Αρχική Εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2436 του Ευρωπαϊκού ΚοινοβουλίουΆρθρο 47 – ΔικαιοδοσίαΣχόλιο του χρήστη Δημήτρης Μπότης | 29 Ιανουαρίου 2019, 22:16
Υπουργείο Ανάπτυξης Νίκης 5-7, 10180, Αθήνα email: public@mnec.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Από τα σχόλια των εγκρίτων συναδέλφων που ακολουθούν φαίνεται να προκύπτει ότι, παρά την αγαθή πρόθεση των συντακτών της, η διάταξη του Άρθρου 47 παραμένει ασαφής τόσο σχετικά με την ύπαρξη ή μη δικαιοδοσίας των πολιτικών Δικαστηρίων για την άσκηση παρεμπιπτόντως ελέγχου εγκυρότητας του σήματος, όσο και σχετικά με την έκτασή της. Όντως, η απλή διαγραφή της παραγράφου 2 του Άρθρου 158 φαίνεται να δημιουργεί ερμηνευτικές δυσκολίες, των οποίων η επίλυση αν επαφεθεί στη νομολογία θα χρειαστούν χρόνια για να εξαχθεί σαφές συμπέρασμα σχετικά με τον ακριβή καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ του πολιτικού και του διοικητικού κλάδου. Η επαναφορα της προηγουμενης ρύθμισης δεν είναι λύση διότι αντιβαίνει στη νομολογία του ΔΕΚ που αναφέρθηκε στα πλαισια του Αρθρου 7, σύμφωνα με την οποία η καταχώριση του σήματος δεν μπορεί να αποτελέσει ένσταση καταλυτική της αξίωσης προγενέστερου δικαιουχου για παύση της χρήσης και παράλειψή της στο μέλλον και άρα δεν δεσμεύει τον πολιτικό Δικαστή. Πρέπει, συνεπώς, να αναζητηθεί διαφορετική λύση. Μεταξύ των δύο επιλογών που απομένουν (παρεμπίπτων έλεγχος ή πληρης ακυρωτική αρμοδιότητα), η πρώτη δεν είναι η προσφορότερη, στο μέτρο που ο απλός παρεμπίπτων έλεγχος μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση αντιφατικών ή ανακόλουθων αποφάσεων σχετικά με τη διακριτική δύναμη, και άρα την έκταση προστασίας, του ίδιου σήματος. Επιπλέον, σήματα τα για τα οποία τα πολιτικά Δικαστήρια έχουν αποφανθεί ότι κακώς καταχωρίστηκαν θα παραμένουν στο μητρώο, αφού ο απλός παρεμπίπτων έλεγχος δεν οδηγεί σε διαγραφή του δικαιώματος. Αντίθετα, η αναγνώριση πλήρους ακυρωτικής αρμοδιότητας στα πολιτικά Δικαστήρια σε περιορισμένες, ειδικά προβλεπόμενες περιπτώσεις, κατά τα πρότυπα του Κανονισμού 1001/2017, δηλαδή μόνο σε περιπτώσεις αντίθετης αγωγής στα πλαίσια αγωγής προσβολής, φαίνεται να λύνει το ζήτημα με απλό και ικανοποιητικό τρόπο. Η λύση αυτή εξασφαλίζει το ενιαίο της κρίσης, δεν αφαιρεί την παράλληλη ακυρωτική δικαιοδοσία της ΔΕΣ και των Διοικητικών Δικαστηρίων (απλά τη συμπληρώνει όπου αυτό δικαιολογείται από λόγους χρηστής διοίκησης και ασφάλειας δικαίου) και λειτουργεί σαν αντίβαρο στην άσκηση καταχρηστικών αγωγών. Επίσης, η λύση αυτή είναι η μόνη που εγγυάται την ίση μεταχείριση Ελληνικών και Ευρωπαϊκών σημάτων και αποφεύγει το παράλογο όταν ασκείται αγωγή με βάση τόσο Ελληνικό όσο και Ευρωπαϊκό σήμα, να μπορεί να ζητείται η ακύρωση του δευτέρου αλλά όχι του πρώτου. Η ίση μεταχείριση φαίνεται να επιβάλλεται και από τη νομολογία του ΔΕΣ (C-234/17, EU:C:2018:853, §22, C-268/06, Impact, EU:C:2008:223, §47, C-326/96, B.S. Levez, EU:C:1998:577, §41). Τέλος, η ευθυγράμμιση με τον Κανονισμό δεν φαίνεται να προσκρούει στις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Πράγματι, το Άρθρο 94 του Συντάγματος, στις παραγράφους 3 και 4, προβλέπει ότι σε ειδικές περιπτώσεις ο νομοθέτης μπορεί να αναθέσει την εκδίκαση διοικητικών διαφορών στην πολιτική δικαιοσύνη, εφόσον συντρέχει ουσιαστικός λόγος. Από το γράμμα της διάταξης αυτής δεν προκύπτει ότι η αρμοδιότητα αυτή πρέπει να είναι αποκλειστική, δηλαδή να αποκλείεται η αναγνώριση διπλής αρμοδιότητας, όπως εν προκειμένω. Ακολούθως, προτείνεται το Άρθρο 47 να ευθυγραμμιστεί με τις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού, προς πλήρη εναρμόνιση των δύο συστημάτων.