Αρχική ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ:"ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ, ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ"ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟ, ΤΗΝ ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣΣχόλιο του χρήστη Δίκτυο ΦοΔΣΑ | 7 Δεκεμβρίου 2020, 13:05
1. ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΑΡΘΡΟΥ ΠΟΥ ΝΑ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6 ΤΟΥ Ν. 4412/2016 ΑΡΘΡΟ 6 ΠΑΡ. 2: «ΧΩΡΙΣΤΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ» Προτείνεται να προστεθεί εδάφιο: «Στην περίπτωση νομικών προσώπων που ασκούν κοινωφελείς δραστηριότητες διαχείρισης στερεών αποβλήτων κατά τις διατάξεις των άρθρων 225-247 του ν. 4555/2018 σε περισσότερες από μια Περιφερειακές Ενότητες, χωριστή επιχειρησιακή μονάδα νοείται το σύνολο των εγκαταστάσεων παροχής των υπηρεσιών διαχείρισης στερεών αποβλήτων ανά Περιφερειακή Ενότητα, υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται έστω σε αυτήν διεύθυνση, τμήμα ή γραφείο με αρμοδιότητες που σχετίζονται μεταξύ άλλων με το σχεδιασμό ή τη διενέργεια διαδικαστικών ενεργειών για την ανάθεση προμηθειών και υπηρεσιών δημοσίων συμβάσεων». Αιτιολόγηση: Λαμβάνοντας υπ’ όψη το παράδειγμα της Στερεάς Ελλάδας, είναι απολύτως προβληματική η διενέργεια ενιαίου διαγωνισμού προμήθειας υλικού εδαφοκάλυψης, καυσίμων, ελαστικών οχημάτων, ή η διενέργεια διαγωνισμού παροχής υπηρεσιών συντήρησης και επισκευής οχημάτων, για όλη την Περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας, δηλαδή για έργα από την Κάρυστο μέχρι το Καρπενήσι. Σχεδόν πάντα οι διαγωνισμοί κηρύσσονται άγονοι. Είναι απολύτως απαραίτητο να διασφαλισθεί ότι κάθε Χ.Υ.Τ.Α. ή κάθε ΜΕΑ διακριτά, ή έστω σε επίπεδο Περιφερειακής Ενότητας, θα έχουν τη δυνατότητα διενέργειας διαγωνισμού για την διασφάλιση των αναγκαίων προμηθειών και υπηρεσιών, έγκαιρα και σύμφωνα με τις ανάγκες τους. 2. ΑΡΘΡΟ 2 ΑΦΟΡΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 32 , 32 Α’ ΤΟΥ Ν. 4412/2016 : «ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ (ΑΡΘΡΟ 32 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2014/24/ΕΕ)» Προτείνεται η εφαρμογή του άρθρου 32 α’ και στις περιπτώσεις της παρ. 2 περίπτ. (α) του άρθρου 32, που επιτρέπουν προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση. Αιτιολόγηση: Στις περιπτώσεις που έχει ήδη προηγηθεί ανοιχτή ή κλειστή διαδικασία και είτε δεν υποβλήθηκε καμία προσφορά ή αίτηση συμμετοχής, είτε καμία από τις υποβληθείσες προσφορές ή αιτήσεις συμμετοχής δεν είναι κατάλληλη, η αναθέτουσα αρχή έχει ήδη διενεργήσει μια διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι έχει δρομολογήσει όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την έγκριση των εγγράφων της σύμβασης, της προβλεπόμενης δημοσιοποίησής τους, της ανάρτησης σε σχετικές πλατφόρμες (TED, ΚΗΜΔΗΣ, ΕΣΗΔΗΣ), έχει «χρεωθεί» τον απαιτούμενο χρόνο δημοσιότητας έως την καταληκτική ημερομηνία υποβολής προσφορών, προκειμένου το αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο να καταλήξει σε κήρυξη της διαδικασίας ως άγονης. Ως εκ τούτου όλα τα απαιτούμενα στάδια έχουν δρομολογηθεί, έχει ληφθεί η απαραίτητη δημοσιότητα και έχει τηρηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας. Η εκ νέου δρομολόγηση της διαδικασίας με την ίδια «βαριά» και χρονοβόρα διαδικασία, προφανώς δυσχεραίνει επιπλέον την κάλυψη της δημοπρατούμενης ανάγκης της αναθέτουσας, παρά τη διευκολύνει για την αμεσότερη αντιμετώπιση του αντικειμενικού της προβλήματος. Προτείνεται για τις ανωτέρω περιπτώσεις να εφαρμόζονται τα όσα προβλέπονται στο άρθ.32 α) (εξαίρεση υποχρεωτικής εφαρμογής: της ηλεκτρονικής υποβολής μέσω ΕΣΗΔΗΣ, υποχρεωτικής χρήσης ΕΣΗΔΗΣ, εγγύησης συμμετοχής, υποβολής ΤΕΥΔ/ΕΕΕΣ, συγκρότησης επιτροπών για έργα& μελέτες …), προκειμένου να καθίσταται εφικτή η πραγματική επιτάχυνση των διαδικασιών ανάθεσης και η αποφυγή άσκοπων επαναληπτικών κινήσεων από την πλευρά των αναθετουσών. 3. ΑΡΘΡΟ 5 ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 36 ΤΟΥ Ν. 4412/2016 Να μην τροποποιηθεί το ποσό των 60.000 ευρώ ως κατώτατο όριο για την υποχρεωτική χρήση του ΕΣΗΔΗΣ 4. ΑΡΘΡΟ 15 ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 50 ΤΟΥ Ν. 4412/2016: «ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΩΝ ΜΕ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΕΛΕΤΗΣ» Α) Προτείνεται η απαλοιφή της φράσης «…και έπειτα από σύμφωνη γνώμη του τεχνικού συμβουλίου της αναθέτουσας αρχής ή του τεχνικού συμβουλίου της Γενικής Γραμματείας Υποδομών, αν στην αναθέτουσα αρχή δεν υφίσταται τεχνικό συμβούλιο» από την παρ. 1. Β) Προτείνεται η τροποποίηση του τελευταίου εδαφίου «Με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών μπορούν να εξαιρούνται κατηγορίες έργων από την εφαρμογή της παραγράφου αυτής» ως εξής: «Με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών καθορίζονται τα είδη των τεχνικών έργων που πληρούν τις προϋποθέσεις για την δημοπράτησή τους με το σύστημα μελέτη και κατασκευή καθώς και οι κατηγορίες έργων που εξαιρούνται από την εφαρμογή της παραγράφου αυτής» Αιτιολόγηση: Βάσει του ν. 3669/2008 είχε εκδοθεί η με αριθμ. Δ17γ/256/7/ΦΝ433.5/2013 Υ.Α. (ΦΕΚ Β 261) με την οποία καθορίζονται τα είδη των τεχνικών έργων, που πληρούν τις προϋποθέσεις για τη δημοπράτησή τους με το σύστημα μελέτη και κατασκευή π.χ. Ολοκληρωμένες Εγκαταστάσεις Διαχείρισης Αποβλήτων. Δεδομένου ότι μια τέτοιου είδους Υ.Α. ρυθμίζει το ζήτημα, είναι χρονοβόρο να ζητείται σύμφωνη γνώμη για κάθε επιμέρους έργο. Σημειωτέον ότι οι Μ.Ε.Α ως σύνθετα έργα με εξειδικευμένες τεχνογνωσίες θα δημοπρατηθούν με το σύστημα μελέτη-κατασκευή και η συγκρότηση του αρμόδιου Τεχνικού Συμβουλίου για τη λήψη σχετικής Απόφασης αποτελεί χρονοβόρα διαδικασία. 5. ΝΑ ΠΡΟΣΤΕΘΕΙ ΑΡΘΡΟ ΠΟΥ ΝΑ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 68 ΠΑΡ. 5 Προτείνεται η τροποποίηση της παρ. 5 του άρθρου 68, ως εξής: «Στις περιπτώσεις δημοσίων συμβάσεων έργων της παραγράφου 1 του άρθρου 50, οι αναθέτουσες αρχές, πριν δρομολογήσουν διαδικασία διενέργειας διαγωνισμού, δύνανται να διεξάγουν διαβουλεύσεις με την αγορά, προκειμένου να προετοιμάζουν την διακήρυξη και να ενημερώνουν τους οικονομικούς φορείς για τα σχέδια και τις απαιτήσεις τους. Για τον σκοπό αυτόν, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν, επί παραδείγματι, να ζητούν ή να δέχονται τις συμβουλές ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων ή αρχών ή συμμετεχόντων της αγοράς. Οι εν λόγω συμβουλές μπορούν να χρησιμοποιούνται για τον σχεδιασμό και τη διεξαγωγή της διαδικασίας, εφόσον οι εν λόγω συμβουλές δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και την παραβίαση των αρχών της αποφυγής των διακρίσεων και της διαφάνειας.» Αιτιολόγηση: Η υποχρέωση διαβούλευσης επί δημοσιευμένων τευχών, προκαλεί τεράστιες καθυστερήσεις στη διαγωνιστική διαδικασία ιδιαίτερα των σύνθετων έργων, όπως αυτών που συμπεριλαμβάνουν σύνταξη μελέτης και κατασκευή, με ανταλλαγή αλληλογραφίας και κατ΄ επανάληψη τροποποιήσεις των τευχών, με αποτέλεσμα, σε κάποιες περιπτώσεις, να ματαιώνεται εν τέλει η όλη διαδικασία. Στο άρθρο 46 της Οδηγίας 24/2014, προβλέπεται η δυνατότητα διαβούλευσης, και μάλιστα πριν τη δημοσίευση των τευχών διακήρυξης. Από καμία διάταξη της οδηγίας δεν προβλέπεται η υποχρέωση διαβούλευσης, είτε πριν, είτε μετά τη δημοσίευση των τευχών διακήρυξης, και για καμία κατηγορία έργου ή προμήθειας, επομένως ούτε για την περίπτωση "μελέτη - κατασκευή" (άρθρο 2, παρ. 6, περιπτ. α.β της οδηγίας). 6. ΑΡΘΡΟ 44 ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 103 ΠΑΡ. 2: «ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΩΝ» Προτείνεται η τροποποίηση της παραγράφου 2, ως εξής: «2. Αν δεν προσκομισθούν τα παραπάνω δικαιολογητικά ή υπάρχουν ελλείψεις σε αυτά που υποβλήθηκαν και ο προσωρινός ανάδοχος υποβάλει εντός της προθεσμίας της παραγράφου 1 αίτημα προς το αρμόδιο όργανο αξιολόγησης για την παράταση της προθεσμίας υποβολής, το οποίο συνοδεύεται με αποδεικτικά έγγραφα από τα οποία να αποδεικνύεται ότι έχει αιτηθεί τη χορήγηση των δικαιολογητικών, η αναθέτουσα αρχή παρατείνει την προθεσμία υποβολής των δικαιολογητικών για όσο χρόνο απαιτηθεί για τη χορήγηση των δικαιολογητικών από τις αρμόδιες αρχές. Το παρόν εφαρμόζεται αναλόγως και στις περιπτώσεις που η αναθέτουσα αρχή ζητήσει την προσκόμιση των δικαιολογητικών τόσο κατά τη διαδικασία αξιολόγησης των προσφορών ή αιτήσεων συμμετοχής και πριν το στάδιο κατακύρωσης, όσο και μετά την ηλεκτρονική αποσφράγιση των προσφορών, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 79 παράγραφος 5 εδάφιο α’, τηρουμένων των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας.» Αιτιολόγηση: Έχει παρατηρηθεί, ότι οι οικονομικοί φορείς κατόπιν της ανάδειξης τους ως προσωρινών αναδόχων, επαναπαύονται, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην υποβάλλουν πλήρη φάκελο δικαιολογητικών κατακύρωσης. Συχνά λοιπόν, εκ παραδρομής, παραλείπουν βασικά, απαιτούμενα δικαιολογητικά, τα οποία ενώ τις περισσότερες φορές διαπιστώνεται στην πράξη ότι διαθέτουν σε ισχύ, δεν τα υποβάλλουν στο σύνολό τους, όπως προβλέπεται. Σύμφωνα με το ν.4605/2019 που τροποποίησε το ν.4412/2016, δεν παρέχεται πλέον η δυνατότητα να τα προσκομίσουν σε δεύτερο χρόνο μετά την αποσφράγιση και αξιολόγηση του εν λόγω σταδίου, με αποτέλεσμα να ακυρώνεται η υποψηφιότητά τους ένα βήμα πριν την ανάθεση της σύμβασης, και ουσιαστικά να χάνονται σημαντικοί χρόνοι στη διεξαγωγή των διαδικασιών ή ακόμα και να αποβαίνουν άγονοι οι διαγωνισμοί σε περιπτώσεις μοναδικής υποβληθείσας προσφοράς. Προτείνεται να δίνεται αφενός μία δεύτερη ευκαιρία στους προσωρινούς αναδόχους να αποδείξουν τα δεδηλωμένα στο ΕΕΕΣ/ΤΕΥΔ και αφετέρου στις αναθέτουσες η δυνατότητα, ακολουθώντας μια πιο ευέλικτη διαδικασία, να επιτυγχάνουν μείωση των χρόνων ανάθεσης. 7. ΑΡΘΡΟ 46 ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 105 ΠΑΡ. 3 ΕΔ. Β’: «ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ» Προτείνεται να προστεθεί εδάφιο : «Κατά τον προσυμβατικό έλεγχο ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, διοικητικές πράξεις των οποίων η νομιμότητα δεν έχει προσβληθεί νόμιμα ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών αρχών και δικαστηρίων, τεκμαίρονται νόμιμες». Αιτιολόγηση: Η δυνατότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου να ελέγχει παρεμπιπτόντως και να ακυρώνει διοικητικές πράξεις κατά τον προσυμβατικό έλεγχο, αφ’ ενός είναι αντισυνταγματική, και αφ’ ετέρου προκαλεί τεράστιες καθυστερήσεις, άνευ λόγου. Το θέμα έχει απασχολήσει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος, δεδομένου ότι κατά το παρελθόν έχουν υπάρξει αντικρουόμενες αποφάσεις μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, με την υπ’ αρ. 20/2005 απόφασή του, έκρινε ότι κατά τον προσυμβατικό έλεγχο, το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν ασκεί δικαιοδοτική αρμοδιότητα, άρα οι πράξεις του στο πλαίσιο της άσκησης προσυμβατικού ελέγχου δεν αποτελούν δικαστικές αποφάσεις. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση: «…Κατόπιν τούτου, η αιτούσα, με την από 25- 05-2005 αίτησή της ενώπιον του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ζήτησε την ανάκληση της υπ' αριθμού 105/2005 πράξεως του Ε' Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και, παραλλήλως, άσκησε ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας την από 14-06-2005 και με αριθμό καταθέσεως 719/15-06-2005 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του άρθρου 3 παράγραφος 2 του νόμου 2522/1997. Επί της αιτήσεως της αιτούσας για ανάκληση της υπ' αριθμού 105/2005 πράξεως του Ε' Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκδόθηκε η υπ' αριθμό 46/2005 πράξη του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία απέρριψε την αίτηση ανακλήσεως, δεχόμενη ότι η υπ' αριθμό 105/2005 πράξη του Ε' Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον έλεγχο των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας δεν δεσμεύεται από το τεκμήριο της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων ή από την κρίση διοικητικών οργάνων που επιλήφθηκαν των σχετικών θεμάτων στα πλαίσια διοικητικών προσφυγών, αναφέροντας μεταξύ άλλων, σε αντίθεση προς αυτά που έχει κρίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας με την 1633/2002 απόφασή του, ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της συμβάσεως μεγάλης οικονομικής αξίας, ασκεί δικαιοδοτική εξουσία και τέμνει δημοσιολογιστική διαφορά και εκφέρει αναγνωριστική κρίση νομιμότητας ή αναγνωριστική κρίση ακυρότητας που είναι δικαστική κρίση με ειδικής μορφής δικαστική απόφαση που ερείδεται στο άρθρο 98 παράγραφοι 2 και 3 του Συντάγματος. Με βάση αυτά και την επίκληση αμφισβητήσεως που προέκυψε μεταξύ Συμβουλίου της Επικρατείας και Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως προς την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, η αιτούσα εταιρία ζητεί την άρση της αμφισβητήσεως υπέρ της απόψεως του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σύμφωνα όμως με όσα προαναφέρθηκαν, η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, προεχόντως διότι η πιο πάνω πράξη, με αριθμό 46/2005, του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν είναι δικαστική απόφαση, εκδοθείσης μετά διεξαγωγή δίκης από δικαιοδοτούν όργανο, ώστε να θεμελιώνεται περίπτωση δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου περί άρσεως της αμφισβητήσεως με την αντίθετη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας…» Παρά ταύτα, κατά το παρελθόν, προκλήθηκαν σημαντικές καθυστερήσεις μετά από αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο επέμεινε στον παρεμπίπτοντα έλεγχο νομιμότητας διοικητικών πράξεων. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της ΜΕΑ Θήβας, το Ελεγκτικό Συνέδριο, σε πρώτο βαθμό το Νοέμβριο του 2015 και σε δεύτερο βαθμό το Νοέμβριο του 2016, δεν επέτρεψε τη σύναψη σύμβασης κατασκευής της ΜΕΑ Θήβας, επικαλούμενο δήθεν μη νόμιμη σύσταση του Φο.Δ.Σ.Α. Στερεάς Ελλάδας, παρά το γεγονός ότι η διοικητική πράξη σύστασης του Φο.Δ.Σ.Α. δεν προσβλήθηκε ποτέ, ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων, και δεν ακυρώθηκε ποτέ. Τελικά, με την ομόφωνη απόφαση 923/2017 του Τμήματος Μείζονος Επταμελούς σύνθεσης του ΣτΕ, και μετά την απώλεια δύο ετών, αναγνωρίσθηκε ότι δεν υφίσταται θέμα νομιμότητας της σύστασης και λειτουργίας του Φο.Δ.Σ.Α., και η σύμβαση υπεγράφη τον Ιούλιο του 2017. 8. ΑΡΘΡΟ 108 ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 221 ΠΑΡ. 8, 9: «ΟΡΓΑΝΑ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΣΥΝΑΨΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ» Η διάταξη λαμβάνει ως δεδομένο ότι αφορά μόνο αναθέτουσες αρχές επαρκώς στελεχωμένες, οι οποίες δύνανται να έχουν προσωπικό με τα απαιτούμενα προσόντα, απασχολούμενο είτε σε οργανικές θέσεις (στα νπδδ) είτε με συμβάσεις αορίστου χρόνου (στα νπιδ). Η πραγματικότητα δεν είναι πάντα αυτή. Το σύνολο σχεδόν των ΦοΔΣΑ της χώρας, δεν έχει στελεχωθεί επαρκώς, ούτε προβλέπεται στο άμεσο μέλλον η στελέχωσή τους, με προσωπικό που θα απασχολείται με συμβάσεις αορίστου χρόνου. Οι ανάγκες των ΦοΔΣΑ καλύπτονται συχνά με συμβάσεις παροχής υπηρεσιών από αναδόχους. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται μεν αριθμητικά και ποιοτικά επαρκές προσωπικό, όμως το εν λόγω προσωπικό απασχολείται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από τον εκάστοτε ανάδοχο, και όχι από τους ΦοΔΣΑ, με τους οποίους δεν συνάπτει σύμβαση εργασίας. Επομένως, οι εργαζόμενοι αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν «υπάλληλοι» των Φορέων, και άρα δεν μπορούν να εγγραφούν στο ΜηΜΕΔ του εδαφίου ζ’ της παρ. 8 του άρθρου 221. Ετσι, ενώ υφίσταται εξειδικευμένο προσωπικό, δεν μπορεί να αξιοποιηθεί. Όμως, η εμπειρία από την εφαρμογή της διάταξης έχει επιδείξει τεράστιες καθυστερήσεις και δυσλειτουργίες των επιτροπών που συγκροτούνται μετά από κλήρωση μέσω του ΜΗΜΕΔ. Η αντικειμενικότητα της κρίσης των συμμετεχόντων δεν διασφαλίζεται από το γεγονός ότι σε μια επιτροπή μπορεί να συμμετέχει υπάλληλος που κατοικεί εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Εξ άλλου, σε κάθε περίπτωση, προβλέπονται δικλείδες ασφαλείας για τον αποτελεσματικό διοικητικό και δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των επιτροπών. Προτείνεται η επικαιροποίηση και επαναφορά της διάταξης του άρθρου 21 του ν. 3669/2008, όπως ίσχυε, και κατά τη διάρκεια εφαρμογής της οποίας δεν είχαν διαπιστωθεί δυσλειτουργίες. Αλλως, προτείνεται η δυνατότητα εγγραφής στο ΜηΜΕΔ, όχι «υπαλλήλων» των αναθετουσών αρχών και φορέων, αλλά «απασχολουμένων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, παροχής υπηρεσίας, ή έργου». Αντίστοιχη πρόβλεψη θα πρέπει να γίνει και με τη λειτουργία Μη.Π.Υ.Δη.Συ. του άρθρου 344 για το προσωπικό των αναθετουσών αρχών και φορέων. 9. ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΑΡΘΡΟΥ ΠΟΥ ΝΑ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 221 Α’ ΠΑΡ. 4: «ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΣΤΑΔΙΩΝ» Προτείνεται η τροποποίηση ως εξής: «Τυχόν υπέρβαση των ως άνω προθεσμιών της παραγράφου 1 και 2 επιφέρει πειθαρχικό έλεγχο των αρμόδιων οργάνων, προκειμένου να διαπιστωθούν πράξεις ή παραλείψεις οφειλόμενες σε δόλο ή βαριά αμέλεια των συμμετεχόντων σε αυτές». Αιτιολόγηση: Οι προθεσμίες που προβλέπονται για την ολοκλήρωση του έργου των Επιτροπών που έχουν αναλάβει την διεξαγωγή διαγωνιστικών διαδικασιών θα πρέπει να είναι συγκεκριμένες και δεσμευτικές για τα αρμόδια όργανα και ειδικότερα στις περιπτώσεις των συγχρηματοδοτούμενων δημοσίων συμβάσεων. Παράλληλα, συχνά υφίσταται το φαινόμενο της διενέργειας διαγωνισμών προμηθειών και γενικών υπηρεσιών, λόγω ελλείψεως προσωπικού, από μία τριμελή επιτροπή από υπαλλήλους, η οποία καλείται να αξιολογήσει και να παρακολουθήσει το σύνολο των διαγωνιστικών διαδικασιών μιας αρχής. Πρακτικά αυτό περιλαμβάνει την ταυτόχρονη διεξαγωγή πολλών διαγωνισμών με αποτέλεσμα η τήρηση των προτεινόμενων χρονοδιαγραμμάτων να μην είναι εφικτή, λόγω αυξημένου όγκου εργασιών. Προτείνεται η ενδιάμεση λύση, δηλαδή να υφίσταται ως μέσο πίεσης ο πειθαρχικός έλεγχος των υπαλλήλων για πιθανή αμέλεια/δόλο, χωρίς να τίθενται σε κίνδυνο οι διαδικασίες. ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ι Οι τροποποιήσεις των άρθρων του Βιβλίου Ι, που αφορούν αναθέτουσες Αρχές, θα πρέπει να εφαρμοστούν αναλόγως και στα αντίστοιχα άρθρα του Βιβλίου ΙΙ, που αφορά τους Αναθέτοντες Φορείς. 1Ο. ΑΡΘΡΟ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 365: «ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ» Πως προς τις προβλεπόμενες προθεσμίες, προτείνεται η τροποποίηση της διάταξης ως εξής: «Στις περιπτώσεις όπου η προδικαστική προσφυγή κατατίθεται ηλεκτρονικά στον ηλεκτρονικό τόπο του διαγωνισμού, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 362, η αναθέτουσα αρχή, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών: (α) κοινοποιεί την προσφυγή το αργότερο εντός τριών ημερών σε κάθε ενδιαφερόμενο τρίτο ο οποίος μπορεί να θίγεται από την αποδοχή της προσφυγής, προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμα παρέμβασής του στη διαδικασία εξέτασης της προσφυγής, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 362, και (β) διαβιβάζει στην ΑΕΠΠ, το αργότερο εντός πέντε (5) ημερών από την ημέρα κατάθεσης, τον πλήρη φάκελο της υπόθεσης, τις απόψεις της επί της προσφυγής και τα αποδεικτικά κοινοποίησης της περίπτωσης α` της παραγράφου 1, στους ενδιαφερόμενους τρίτους. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί στις απόψεις της να παραθέσει αρχική ή συμπληρωματική αιτιολογία της προσβαλλόμενης με την προδικαστική προσφυγή πράξης. Στις περιπτώσεις όπου η προδικαστική προσφυγή κατατίθεται στην ΑΕΠΠ, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 362, η ΑΕΠΠ καταχωρίζει αυθημερόν την προσφυγή. Το αργότερο την επόμενη της καταχώρισης εργάσιμη ημέρα, η ΑΕΠΠ, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών, κοινοποιεί την προσφυγή στην αναθέτουσα αρχή και την καλεί: (α) να κοινοποιήσει την προσφυγή το αργότερο εντός τριών ημερών σε κάθε ενδιαφερόμενο τρίτο ο οποίος μπορεί να θίγεται από αποδοχή της προσφυγής, προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμα παρέμβασής του στη διαδικασία εξέτασης της προσφυγής, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 362, και (β) να διαβιβάσει στην ΑΕΠΠ, το αργότερο εντός πέντε (5) ημερών από την ημέρα κοινοποίησης, τον πλήρη φάκελο της υπόθεσης, τις απόψεις της επί της προσφυγής και τα αποδεικτικά κοινοποίησης της περίπτωσης α` της παραγράφου 1, στους ενδιαφερομένους τρίτους. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί στις απόψεις της να παραθέσει αρχική ή συμπληρωματική αιτιολογία της προσβαλλόμενης με την προδικαστική προσφυγή πράξης. Η παράλειψη κοινοποίησης σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους σε ενδιαφερόμενο τρίτο και η μη διαβίβαση προς την ΑΕΠΠ του φακέλου της υπόθεσης και των απόψεων της αναθέτουσας αρχής συνιστούν ιδιαίτερο πειθαρχικό αδίκημα των αρμόδιων για τις ενέργειες αυτές υπαλλήλων. Σε περίπτωση συμπληρωματικής αιτιολογίας επί της προσβαλλόμενης πράξης, αυτή υποβάλλεται έως και πέντε (5) ημέρες πριν την συζήτηση της προσφυγής και κοινοποιείται αυθημερόν στον προσφεύγοντα μέσω της πλατφόρμας του ΕΣΗΔΗΣ ή αν αυτό δεν είναι εφικτό με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο. Υπομνήματα επί των απόψεων και της συμπληρωματικής αιτιολογίας της Αναθέτουσας Αρχής κατατίθενται μέσω της πλατφόρμας του ΕΣΗΔΗΣ έως τρεις (3) ημέρες πριν από τη συζήτηση της προσφυγής. 2. Σε περίπτωση μη αποστολής του φακέλου από την αναθέτουσα αρχή, σύμφωνα με την περίπτωση β` της προηγούμενης παραγράφου, η ΑΕΠΠ μπορεί να συνάγει τεκμήριο ομολογίας της αναθέτουσας αρχής για την πραγματική βάση των ισχυρισμών του προσφεύγοντος. Το ίδιο τεκμήριο μπορεί να θεωρηθεί ότι συντρέχει και αν τα στοιχεία τα οποία έχουν αποσταλεί από την αναθέτουσα αρχή είναι, κατά την κρίση της ΑΕΠΠ, ελλιπή και δεν επαρκούν για τον έλεγχο του βάσιμου των προβαλλόμενων αιτιάσεων. 3. Η ΑΕΠΠ, εφόσον κρίνει ότι η παράλειψη αποστολής των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 στοιχείων ή η καθυστερημένη αποστολή τους είναι αδικαιολόγητη, καθιστά, δε, ιδιαιτέρως δυσχερή την ουσιαστική παροχή προδικαστικής προστασίας, μπορεί, με την απόφαση επί της προσφυγής, σταθμίζοντας τις συντρέχουσες σε κάθε περίπτωση συνθήκες, να επιβάλει αυτεπαγγέλτως χρηματική κύρωση στην αναθέτουσα αρχή. Το ποσό της κύρωσης αυτής μπορεί να ανέρχεται από εκατό (100) μέχρι πεντακόσια (500) ευρώ, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων και αναλόγως της βαρύτητας της παράβασης, και καταβάλλεται μία φορά για κάθε στάδιο της διαδικασίας ανάθεσης και αποτελεί έσοδο του Κρατικού Προϋπολογισμού. Μνεία της κύρωσης αυτής γίνεται στον ατομικό φάκελο του υπεύθυνου της καθυστέρησης ή ελλιπούς αποστολής ή μη αποστολής του φακέλου και των απόψεων της υπηρεσίας υπαλλήλου. Με τον Κανονισμό Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών της παρ. 7 ορίζεται ο τρόπος και χρόνος κατάθεσης και είσπραξης της χρηματικής κύρωσης, ο τρόπος απόδειξης της είσπραξής της, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. 4. Με πράξη του προεδρεύοντος του κλιμακίου ορίζεται η ημέρα και η ώρα «εξέτασης» της προσφυγής, η οποία δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από δέκα (10) ημέρες από την παρέλευση της πενθήμερης προθεσμίας διαβίβασης του πλήρους φακέλου από την αναθέτουσα αρχή. Η πράξη αυτή κοινοποιείται το αργότερο πέντε (5) ημέρες πριν από τη «εξέταση» της προσφυγής στον προσφεύγοντα, στην αναθέτουσα αρχή κατά της οποίας ασκείται η προσφυγή και σε εκείνους οι οποίοι έχουν ασκήσει παρέμβαση. 5. Το αργότερο δέκα (10) ημέρες από την κατάθεση την προσφυγής, η ΑΕΠΠ ελέγχει τη συμμόρφωση της αναθέτουσας αρχής με την παρ. 1 (α). Εάν διαπιστώσει ότι η αναθέτουσα αρχή δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση της παρ. 1(α), η κοινοποίηση γίνεται με μέριμνα της ΑΕΠΠ, έτσι ώστε οι ενδιαφερόμενοι να ασκήσουν παρέμβαση, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 362. 6. Οι αποφάσεις της ΑΕΠΠ κοινοποιούνται στους ενδιαφερομένους και αναρτώνται στην ιστοσελίδα της, τηρουμένων των ρυθμίσεων του ν. 2472/1997 και του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ L 8 της 23.11.1995), ως προς την προστασία των προσωπικών δεδομένων. 7. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εκδίδεται «Κανονισμός Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών» ενώπιον της ΑΕΠΠ, με τον οποίο ρυθμίζεται κάθε θέμα που αφορά τον τρόπο λειτουργίας της και ιδίως την ενώπιον της διαδικασίας, στην οποία συμπεριλαμβάνονται οι ειδικότερες προθεσμίες που δεν ρυθμίζονται στον παρόντα νόμο, οι ειδικότεροι κανόνες σύγκλησης της ΑΕΠΠ, ο ορισμός και τα καθήκοντα εισηγητών και γραμματέα, ο τρόπος και τα διαδικαστικά και τεχνικά θέματα που αφορούν την άσκηση των προσφυγών και των παρεμβάσεων, τις επιδόσεις και κοινοποιήσεις εγγράφων, την κλήση των μερών, την εκπροσώπηση τους κατά την ενώπιον της ΑΕΠΠ διαδικασία, το σχηματισμό φυσικού και ηλεκτρονικού αρχείου, καθώς και οι ειδικότεροι κανόνες διεξαγωγής της διαδικασίας ενώπιον της ΑΕΠΠ και λήψης των αποφάσεων από αυτήν, και κάθε άλλο σχετικό θέμα.» 11. ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΑΡΘΡΟΥ ΠΟΥ ΝΑ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 367: «ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΛΗΨΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ – ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΕΠΠ» Προτείνεται η τροποποίηση ως εξής: «1. Η ΑΕΠΠ αποφαίνεται αιτιολογημένα επί της βασιμότητας των προβαλλόμενων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών της προσφυγής και των ισχυρισμών της αναθέτουσας αρχής και, σε περίπτωση παρέμβασης, των ισχυρισμών του παρεμβαίνοντος και δέχεται (εν όλω ή εν μέρει) ή απορρίπτει την προσφυγή με απόφασή της, η οποία εκδίδεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την ημέρα εξέτασης της προσφυγής. 2. Επί αποδοχής προσφυγής κατά πράξης ακυρώνεται ολικώς ή μερικώς η προσβαλλόμενη πράξη, ενώ επί αποδοχής προσφυγής κατά παράλειψης, ακυρώνεται η παράλειψη και η υπόθεση αναπέμπεται στην αναθέτουσα αρχή για να προβεί αυτή στην οφειλόμενη ενέργεια. 3. Οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις της ΑΕΠΠ. 4. Οι αποφάσεις της ΑΕΠΠ υπόκεινται αποκλειστικά στα ένδικα βοηθήματα που προβλέπονται στον Τίτλο 3 του παρόντος Βιβλίου. 5. H Α.Ε..Π.Π. επιλαμβάνεται αποκλειστικά επί θεμάτων που θίγονται με την προσφυγή και δεν μπορεί να ελέγξει παρεμπιπτόντως όρους της διακήρυξης ή ζητήματα που αφορούν τη διενέργεια της διαδικασίας. 6. Η παρέλευση άπρακτης οποιασδήποτε προθεσμίας που τάσσεται προς την ΑΕΠΠ από τις διατάξεις του παρόντος, τεκμαίρεται ως σιωπηρή απόρριψη της προσφυγής.» ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ: Οι διατάξεις των άρθρων 347-371 του ν. 4412/2016 καταργούνται και επανέρχεται σε ισχύ το άρθρο 171 του ν. 3669/2008: Αιτιολόγηση: Ως προς την υποχρέωση σύστασης διακριτής Αρχής Εξέτασης Προσφυγών, σύμφωνα με τη σκέψη 122 της Οδηγίας 24/2014: «Η οδηγία 89/665/ΕΟΚ προβλέπει ορισμένες διαδικασίες προσφυγής που τίθενται στη διάθεση τουλάχιστον των ατόμων που έχουν ή είχαν συμφέρον να συνάψουν συγκεκριμένη σύμβαση και τα οποία ζημιώθηκαν ή κινδυνεύουν να ζημιωθούν από εικαζόμενη παράβαση του ενωσιακού δικαίου στον τομέα των δημόσιων προμηθειών ή των εθνικών κανόνων που μεταφέρουν αυτό το νομοθέτημα στο εσωτερικό δίκαιο. Η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει αυτές τις διαδικασίες προσφυγής. Εντούτοις, οι πολίτες, τα ενδιαφερόμενα μέρη, είτε οργανωμένα είτε όχι, καθώς και άλλα πρόσωπα ή φορείς που δεν έχουν πρόσβαση στις διαδικασίες προσφυγής σύμφωνα με την οδηγία 89/665/ΕΟΚ έχουν ως φορολογούμενοι έννομο συμφέρον να διεξάγονται κατά τρόπο ορθό οι διαδικασίες προμήθειας. Θα πρέπει, λοιπόν, να έχουν τη δυνατότητα, με τρόπο διαφορετικό από το σύστημα προσφυγής που προβλέπει η οδηγία 89/665/ΕΟΚ και χωρίς να απαιτείται απαραιτήτως η παρουσία τους ενώπιον δικαστηρίων, να γνωστοποιούν πιθανές παραβιάσεις της οδηγίας σε αρμόδια αρχή ή δομή. Για να αποφεύγονται οι αλληλεπικαλύψεις μεταξύ υφιστάμενων αρχών ή δομών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν τη δυνατότητα προσφυγής σε γενικές αρχές ή δομές παρακολούθησης, σε τομεακά όργανα εποπτείας, σε δημοτικές αρχές εποπτείας, σε αρχές ανταγωνισμού, στον διαμεσολαβητή ή σε εθνικές αρχές ελέγχου.» Η σκέψη 122 της Οδηγίας, αναφέρεται στην προηγούμενη Οδηγία 89/665/ΕΟΚ, την οποία ρητά διατηρεί σε ισχύ, και η οποία, στο άρθρο 1 παρ. 5, προβλέπει: «5. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν από τον ενδιαφερόμενο να ασκήσει καταρχάς προσφυγή στην αναθέτουσα αρχή. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η άσκηση της εν λόγω προσφυγής να συνεπάγεται την άμεση αναστολή της δυνατότητας σύναψης της σύμβασης.» Επομένως, το αν το όργανο που θα κρίνει τις προσφυγές, είναι η αναθέτουσα αρχή ή ανεξάρτητη αρχή, είναι θέμα εσωτερικού δικαίου. Η μέχρι σήμερα εμπειρία από τη λειτουργία της ΑΕΠΠ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η θετική αποτίμηση της συνεισφοράς της ως προς την ερμηνεία διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, δεν δικαιολογεί την σχεδόν σε μόνιμη βάση καθυστέρηση στην έκδοση των αποφάσεών της, και κατά συνέπεια στην ομαλή εξέλιξη της διαγωνιστικής διαδικασίας. Δεδομένου ότι η ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων μπορεί να επιτευχθεί σε πολύ συντομότερους χρόνους αν ανατεθεί ως αρμοδιότητα στην ΕΑΑΔΗΣΥ, χωρίς να θίγεται ούτε το δικαίωμα στην προδικαστική, ούτε φυσικά στη δικαστική προστασία των διαγωνιζομένων, η λειτουργία της ΑΕΠΠ κρίνεται δυσλειτουργική. Ο νομοθέτης καλείται να επιλέξει ανάμεσα: I. στον αυστηρό περιορισμό των προθεσμιών εκδίκασης των προδικαστικών προσφυγών από την ΑΕΠΠ, II. στην εκδίκαση των προδικαστικών προσφυγών από τις αναθέτουσες αρχές.