Αρχική Εκσυγχρονισμός της Εξωτερικής Πολιτικής: Οργανισμός Υπουργείου Εξωτερικών, Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού και άλλες διατάξειςΕκσυγχρονισμός της Εξωτερικής Πολιτικής: Οργανισμός Υπουργείου Εξωτερικών, Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού και άλλες διατάξειςΣχόλιο του χρήστη Ένωση Διπλωματικών Υπαλλήλων | 6 Μαΐου 2019, 10:49
Παρατίθεται κείμενο γνωμοδότησης Νομικού Συμβούλου Ένωσης Διπλωματικών Υπαλλήλων, κ. Σπυρόπουλου, επί σχεδίου νέου οργανισμού, σύμφωνα με την οποία υφίστανται ποικίλα νομοτεχνικά προβλήματα που παραβιάζουν τα δικαιώματα των υπαλλήλων του ΥΠΕΞ, φθάνοντας μέχρι του σημείου να καθιστούν τον νέο οργανισμό αντιβαίνοντα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Λόγω μεγέθους το κείμενο της γνωμοδότησης θα χωριστεί σε τμήματα: ‘Αρθρο 18: Η νέα «Υπηρεσία Ενημέρωσης και Δημόσιας Διπλωματίας» που συνίσταται με το άρθρο αυτό εμφανίζει εν μέρει σύγκρουση αρμοδιοτήτων με αυτές της Γεν. Γραμματείας Ενημέρωσης του Υπ. Ψηφιακής Πολιτικής. Άρθρο 35: Ανώτατο Υπηρεσιακό Συμβούλιο: * (α) Στην συγκρότηση του Α.Υ.Σ. εξακολουθεί να παραλείπεται η συμμετοχή, με δικαίωμα ψήφου, του Νομικού Συμβούλου του Κράτους, για τον οποίο προβλέπεται ότι συμμετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου. Τίθεται, δε, το ερώτημα ποίος είναι ο ρόλος του τελευταίου, αφού γι’ αυτόν δεν προβλέπεται ούτε εισηγητικός ρόλος ούτε κάποια άλλη αρμοδιότητα από την ως άνω διάταξη. (β) Επιπλέον, σκόπιμο είναι να διευκρινιστεί ότι η ιδιότητα του Πρέσβεως επί τιμή ως Προέδρου του Συμβουλίου δεν μπορεί να συντρέχει με οποιαδήποτε άλλη υπηρεσιακή ιδιότητα αυτού, αφού στην δεύτερη περίπτωση, η ιδιότητα του υπαλλήλου αυτού ως εν ενεργεία υπαλλήλου καταστρατηγεί τον σκοπό της διάταξης που είναι η προεδρία του οργάνου από άτομο χωρίς υπηρεσιακή εξάρτηση (συνταξιούχο, δηλαδή επί τιμή πρέσβυ). (γ) Στην παρ. 5(β) του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι το Α.Υ.Σ. γνωμοδοτεί προς τον ΥΠΕΞ για τα θέματα προαγωγής των διπλωματικών υπαλλήλων στον βαθμό Π.Υ.Α’ και Π.Υ.Β’, των εμπειρογνωμόνων στον βαθμό του ΕΜΠΡΣ Α’ και Β’, των υπαλλήλων της ΕΝΥ στους βαθμούς του Νομ. Συμβούλου Α’ και Β’ και των Ο.Ε.Υ. στους βαθμούς των Γεν. Συμβ. ΟΕΥ Α’ και Β’. Αν και στο άρθρο 93 (Προαγωγές Διπλωματικών Υπαλλήλων) προστέθηκε η σχετική πρόβλεψη, από αβλεψία, εξακολουθεί να απουσιάζει από τα άρθρα 105.3.ε (Προαγωγές Εμπειρογνωμόνων στον βαθμο του ΕΜΠΡΣ Α’) και 111.3.στ (Προαγωγές Ο.Ε.Υ. στο βαθμό του Γ.Σ. ΟΕΥ Β’), με αποτέλεσμα οι διατάξεις αυτές να αντιφάσκουν προς αυτή του άρθρου 35 παρ. 5(β).. Άρθρο 36: Υπηρεσιακό Συμβούλιο: (α) Ισχύει η (α) παρατήρηση που διατυπώθηκε ανωτέρω, για το άρθρο 35. (β) Στην παρ. 6.β., εξαιρείται η γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Υ.Σ. ως προς τις προαγωγές από τους βαθμούς ι) Γ.Π.Α. σε Σ.Π.Β., ιι) Γρ. ΟΕΥ Α’ σε Σύμβουλο ΟΕΥ. Β’. Για τις προαγωγές αυτές, προβλέπεται, σε άλλα άρθρα η διενέργεια «εξετάσεων» από την Διπλωματική Ακαδημία. Οι εν λόγω «εξετάσεις» είναι προβληματικές από Συνταγματικής απόψεως, λόγος δε γι’ αυτές θα γίνει κατωτέρω, στις παρατηρήσεις υπό τα σχετικά άρθρα. Άρθρο 38: Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο: (α) Στο νέο σχέδιο, αν και έχουν ενσωματωθεί αρκετές από τις παρατηρήσεις της προηγούμενης γνωμοδότησης, εξακολουθεί να προβληματίζει η προβλεπόμενη συμμετοχή, με δικαίωμα ψήφου στο Δ.Π.Υ.Σ., του ΣΤ’ Γενικού Διευθυντή του Υπ. Εξωτερικών ο οποίος αφενός μεν έχει ευρύτατες αρμοδιότητες και καθήκοντα κατά την διάρκεια της προδικασίας, αφετέρου δε ως εκ της θέσεώς του εκπροσωπεί ex officio την διώκουσα Αρχή, με συνέπεια να στερείται, επίσης ex officio, του τεκμηρίου της αμεροληψίας. (β) Εξαιρετικά προβληματική, επίσης, είναι και η διάταξη την παρ. 5.β. του ως άνω άρθρου, σύμφωνα με την οποία το ΔΠΥΣ «αποφασίζει για τις ενστάσεις που ασκεί κατά των αποφάσεων του Π.Υ.Σ. υπέρ της Διοίκησης ή υπέρ του υπαλλήλου, ο Υπουργός και κάθε πειθαρχικός προϊστάμενος. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να επιβάλει ελαφρότερη ποινή από αυτήν που επιβλήθηκε από το ΠΥΣ». Δεδομένου ότι κατά την παρ. 5.α του ίδιου άρθρου ο υπάλληλος δύναται να ασκήσει προσφυγή μόνον κατ’ αποφάσεων του ΠΥΣ που επιβάλλει ποινή προστίμου στέρησης αποδοχών άνω των 4 μηνών και ανωτέρων, η διάταξη του άρθρου 5.β αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθ’ ο μέτρο επιτρέπει να ασκηθεί ένσταση από τον Υπουργό και «κάθε πειθαρχικό προϊστάμενο», όχι όμως και στον τιμωρηθέντα υπάλληλο, κατά ποινής ακόμη και κατώτερης του προστίμου στέρησης αποδοχών 4 μηνών. (γ) Η ίδια διάταξη, καθίσταται προβληματική από την ίδια άποψη, αφ’ ης στιγμής δεν τίθενται προϋποθέσεις για την άσκηση της «υπέρ της Διοίκησης» ενστάσεως, ούτε εξ απόψεως δυνάμενου να την ασκήσει οργάνου, ούτε εξ απόψεως του είδους της απόφασης (ομόφωνης ή κατά πλειοψηφία) που εκδόθηκε από το ΠΥΣ. Η γενική διατύπωση ότι την ένσταση αυτή μπορεί να ασκήσει «ο Υπουργός και κάθε πειθαρχικός προϊστάμενος», καθώς και ότι η ένσταση αυτή μπορεί να ασκηθεί πάντοτε, ακόμη δηλαδή και σε περίπτωση ομόφωνης απόφασης του Π.Υ.Σ. και ακόμη και αν αυτή έχει ληφθεί με σύμφωνη γνώμη του εισηγητή, είναι προβληματικές και κατά την άποψή μου αντιβαίνουν στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι με την πρώτη διάταξη παρέχεται δικαίωμα ένστασης σε πρόσωπα που δεν μετέχουν της πειθαρχικής διαδικασίας, ενώ με την δεύτερη αχρηστεύεται, την ουσία, το ΠΥΣ, αφού κάθε απόφαση αυτού (ακόμη και αν είναι ομόφωνα απαλλακτική), δύναται να προσβληθεί με ένσταση. Πέραν, δε, της αντίφασής της προς την παραπάνω διάταξη της ΕΣΔΑ, η διάταξη της παρ. 6.β. του άρθρου 40 δεν εξυπηρετεί την ταχεία επίλυση των πειθαρχικών υποθέσεων και διαιωνίζει την ταλαιπωρία των πειθαρχικώς διωκωμένων σε βαθμό ανεπίτρεπτο. Το ελάχιστο ορθό, κατά την γνώμη μου, θα ήταν να παρέχεται δικαίωμα ένστασης μόνον στον Εισηγητή του Π.Υ.Σ. και μόνον κατά μη ομοφώνων αποφάσεων του Π.Υ.Σ. (δ) Επιπλέον, κατά την παρ. 8 του ίδιου άρθρου, ή ένσταση ενώπιον του Δ.Π.Υ.Σ. επιτρέπεται εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση «ή την πλήρη γνώση της» από τον υπάλληλο ή «από την περιέλευσή της στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση». Και η διάταξη αυτή αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αφού αφενός μεν εν προκειμένω πρόκειται για πειθαρχική ποινή με σοβαρές υπηρεσιακές συνέπειες και επιβάλλεται, για τον υπάλληλο, η κίνηση της προθεσμίας ένστασης μόνον από την κοινοποίηση της απόφασης σε αυτόν, και όχι από το αμφίβολο, σε κάθε περίπτωση, γεγονός της «πλήρους γνώσεως» αυτού, αφετέρου δε για την Υπηρεσία, η προθεσμία αυτή θα πρέπει να αρχίζει από την δημοσίευση της αποφάσεως του ΠΥΣ, δεδομένου ότι από τότε τεκμαίρεται ότι λαμβάνει γνώση αυτής το Υπ. Εξωτερικών – συνεπώς δε και κάθε όργανο δυνάμενο να ασκήσει ένσταση κατ’ αυτής.