Αρχική Περί Ανωνύμων ΕταιρειώνΆρθρο 97 – Υποχρέωση πίστεως – Συγκρούσεις συμφερόντωνΣχόλιο του χρήστη ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ | 30 Μαΐου 2018, 20:56
Υπουργείο Ανάπτυξης Νίκης 5-7, 10180, Αθήνα email: public@mnec.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Σχετικά με την απευθείας αξίωση του μειοψηφούντος μετόχου για την ζημία την οποία υπέστη, τόσο από τα μέλη του ΔΣ όσο και από τον βασικό μέτοχο ο Ν. 2190/1920 δέχεται ότι οι μέτοχοι είναι τρίτοι και δεν διατελούν δεσμό με τα μέλη της διοίκησης της εταιρίας. Στην περίπτωση μας, όμως, τα μέλη του ΔΣ της ΕΒΕΚ ΑΕ εκπροσωπούν τον βασικό μέτοχο στις Γενικές Συνελεύσεις και έχουν άμεση σχέση με αυτόν, αφού είναι διορισμένα από αυτόν! Συνεπώς, εδώ εμφανίζεται σημαντικό νομικό θέμα ερμηνείας του νόμου 2190/1920! Η ζημία του μετόχου μειοψηφίας, ναι μεν δημιουργείται εμμέσως, έχει όμως άμεσο αποτέλεσμα, αφού το εκάστοτε κρίσιμο ζημιογόνο γεγονός επιδρά (δυσμενώς) απευθείας στην περιουσία του εταίρου, ήτοι στην (πραγματική) αξία των μετοχών του ως περιουσιακού αντικειμένου. Για το θέμα αυτό γίνεται εκτενής αναφορά στο κείμενο της αγωγής από το οποίον αντιγράφουμε μόνον το σχετικό απόσπασμα: «Το γεγονός αυτό, η σύνδεση δηλαδή της ζημίας του μετόχου με τη ζημία της εταιρίας, σε καμία περίπτωση δεν εμποδίζει την αυτοτελή αξίωση του μετόχου σε αποκατάσταση της ζημίας του. Στο σημείο αυτό είναι απολύτως κατηγορηματική η νομολογία του ΑΠ. Συγκεκριμένα στην πρόσφατη απόφαση ΑΠ 1298/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ αναφέρεται επί λέξει: «« οι μέτοχοι [έχουν] αυτοτελή αξίωση αποζημιώσεως κατά των μελών της διοικήσεως της εταιρίας, όταν η ζημιογόνος πράξη των τελευταίων, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά συγχρόνως και παράνομη επέμβαση στην υπόσταση του μετοχικού δικαιώματος, συνιστά δηλαδή και ως προς τους μετόχους αδικοπραξία, από την οποία απορρέει άμεση και αυτοτελής υποχρέωση προς αποζημίωση. […] δικαιούχος της αποζημιώσεως δεν είναι ο οποιοσδήποτε που ζημιώθηκε από την "από πρόθεση" ανήθικη συμπεριφορά του δράστη, αλλά μόνο εκείνος, έναντι ακριβώς του (ή και του) οποίου η συμπεριφορά του ζημιώσαντος αντίκειται στα χρηστά ήθη, ο οποίος έτσι είναι και ο αμέσως ζημιωθείς. Επομένως και οι μέτοχοι ανώνυμης εταιρίας μπορούν να στραφούν, υπό προϋποθέσεις της προαναφερόμενης διάταξης [919 ΑΚ], κατά των οργάνων της εταιρίας, όταν δηλαδή η συμπεριφορά των τελευταίων, έναντι ακριβώς αυτών, αντίκειται στα χρηστά ήθη»». Στο κείμενο της αγωγής, ακόμη, αναλύονται τα νομικά επιχειρήματα, σύμφωνα με τα οποία, ο μέτοχος μειοψηφίας νομιμοποιείται να απαιτήσει όχι μόνο αποζημίωση από τα μέλη του ΔΣ, αλλά και από τον μέτοχο πλειοψηφίας Cardfactory AG, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις υποχρεώσεις πίστης μεταξύ των μετόχων . Ενώ στην Αγωγή αναφέρεται ότι είναι κατηγορηματική η νομολογία του Αρείου Πάγου, και συγκεκριμένα η απόφαση ΑΠ 1298/2006, σύμφωνα με την οποία οι μέτοχοι έχουν αυτοτελή αξίωση αποζημιώσεως κατά των μελών της διοικήσεως της εταιρίας (ίδε παραπάνω παράγραφο), στην απόφαση της Έφεσης, αναφέρεται ότι οι μέτοχοι υφίσταται αντανακλαστικές δυσμενείς επιπτώσεις στην περιουσία τους και δεν υπέχουν αυθύπαρκτη αξίωση αποζημίωσης. Αντιγράφουμε από το κείμενο της απόφασης: «Η περιουσιακή ζημία αυτού θα αποκαθίστατο, μόνο, μέσω του νομικού προσώπου της ως άνω εταιρίας, με την άσκηση της εταιρικής αγωγής, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν 2190/1920, ενόψει και του ότι η ως άνω ζημιογόνος συμπεριφορά των εναγόμενων μελών της διοίκησης της εταιρίας, αυτοτελώς θεωρούμενη, δεν συνιστά, συγχρόνως, και αδικοπραξία κατά του ενάγοντος, ώστε να απορρέει άμεση και αυτοτελής υποχρέωση των εναγομένων προς αποζημίωση του (βλ. σχ. ΑΠ 1298/2006 ΕλλΔνη 2006, 1410). Σύμφωνα με την περιγραφή του δικογράφου που οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης, η απομείωση της εσωτερικής της εσωτερικής αξίας των μετοχών του ενάγοντος ως μειοψηφούντος μετόχου της παραπάνω εταιρίας επήλθε ως αντανακλαστική συνέπεια της μείωσης της αξίας της περιουσίας της παραπάνω εταιρίας στα προαναφερόμενα χρονικά σημεία (31-12-2005 και 17-12-2007) συνέπεια της περιγραφόμενης συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης ως μετόχου της πλειοψηφίας της εταιρίας ΕΒΕΚ ΑΕ και των λοιπών εναγομένων φυσικών προσώπων ως μελών του ΔΣ της ανωτέρω εταιρίας, ήτοι πρόκειται για έμμεση ζημία κατά το δίκαιο της αδικοπραξίας». Στο κείμενο της Αγωγής, εξηγείται ότι ο ΑΠ, με την απόφαση τού 1298/2006, δέχεται την αυτοτελή αξίωση αποζημίωσης του ζημιωθέντος μετόχου. Αντιγράφουμε από την Αγωγή: «Ο ΑΠ δέχεται την αυτοτελή αξίωση αποζημίωσης του ζημιωθέντος μετόχου παρά την ύπαρξη ζημίας από τις ίδιες ζημιογόνες πράξεις και σε βάρος της ίδιας της εταιρίας ως νομικού προσώπου και συνεπώς παρά την ύπαρξη αξίωσης αποζημίωσης της ίδιας της εταιρείας κατά των προσώπων που προκάλεσαν την κρίσιμη ζημία. Συγκεκριμένα, μολονότι η παράνομη εκποίηση περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας ζημίωσε ήδη την ίδια την εταιρία μειώνοντας την περιουσία της και μολονότι η εταιρία έχει για τον λόγο αυτόν αξίωση αποζημίωσης κατά των προσώπων που τη ζημίωσαν, ο ΑΠ δέχτηκε ότι η αντανάκλαση της ζημίας αυτής στην περιουσία του μετόχου με τη μορφή της μείωσης της πραγματικής αξίας των μετοχών του συνιστά αυτοτελώς αποκαταστατέα ζημία στο πλαίσιο των διατάξεων για τις αδικοπραξίες» Εδώ, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση στην ερμηνεία της απόφασης του ΑΠ 1298/2006, μεταξύ των αναφερομένων στην Αγωγή και της απόφασης του Εφετείου. Ενώ στην Αγωγή, ερμηνεύεται ότι σύμφωνα με την απόφαση του ΑΠ, οι μέτοχοι έχουν αυτοτελή αξίωση αποζημίωσης, η απόφαση του Εφετείου, βασιζόμενη στην ίδια απόφαση του ΑΠ, κρίνει ότι δεν υφίσταται αυτοτελή υποχρέωση των εναγομένων προς αποζημίωση. Θα πρέπει, λοιπόν, κατά την γνώμη μας, στο νέο νόμο περί ΑΕ να προβλεφθεί συγκεκριμένος όρος, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, σύμφωνα με τον οποίο ο μειοψηφών μέτοχος έχει απευθείας αξίωση για την ζημία την οποία υπέστη, τόσο από τα μέλη του ΔΣ όσο και από τον βασικό μέτοχο, όταν αυτοί δεν τηρούν τις υποχρεώσεις πίστης και παραβιάζουν τα άρθρα ΑΚ 914 &919. Στην Αιτιολογική Έκθεση επί του Σχεδίου Νόμου για τις ΑΕ και στην παράγραφο ΙΙ σχετικά με τις κύριες καταστήσεις της αναμόρφωσης, αναφέρονται τα παρακάτω: «Οι νέες ρυθμίσεις αποβλέπουν σε μια καλύτερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία της εταιρίας, αξιοποιούν την τεχνολογία, βελτιώνουν τη θέση των μετόχων, απλοποιούν την εταιρική "καθημερινότητα", με αντίστοιχη εξοικονόμηση κόστους, και εισάγουν καινοτομίες που κρίθηκαν ότι μπορούν να ενδιαφέρουν υον επιχειρηματικό κόσμο. Πρότυπα των διατάξεων αποτέλεσαν αντίστοιχες διατάξεις αλλοδαπών δικαίων ή προήλθαν από την ελληνική εμπειρία. Επιπλέον με το νέο νόμο επιδιώκεται η γλωσσική και ορολογική ομοιογένεια του κειμένου για ανετότερη και ασφαλέστερη ανάγνωση». Ενώ στην Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται ότι εξετάστηκαν διατάξεις αλλοδαπών δικαίων, δεν γίνεται, στο κείμενο του νέου νόμου, αναφορά στο Γερμανικό Ακυρωτικό, το οποίο αναγνωρίζει ρητά, όπως αναφέραμε πιο πάνω, την ύπαρξη μιας ιδιαίτερης νομικής σχέσης μεταξύ των μετόχων Ανωνύμων Εταιριών, με περιεχόμενο προ πάντων την υποχρέωση πίστης προς αλλήλους. Θα πρέπει, κατά την γνώμη μας, να επανεξεταστεί το θέμα της υποχρέωσης πίστης λαμβάνοντας υπόψη και τα ισχύοντα στο Γερμανικό δίκαιο. Στην Αγωγή επισημαίνεται ένα άλλο πολύ σοβαρό θέμα, δηλαδή ότι η απόρριψη της απευθείας αξίωσης αποζημίωσης του ενάγοντος δημιουργεί αδικαιολόγητο κενό ευθύνης. Αντιγράφουμε από το σημείο αυτό: «Για τη νομική θεμελίωση της ένδικης αξίωσης αποζημίωσης πρέπει τέλος να επισημανθεί το αδικαιολόγητο κενό ευθύνης που θα δημιουργούσε η απόρριψη της ευθείας αξίωσης αποζημίωσης του ενάγοντος ως μετόχου της μειοψηφίας είτε με το επιχείρημα ότι εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του κ.ν 2190/1920 (άρθρα 22Α επ) για την ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου των ανώνυμων εταιριών είτε ότι με την παρατήρηση ο κ.ν. 2190/1920 δεν προβλέπει αξίωση αποζημίωσης μετόχων κατά άλλων μετόχων οι οποίοι ζημίωσαν την εταιρία και συνακόλουθα τους μετόχους μέσω της μείωσης της πραγματικής αξίας των μετόχων τους ως αυτοτελών περιουσιακών αντικειμένων» Στην Αγωγή επισημαίνεται ότι κατά την σύνταξη των άρθρων 22Α επ. κ.ν.2190/1920, ο νομοθέτης δεν είχε υπόψη του την περίπτωση της defacto απόλυτης εξάρτησης των ενεργειών του ΔΣ της εταιρίας από την βούληση ενός μόνο μετόχου. Αντιγράφουμε από το κείμενο της αγωγής: «Αντίθετα, στο ρυθμιστικό μοντέλο του νομοθέτη βρισκόταν η πολυμετοχική ανώνυμη εταιρία στην οποία ένας μόνο μέτοχος δεν θα μπορούσε να ελέγχει τόσο απόλυτα το Διοικητικό Συμβούλιο, όπως αυτό συμβαίνει λ.χ. στην κρινόμενη περίπτωση, στην οποία η ΕΒΕΚ είναι μια ανώνυμη εταιρία με δύο μόνο μετόχους (τον ενάγοντα και την Cardfactory AG) από τους οποίους ο ένας (η Cardfactory AG) διαθέτει το 70% των μετοχών της εταιρίας και με τον τρόπο αυτό έχει τον απόλυτο έλεγχο επί των πράξεων του Διοικητικού Συμβουλίου. Στο ρυθμιστικό μοντέλο του νομοθέτη ακόμη και οι μέτοχοι της πλειοψηφίας δεν είναι σε θέση να ελέγχουν απόλυτα τις ενέργειες των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και ως εκ τούτου έχουν προφανή λόγο να ασκούν κατά αυτών τις αξιώσεις αποζημίωσης της εταιρίας ως το έσχατο μέσο προστασίας των συμφερόντων τους. Σύμφωνα δε με το ρυθμιστικό μοντέλο του νομοθέτη, όταν με την άσκηση της εταιρικής αγωγής αποκαθίσταται πλήρως η ζημία της εταιρίας, αποκαθίσταται ταυτόχρονα και η ζημία που υπέστησαν όλοι οι μέτοχοι λόγω της μείωσης της πραγματικής αξίας των μετοχών τους. Με άλλα λόγια, στο ρυθμιστικό μοντέλο του νομοθέτη του κ.ν.2190/1920 τα συμφέροντα της πλειοψηφίας και τα συμφέροντα της μειοψηφίας καταρχήν συμπίπτουν, για τον λόγο δε αυτόν δεν υπάρχει καταρχήν ανάγκη για την αναγνώριση μιας περαιτέρω αυτοτελούς αξίωσης αποζημίωσης των μετόχων της μειοψηφίας κατά των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου: Η ζημία των μετόχων της μειοψηφίας αποκαθίσταται ««αυτόματα»» με την αποκατάσταση της ζημίας των μετόχων της πλειοψηφίας, η οποία με τη σειρά της επέρχεται ως αποτέλεσμα της αποκατάστασης της ζημίας που υπέστη η ίδια η εταιρία. Πλην όμως ο νομοθέτης δεν μπορούσε να προβλέψει τη μεταγενέστερη εξέλιξη του ελέγχου της εταιρικής πλειοψηφίας από εταιρίες Holding, των οποίων το ευρύτερο συμφέρον δεν ταυτίζεται με αυτό των θυγατρικών τους. Στο πλαίσιο των νέων εξελίξεων εξάλλου θεσμοθετήθηκαν και οι κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης για εταιρίες εισηγμένες στο Χ.Α.Α.». Όπως λειτουργούσε στην πράξη η ΕΒΕΚ ΑΕ, ο βασικός μέτοχος Ventizz, μέσω του Εποπτικού Συμβουλίου της μητρικής Cardfactory AG, διόριζε τα μέλη του ΔΣ της θυγατρικής ΕΒΕΚ ΑΕ, οι οποίοι ήσαν μέτοχοι μειοψηφίας της Cardfactory AG, εκπροσωπούσαν όμως στις Γενικές Συνελεύσεις και τον βασικό μέτοχο, ο οποίος ήταν απόλυτος κυρίαρχος των αποφάσεων του ΔΣ της ΕΒΕΚ ΑΕ και των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης. Συνεπώς, στην περίπτωση μας, οι αποφάσεις του ΔΣ και οι αποφάσεις του βασικού μετόχου ταυτίζονται, αφού ο βασικός μέτοχος κατέχει το 70% του μετοχικού κεφαλαίου, και βάσει της κειμένης στην Ελλάδα νομοθεσίας, μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις αποκλειστικά μόνος του, πράγμα που συνέβη στην ΕΒΕΚ ΑΕ, δηλαδή ο μέτοχος πλειοψηφίας συνειδητά προκαλεί ζημιές στην εταιρία, χωρίς να λαμβάνει υπόψη ότι με τις ενέργειες του ζημιώνεται και ο μέτοχος μειοψηφίας. Οι νομικοί σύμβουλοί του μετόχου πλειοψηφίας στην ΕΒΕΚ ΑΕ, Cardfactory AG/Ventizz, γνώριζαν πολύ καλά τα δικαιώματα του βασικού μετόχου, δηλαδή του μετόχου του 70%, τα οποία ισχύουν στην Ελλάδα και τα οποία δικαιώματα μπορεί να κάνει κατάχρηση ο βασικός μέτοχος αφού κατέχει το 70% , και αυτό αποδεικνύεται από το εξής γεγονός: Όταν, μετά την εξαγορά της Cardfactory AG από την Ventizz, διαπίστωσα, σε συζήτηση που είχα στην ΕΒΕΚ ΑΕ με ένα μέλος του ΔΣ της ΕΒΕΚ και μέλος του ΔΣ της Cardfactory AG , τον Μάρτιο του 2006, ότι οι αρμόδιοι της Cardfactory AG και μέλη του ΔΣ, δεν ενδιαφέρονταν για τα θέματα της ΕΒΕΚ ΑΕ με την δέουσα επιχειρηματική ευθύνη, του πρότεινα να πληροφορήσει το Εποπτικό Συμβούλιο ότι είμαι διατεθειμένος να προσφέρω προς πώληση τις μετοχές μου και να αποσυρθώ από την εταιρία. Όπως προκύπτει από έγγραφο των αντιδίκων το μέλος αυτό αντί να ενημερώσει το Εποπτικό Συμβούλιο ότι επιθυμώ να αποχωρήσω από την εταιρία, εισηγήθηκε την αντικατάσταση μου από τον οικονομικό διευθυντή, πράγμα το οποίο πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2006. Όταν τον Ιούλιο του 2006 τα μέλη του ΔΣ της ΕΒΕΚ ΑΕ, οι οποίοι όπως έχουμε αναφέρει και αλλού, ήταν και μέλη του ΔΣ της Cardfactory AG αλλά και μέτοχοι μειοψηφίας αυτής, ζήτησαν από τον γράφοντα να παραιτηθεί από Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΒΕΚ ΑΕ, για να έχουν ελεύθερο πεδίο να λειτουργήσουν όπως αυτοί ήθελαν, πράγμα που συνέβη και στην πράξη, εγώ ως μέτοχος μειοψηφίας εξέφρασα σοβαρές επιφυλάξεις, ότι η αποχώρηση μου, και η αδράνεια των αρμοδίων της Cardfactory AG, θα οδηγούσαν σε κακή επιχειρηματική πορεία την ΕΒΕΚ ΑΕ. Γι’ αυτό το λόγο τους πρότεινα να αναλάβουν τις μετοχές μου και να αποσυρθώ τελείως από την ΕΒΕΚ ΑΕ και από την διοίκηση και ως μέτοχος. Την πρόταση μου αυτή επανέλαβα και αργότερα αλλά δεν έλαβα απάντηση. Είναι προφανές ότι οι νομικοί σύμβουλοι των αρμοδίων της Cardfactory AG στην Ελλάδα, τούς συμβούλεψαν, ότι δεν χρειάζεται να αναλάβουν τις μετοχές μου, αφού βάσει των διατάξεων του νόμου 2190/1920, εάν οι επιχειρηματικές τους αποφάσεις οδηγούσαν σε ζημία της εταιρίας δεν θα χρειάζονταν να αποζημιώσουν τον μέτοχο μειοψηφίας, αφού αυτή ως έμμεση ζημία δεν αποκαθίσταται σύμφωνα με τις απαρχαιωμένες διατάξεις και την άκρως συντηρητική ερμηνεία του Ν. 2190/1920, την οποία δυστυχώς αποδέχθηκε το Εφετείο, η οποία, όμως, δεν έχει πλέον σχέση με την σημερινή πραγματικότητα. Μετά την παραπάνω εκτενή ανάλυση, επαναλαμβάνουμε το αίτημα μας ότι στον νέο νόμο θα πρέπει να προβλεφθεί όρος σύμφωνα με τον οποίο ο μέτοχος μειοψηφίας νομιμοποιείται να ζητήσει απευθείας αποζημίωση τόσο από τα μέλη του ΔΣ όσο και τον μέτοχο πλειοψηφίας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της υποχρεώσεως πίστης μεταξύ των μετόχων, και της παραβίασης των άρθρων ΑΚ 914 &119.