Αρχική Αναπτυξιακό ΠολυνομοσχέδιοΜΕΡΟΣ Ι΄ – ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ – Άρθρο 16Σχόλιο του χρήστη CISD-Παρατηρητήριο Πολιτών για την Αειφόρο Ανάπτυξη | 13 Σεπτεμβρίου 2019, 16:18
Υπουργείο Ανάπτυξης Νίκης 5-7, 10180, Αθήνα email: public@mnec.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Ταυτόχρονα, εστιάζοντας στα ζητήματα της περιβαλλοντικής νομοθεσίας θα πρέπει να τονιστεί και πάλι ότι αυτή δεν αποτελεί έναν απομονωμένο τομέα, αλλά αντίθετα είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τις πολιτικές προτεραιότητες αλλά και την διοικητική ικανότητα του κράτους να προσαρμοστεί στις σύγχρονες και πιεστικές προκλήσεις. Η σύγχρονη επιχειρηματικότητα επιδιώκει την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας καθώς αποτελεί εγγύηση για την ανταγωνιστική λειτουργία των κλάδων και αγορών, και την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και της κοινωνίας και για το λόγο αυτό τάσσεται υπέρ ενός αξιόπιστου συστήματος ελέγχου που θα την προάγει και θα την πιστοποιεί. Οι σύγχρονες προκλήσεις πολλές και δεν είναι τυχαίο ότι η συμμόρφωση με την περιβαλλοντική νομοθεσία αποτελεί κυρίαρχο σημείο κάθε επενδυτικού προγραμματισμού και δέσμευση την οποία οι κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρήσεις αναλαμβάνουν και τηρούν. Ωστόσο, τόσο η πολυπλοκότητα, η ασάφεια της νομοθεσίας και η επικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ των φορέων, όσο και τα δραματικά ελλείμματα στελέχωσης ή και γνώσης των υπηρεσιών, επιδρούν ανασταλτικά στην αποτελεσματικότητα του κρατικού ελεγκτικού μηχανισμού. Έτσι, μεγαλώνει το έλλειμμα συμμόρφωσης με την ισχύουσα νομοθεσία, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργείται και για τις επιχειρήσεις η αίσθηση «ανασφάλειας δικαίου», ειδικά για όσες επιδιώκουν και επενδύουν στην τήρηση των απαιτήσεων της νομοθεσίας και των δεσμεύσεων που απορρέουν από αυτή. Αξίζει να τονιστεί ότι «το ρυθμιστικό έλλειμμα που αντιμετωπίζει η χώρα μας δεν είναι μόνο μια ποσοτική αναφορά σε ένα σημαντικό πλήθος εμποδίων, αλλά είναι πάνω από όλα μια ποιοτική αναφορά σε ένα συγκεκριμένο σύστημα παραγωγής ρυθμίσεων, σε μία συγκεκριμένη κουλτούρα του διοικείν και του συμπράττειν με την επιχειρηματική κοινότητα και την κοινωνία των πολιτών» (ΣΕΒ 2011, Έκθεση με θέμα: «Νέα Προσέγγιση για τη δημιουργία ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος»). Ως εκ τούτου είναι σαφές ότι ο τομέας του ελέγχου και της εποπτείας, ιδιαίτερα σε θέματα τήρησης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας χρήζει ενδυνάμωσης και ουσιαστικής μέριμνας σε κάθε λεπτομέρεια προκειμένου να ενισχυθεί ο ρόλος των αρμόδιων υπηρεσιών και υπαλλήλων. Οι επιθεωρητές στον τομέα του περιβάλλοντος και άλλοι επαγγελματίες χρειάζονται τεχνογνωσία και κατάρτιση προκειμένου να είναι αποτελεσματικοί μέσα από μέτρα που θα συμβάλλουν στην αποσαφήνιση ρόλων και αρμοδιοτήτων, στην υιοθέτηση ενιαίων διαδικασιών ελέγχου και επιβολής προστίμων, κλπ., αλλά και βελτίωση της διαχείρισης των καταγγελιών από τους πολίτες ώστε να ανταποκρίνονται με τον καλύτερο τρόπο (π.χ. χρήση δορυφορικών εικόνων και άλλων πηγών γεωχωρικών δεδομένων για να εντοπίζει την παράνομη απόρριψη αποβλήτων, την παράνομη χρήση γης και άλλες παραβάσεις). Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να υπάρξει για την καταπολέμηση του περιβαλλοντικού εγκλήματος με έμφαση στα εγκλήματα που αφορούν σε απόβλητα, τα οποία δεν καταστρέφουν μόνο το περιβάλλον (έδαφος, επιφανειακά και υπόγεια νερά, βιοποικιλότητα) αλλά υπονομεύουν και την κυκλική οικονομία, ενώ τα εγκλήματα κατά των άγριων ειδών θέτουν σε κίνδυνο τα απειλούμενα είδη. Και όλα τα παραπάνω λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ελλείψεις των εποπτικών και ελεγκτικών μηχανισμών έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σημαντικών ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων για τους παραβάτες έναντι των επιχειρήσεων που συμμορφώνονται με τους περιβαλλοντικούς όρους, με προφανείς αρνητικές συνέπειες για το περιβάλλον και το κοινωνικό σύνολο. Εάν συνυπολογίσομε μάλιστα και τη χρονοβόρα διαδικασία ενστάσεων κατά πιθανών προστίμων, ή σε ακραίες περιπτώσεις αναστολών αδειών, τα οποία επιβάλλονται από τους εκάστοτε επιθεωρητές και ειδικότερα λόγω των καθυστερήσεων και αναβολών που παρουσιάζονται στις διαδικασίες προσφυγών στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, τότε αντιλαμβανόμαστε καλύτερα και τα σημαντικά διοικητικά και χρηματοοικονομικά κόστη.