1. Αντίγραφα εγγράφων που παράγονται με ΤΠΕ έχουν ισχύ ακριβούς αντιγράφου, εφόσον α) το πρωτότυπο ηλεκτρονικό ή έντυπο/έγχαρτο έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή του φορέα του δημόσιου τομέα ή άλλου φορέα του δημόσιου τομέα και κατά τη διαδικασία της καταχώρισης, της ψηφιοποίησης, της αναπαραγωγής και της εκτύπωσης καθίσταται δυνατή η ταύτιση πρωτοτύπου και ηλεκτρονικού αντιγράφου και β) το αντίγραφο φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή και ασφαλή χρονοσήμανση.
2. Η εκτύπωση εγγράφου με χρήση ΤΠΕ επέχει θέση ακριβούς αντιγράφου, εφόσον επικυρώνεται από δημόσια αρχή που δύναται να ελέγχει την ταύτιση πρωτοτύπου και εκτυπωμένου εγγράφου αντιγράφου. Δεν απαιτείται επικύρωση στην περίπτωση που το φυσικό πρόσωπο ή ΝΠΙΔ που συναλλάσσεται με φορέα του δημόσιου τομέα βεβαιώνει με υπεύθυνη δήλωση την ακρίβεια των στοιχείων που περιέχονται σε έγγραφο που έχει παραχθεί ή τηρείται από τον φορέα του δημόσιου τομέα με ηλεκτρονικό τρόπο.
3. Ο φορέας του δημόσιου τομέα μπορεί να ψηφιοποιεί ή να αναπαράγει με οποιοδήποτε τρόπο έντυπα/έγχαρτα έγγραφα που εκδίδει ή άλλα δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα που κατέχει στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων της και να πιστοποιεί την ταύτιση πρωτοτύπου και ακριβούς ηλεκτρονικού (ψηφιακού) αντιγράφου, βεβαιώνοντας την ακεραιότητα και αυθεντικότητά του.
4. Σε περίπτωση καταστροφής πρωτότυπων έντυπων/έγχαρτων εγγράφων μετά την παραγωγή ψηφιοποιημένου ισόκυρου αντιγράφου στο πρωτόκολλο καταστροφής μνημονεύονται τα στοιχεία που αναφέρονται στην παραγωγή και αρχειοθέτηση του ψηφιοποιημένου ισόκυρου αντιγράφου.