγησης ηλεκτρονικών αντιγράφων, λύση που είναι και οικολογική άλλωστε.
Τέλος, στο άρθρο 57 πρέπει να προστεθεί παράγραφος που θα αναφέρει ότι αντικαθίστανται οι διατάξεις του άρθρου 1 του πρώτου άρθρου του π.δ. 28/2015 με τις νέες διατάξεις του αρθ. 5 του πρώτου άρθρου του ν. 2690/1999 και όχι να καταργηθεί το άρθρο αυτό (του π.δ.), όπως προτείνεται στο άρθρο 62, καθώς αποτελεί κωδικοποίηση νομοθεσίας.
Θεωρώ ότι ο τίτλος του άρθρου: ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΓΓΡΑΦΑ πρέπει να αλλάξει σε ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΕΓΓΡΑΦΑ, όπως επίσης όπου στο περιεχόμενο του άρθρου αναφέρεται ο όρος: δημόσια έγγραφα, πρέπει να αλλάξει στον όρο: έγγραφα.
Καταρχάς η διατύπωση τησ παρ. 1, του άρθρου, σύμφωνα με την οποία, δημόσια έγγραφα είναι τόσο τα διοικητικά όσο και τα ιδιωτικά, έρχεται σε αντίθεση με όσα ορίζει το άρθρο 438 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο, Δημόσια έγγραφα είναι αυτά που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία. Επομένως σύμφωνα με το άρθρο 438 στα δημόσια έγγραφα δεν περιλαμβάνονται τα ιδιωτικά, κάτι που με το παρόν άρθρο αλλάζει, ωστόσο παραμένει η διατύπωση του άρθρου 438 με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση.
Επίσης υφίστανται κατηγορίες εγγράφων όπως π.χ. τα δικαστικά έγγραφα, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στον όρο διοικητικά που περιλαμβάνει ο όρος δημόσια έγγραφα.
Επομένως με τη χρήση του όρου: έγγραφα, εξειδικευόμενου στο περιεχόμενο της διάταξης στις επιμέρους κατηγορίες εγγράφων (π.χ. διοικητικά, ιδιωτικά, δικαστικά, στρατιωτικά, συμβόλαια κλπ) τις οποίες ο νομοθέτης επιθυμεί να ρυθμίσει, αντιμετωπίζεται αφενός, η σύγχυση που υπάρχει μεταξύ της περιγραφής του όρου δημόσιο έγγραφο όπως αυτή διατυπώνεται στο παρόν άρθρο και της αντίστοιχης στο άρθρο 438 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και εξειδικεύονται αφετέρου τα είδη των εγγράφων τα οποία ο νομοθέτης επιθυμεί να αποτελούν αντικείμενο πρόσβασης.
Στην αντίθετη περίπτωση, θα πρότεινα νέα σαφή οριοθέτηση και περιγραφή του όρου δημόσια έγγραφα, η οποία όμως θα πρέπει να διατρέχει όλο το δίκαιο.
Στο τέλος του άρθρου 5,αναφέρεται η μη απάντηση σε αίτηση καταφανώς αόριστη.
Επώνυμη αίτηση χτενίζει απάντησης με σκοπό να διορθώσει την αοριστία σε δεύτερο χρόνο.
Έτσι θα μπει φρένο και στην αρθροα απόρριψη επωνύμων αιτήσεων κατά κρίση υπαλλήλων.
Επειδή τίθενται πολλά προβλήματα (& νομικά) για το αν κάποιος δικαιούται ή όχι να λάβει γνώση δημοσίων εγγράφων όσον αφορά τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις , πρέπει να μπει μια τάξη-να προβλεφθεί μια διαδικασία ώστε να κρίνει σε περίπτωση άρνησης κάποιο δικαστικός λειτουργός ή εισαγγελικός λειτουργός αν ορθώς αρνείται η χ υπηρεσία να παράσχει αυτή την δυνατότητα
ήδη ακολουθείται μια διαδικασία με εισαγγελική παραγγελία-> θα πρέπει οπωσδήποτε να θεσμοθετηθεί μια διαδικασία άμεσης λήψης απόφασης στην περίπτωση άρνησης ή όχι σε υποβληθέν αίτημα -> προτείνω το εξής:
α) ο λαμβάνων αρνητική απάντηση ή αρνητική απάντηση δια παραλείψεως από την όποια υπηρεσία, να δύναται με αίτησή του προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών , την οποία θα κοινοποιεί άμεσα προς τον φορέα του δημοσίου , να ζητά να λάβει γνώση -> να ορίζεται εντός 3 εργασίμων ημερών από κατάθεσης της αίτησης εκδίκαση της αίτησης ενώπιον του Εισαγγελέα, ο οποίος να αποφαίνεται άμεσα με την λήξη της εκδίκασης και χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αιτιολογήσει την όποια εκδιδόμενη Διάταξή του για το νόμιμο ή όχι της άρνησης-> στην εκδίκαση να καλείται να παρασταθεί & ο Φορέας με επιμέλεια της Εισαγγελίας -> να είναι δυνατή για τον μεν διοικούμενο ή με αυτοπρόσωπη παράσταση ή με πληρεξούσιο δικηγόρο υπεράσπιση της αίτησης, ενώ ο Φορέας υποχρεωτικά για να γίνει δεκτή η παράστασή του να πρέπει να παρασταθεί με πληρεξούσιο δικηγόρο ή μέλος ΝΣΚ
β) σε έκδοση διάταξης αρνητικής της αίτησης από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ο διοικούμενος να δύναται εντός δύο εργασίμων ημερών από εκδόσεως να υποβάλλει αίτηση επανεξέτασης-αναθεώρησης στον Εισαγγελέα Εφετών , ο οποίος να αποφαίνεται εντός τριών εργασίμων χωρίς κλήτευση ενδιαφερομένων .