Αρχική Διαβούλευση για το σχέδιο νόμου «Οργάνωση και Λειτουργία Υπουργείου Εξωτερικών»ΜΕΡΟΣ Γ` – ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝΣχόλιο του χρήστη Δημήτρης | 12 Αυγούστου 2020, 23:05
Υπουργείο Εξωτερικών Βασ. Σοφίας 1, ΤΚ 10671, Αθήνα, Tηλ.: 210-3681000, Φαξ: 210-3681717 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@mfa.gr Ιστοχώρος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Η οποιαδήποτε επιχειρούμενη απόπειρα σύγκρισης της υπηρεσιακής εξέλιξης (προαγωγές) των πιο χαμηλόβαθμων υπαλλήλων του Διπλωματικού κλάδου (Γραμματείς Πρεσβείας) σε σχέση με την υπηρεσιακή εξέλικη των κλάδων ΟΕΥ και Επικοινωνίας στους αντίστοιχους βαθμούς στερείται λογικής βάσης, πολλώ δε μάλλον όταν γίνεται με επίκληση των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας του Συντάγματος. Η πρόβλεψη 4ετούς υπηρεσίας περί προαγωγής για τους βαθμούς των ΓΠΓ΄, ΓΠΒ΄ και ΓΠΑ΄ του Διπλωματικού Κλάδου (προτεινόμενο Άρθρο 167) έναντι 3ετούς υπηρεσίας στους αντίστοιχους βαθμούς για τους κλάδους ΟΕΥ και Επικοινωνίας, όχι μόνο δεν είναι αντίθετη με την αρχή της ισότητας αλλά τουναντίον αντισταθμίζει σε κάποιο βαθμό (και όχι πλήρως) την πρωτοφανή ανισότητα που προκύπτει από την κατά πολύ βραδύτερη χρονικά σε σύγκριση με τους υπαλλήλους του Διπλωματικού κλάδου υπηρεσιακή εξέλιξη των χαμηλόβαθμων υπαλλήλων των δύο τελευταίων κλάδων, καίτοι έχουν ίδια προσόντα, εκπαίδευση και προϋποθέσεις διορισμού με τους υπαλλήλους του Διπλωματικού Κλάδου. Η βραδύτερη αυτή εξέλιξη στις προαγωγές οφείλεται στο γεγονός ότι οι οργανικές θέσεις στους κλάδους ΟΕΥ και Επικοινωνίας στους ανώτερους βαθμούς (Σύμβουλοι και Γενικοί Σύμβουλοι ΟΕΥ και Επικοινωνίας) είναι κατά πολύ λιγότερες σε σχέση με αυτές του Διπλωματικού κλάδου (μια απλή σύγκριση των οργανικών θέσεων στα Άρθρα 163, 188 και 195 σαφώς και επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων), πρόβλημα το οποίο δεν διορθώνεται ικανοποιητικά με τον προτεινόμενο Οργανισμό. Ως αποτέλεσμα της έλλειψης επαρκών οργανικών θέσεων στους ανώτερους και ανωτάτους βαθμούς για τους κλαδους ΟΕΥ και Επικοινωνίας, οι καθυστερήσεις στους χρόνους αναμονής των προαγωγών τους είναι τόσο μεγάλες, ώστε επί της ουσίας προάγονται με πολύ βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με τους ομοιόβαθμούς τους του Διπλωματικού κλάδου, παρότι θεωρητικά (στον ισχύοντα Οργανισμό Ν. 3566/2007) ισχύουν οι ίδιες ακριβώς χρονικές προϋποθέσεις προαγωγής. Επομένως το επιχείρημα περί παραβίασης της αρχής της ισότητας επί της ουσίας δεν ισχύει. Ενδεικτικά και σε σχέση με τον κλάδο ΟΕΥ με τον οποίον μπορεί να γίνει καλύτερη σύγκριση (καθ’ όσον ο κλάδος Επικοινωνίας εντάχθηκε μόλις πρόσφατα στο ΥΠΕΞ), αναφέρεται ότι, με τον ισχύοντα Οργανισμό και με βάση μια πρόχειρη σύγκριση στις επετηρίδες των δύο κλάδων, ο μέσος χρόνος αναμονής για προαγωγή στο βαθμό Γενικού Συμβούλου ΟΕΥ Β΄ είναι 33 έτη και σε αυτόν του Συμβούλου ΟΕΥ Β΄ είναι 19 έτη, ενώ οι χρόνοι αναμονής στο Διπλωματικό κλάδο για τους αντίστοιχους βαθμούς είναι πολύ μικρότεροι (στο βαθμό του Συμβούλου Πρεσβείας Β΄ για παράδειγμα η προαγωγή γίνεται κατά μέσο όρο 12 έτη μετά το διορισμό). Ενδεικτικά αναφέρεται επίσης ότι μόνον ο αριθμός των οργανικών θέσεων των Συμβούλων Πρεσβείας Α΄ και Β΄ του Διπλωματικού κλάδου (240) είναι μεγαλύτερος από το συνολικό αριθμό των υπαλλήλων ΟΕΥ όλων των βαθμών και από το συνολικό αριθμό των υπαλλήλων Επικοινωνίας όλων των βαθμών. Τέλος, επειδή έχει παρατηρηθεί μεγάλη συχνότητα επίκλησης της αρχής της ισότητας (Άρθρο 4 του Συνταγματος) στη διατύπωση σχολίων επί του προτεινόμενου Οργανισμού, υπενθυμίζονται τα ακόλουθα. Η αρχή αυτή, όπως έχει “εμπλουτισθεί” από πρόσφατη νομολογία του ΣτΕ σε συνάρτηση και με την αρχή της αξιοκρατίας (Άρθρο 5 του Συντάγματος), αποτελεί νομικό κανόνα ο οποίος “επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και αποκλείει, ταυτόχρονα, την "έκδηλη" και αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες” (με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια) ή την αυθαίρετη εξομοίωση προσώπων που τελούν υπό ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες.