Αρχική Αναμόρφωση και εκσυγχρονισμός θεσμικού πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας λαϊκών αγορών και υπαίθριου εμπορίουΆρθρο 30 Δικαιολογητικά για τη χορήγηση και τη διατήρηση της άδειας για δραστηριοποίησηΣχόλιο του χρήστη ΕΝΩΣΗ ΜΙΚΡΟΠΩΛΗΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΑΓΟΡΩΝ, ΕΙΔΩΝ ΕΝΔΥΣΗΣ, ΥΠΟΔΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ, ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ «ΓΟΡΔΙΟΣ ΔΕΣΜΟΣ» | 28 Απριλίου 2021, 13:04
Αρ. Πρωτ. Ένωσης 368/28-04-2021 Άρθρο 30 παρ.3 εδ. Β. αποδεικτικό ενημερότητας του άρ.12 ν.4174/2013 (φορολογική ενημερότητα”). Δυστυχώς η ηγεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης συνεχίζει να επιμένει στο τραγικό λάθος της ευθείας επαναφοράς της φορολογικής ενημερότητας, από το παράθυρο δε επαναφέρει και την ασφαλιστική ενημερότητα, για τη θεώρηση των αδειών μας, παρότι είχαν καταργηθεί με το άρθρο 84 του ν. 4582/2018 και μάλιστα μετά από παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη μετά από Προσφυγή της Ομοσπονδίας πωλητών Λαϊκών Αγορών Δυτικής Μακεδονίας «ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ» . Και μόνο λοιπόν η απλή σκέψη από την πλευρά του Υπουργείου να επαναφέρει την ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα, για τη θεώρηση των αδειών μας, μετά μάλιστα και από την παρέμβαση της Ανεξάρτητης Αρχής του Συνηγόρου του Πολίτη περί της αντισυνταγματικότητας της υποχρέωσης για τη θεώρηση τουλάχιστον υφισταμένων αδειών, αποτελεί κατά την άποψή μας «νομικό πραξικόπημα», καταπάτηση κάθε έννοιας οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας όπως αυτή την προασπίζει το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος καθώς και με τις αρχές της ισότητας και αναλογικότητας, δεδομένου μάλιστα ότι απαίτηση φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας για θεώρηση αδείας λειτουργίας δεν απαιτείται από κανένα άλλο επαγγελματικό κλάδο. Στην ίδια αναφορά του μάλιστα η Ανεξάρτητη Αρχή του Συνηγόρου του Πολίτη προτρέπει την Πολιτεία να καταβάλει κάθε προσπάθεια, ώστε στα νοµοθετικά κείµενα να αποφεύγεται η ταύτιση του δηµοσιονοµικού – ταµειακού συµφέροντος του δηµοσίου, µε την έννοια του δηµόσιου συµφέροντος, το οποίο αποτελεί θεµελιώδη έκφανση της δηµοκρατικής αρχής και του κράτους δικαίου. Γίνεται λοιπόν απόλυτα κατανοητό ότι η όποια σκέψη επαναφοράς της υποχρέωσης προσκόμισης φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας για την θεώρηση των αδειών μας βρίσκει αντίθετους. Ομοίως όμως,την ίδια ακριβώς προβληματική εμφανίζει και το άρθρο 285 του «Κώδικα Δήμων & Κοινοτήτων» . 3463/2006 ΦΕΚ Α΄114/30.6.2006. , όπου στο άρθρο 285 «Ενημερότητα οφειλών» προβλέπεται το εξής επίσης αντισυνταγματικό και απαράδεκτο. : «Προϋπόθεση για τη χορήγηση οποιασδήποτε μορφής αδειών από Δήμους και Κοινότητες είναι η μη ύπαρξη, εις βάρους του ενδιαφερομένου, βεβαιωμένων ληξιπρόθεσμων οφειλών προς αυτούς, με εξαίρεση τις περιπτώσεις εκκρεμοδικίας και του διακανονισμού καταβολής αυτών, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία». Επ΄αυτού επίσης, μετά από προσφυγή σωματείου μας προκλήθηκε ερώτημα προς το ΝΣΚ το οποίο με την υπ΄αρίθ. 145/2018 γνωμοδότηση του, γνωμοδοτεί ομόφωνα μεταξύ άλλων ότι η ανυπαρξία βεβαιωμένων ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τους Δήμους, αφορά το χρόνο χορηγήσεως της άδειας και όχι τη διάρκεια ισχύος της. Θεωρούμε ότι καθίσταται επιβεβλημένη η τροποποίηση του άρθρου 285 του Ν. 3463/2006 ΦΕΚ Α΄114/30.6.2006 μετά την πλήρη αποδοχή της γνωμοδότησης του ΝΣΚ από το αρμόδιο Υπουργείο. Προς αποφυγή κάθε παρερμηνείας επιτρέψτε μας να τονίσουμε ότι, εμείς οι άνθρωποι που δραστηριοποιούμαστε και μοχθούμε καθημερινά στο χώρο των Λαϊκών Αγορών, επιθυμούμε να είμαστε απολύτως νόμιμοι και να εκπληρώνουμε στο ακέραιο όλες τις φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις μας απέναντι στη Πολιτεία. Η κατάφορη αυτή αδικία και δυσμενή εις βάρος μας διάκριση όπως προαναφέραμε, εξαλείφθηκε μετά από προσφυγή μας στην Ανεξάρτητη Αρχή του Συνηγόρου του Πολίτη, ο οποίος παρενέβη προς τα αρμόδια υπουργεία, τονίζοντας ότι η επιβολή a priori φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας ως προϋπόθεση άσκησης υπαιθρίου εμπορίου, δεν βρίσκεται σε αρμονία με το δικαίωμα οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας σύμφωνα με το άρθρο 5 του Συντάγματος, καθώς και με τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, αφού η φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα δεν είναι προαπαιτούμενο για τη θεώρηση-ανανέωση της άδειας σε κανέναν άλλο επαγγελματικό κλάδο. Στο πόρισμά του, το οποίο απέστειλε σε όλους τους συναρμόδιους Υπουργούς τονίζει επίσης ότι « η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας και συµµετοχής στη ζωή της χώρας, σύµφωνα µε το άρθ. 5 παρ. 1 του Συντάγµατος1 περιλαµβάνει και την ελευθερία της εργασίας και του επαγγέλµατος, στην οποία προέχει κυρίως το στοιχείο της προσφοράς προσωπικών υπηρεσιών και όχι το στοιχείο της επένδυσης κεφαλαίου. Στο πλαίσιο αυτό ο καθένας µπορεί να επιλέγει και να ασκεί το επάγγελµα που επιθυµεί, ακόµη και αν η άσκηση του επαγγέλµατος αυτού προϋποθέτει την έκδοση προηγούµενης διοικητικής άδειας, υπό τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις που έχει επιβάλλει ο νοµοθέτης ο οποίος µπορεί να θέτει και άλλους περιορισµούς προκειµένου να διασφαλίσει άλλα συνταγµατικά αγαθά. Όπως όµως γίνεται δεκτό από τη θεωρία και νοµολογία «οι όροι και προϋποθέσεις είναι συνταγµατικά ανεκτοί, εφόσον ορίζονται γενικώς κατά τρόπο αντικειµενικό και δικαιολογούνται εξ αποχρώντων λόγων γενικότερου δηµοσίου ή κοινωνικού συµφέροντος. Ειδικότερα, ως τέτοια αντικειµενικά κριτήρια, των οποίων η εκπλήρωση είναι αναγκαία για την άσκηση ορισµένου επαγγέλµατος νοούνται µόνο όροι και προϋποθέσεις, οι οποίες να ανταποκρίνονται στην απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου, αρχή της αναλογικότητας, κατά την οποία οι εκ µέρους του νοµοθέτη και της διοικήσεως επιβαλλόµενοι περιορισµοί στην άσκηση των ατοµικών δικαιωµάτων πρέπει να είναι µόνο οι αναγκαίοι και να συνάπτονται προς τον υπό του νόµου επιδιωκόµενο σκοπό» (βλ. ΣτΕ 2112/1984). Ακολούθως, οι όροι σε κάθε περίπτωση πρέπει να βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείµενο και το χαρακτήρα του επαγγέλµατος και να µη συνέχονται µε στοιχεία συµπτωµατικά λαµβανόµενα υπόψη ή άσχετα προς το αντικείµενο της επαγγελµατικής δραστηριότητας, ότι η φορολογική ενημερότητα θεσπίστηκε για μια σειρά συναλλαγών και δραστηριοτήτων αμιγώς οικονομικού περιεχομένου ώστε να εξασφαλίζεται, µε τρόπο πρόσφορο, αναγκαίο και αποτελεσµατικό η εξυπηρέτηση του δηµοσίου συµφέροντος σκοπού. Ότι οι διατάξεις που ορίζουν ως απαιτούµενα δικαιολογητικά, για την έκδοση και ανανέωση των αδειών άσκησης υπαίθριου εµπορίου, την φορολογική και ασφαλιστική ενηµερότητα, αφενός είναι ξένες και µη συναπτόµενες µε τους επιδιωκόµενους σκοπούς του νοµοθέτη, όπως εξειδικεύονται στην αιτιολογική έκθεση και αναφέρθηκαν πιο πάνω, αφετέρου συνεπάγονται σαφώς µεγαλύτερη βλάβη των διοικουµένων, δεδοµένου ότι οδηγούν τα πρόσωπα που δε διαθέτουν στον παρόντα χρόνο τα δικαιολογητικά αυτά, στον πλήρη αποκλεισµό από την πρόσβαση στο συγκεκριµένο επάγγελµα, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας. Η επιδίωξη διασφάλισης της καταβολής κάθε ληξιπρόθεσµης φορολογικής ή ασφαλιστικής οφειλής των ενδιαφεροµένων συνιστά µεν θεµιτό σκοπό καθεαυτό, άσχετο δε και ξένο µε τους εν γένει σκοπούς του Ν. 44979/2017 και δυσανάλογα επαχθέστερο σε σχέση µε τον επιδιωκόµενο, µέσω του περιορισµού σκοπού. Έτσι, η δυνατότητα άρνησης έκδοσης ή ανανέωσης των αδειών υπαίθριου εµπορίου από τους δήµους, όταν δεν προσκοµίζεται η φορολογική και ασφαλιστική ενηµερότητα των αιτούντων πρέπει να επανεξετασθεί ως προς τη συνταγµατικότητά της. Επιπρόσθετα, ο ανωτέρω περιορισµός είναι αµφίβολο εάν στην εξεταζόµενη περίπτωση αποτελεί αναγκαίο και κατάλληλο µέτρο για την πραγµατοποίηση των ταµειακών σκοπών του Κράτους, καθώς αποτελεί το πλέον επαχθές µέτρο, το οποίο επιβαλλόµενο στο στάδιο της έναρξης µιας επαγγελµατικής αρµοδιότητας, εκµηδενίζει κάθε προοπτική οικονοµικής εξέλιξης ή ανάπτυξης των ενδιαφεροµένων και κατ’ επέκταση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους. Αντιθέτως, η φορολογική και ασφαλιστική διοίκηση διαθέτουν πλήθος άµεσων και έµµεσων µέτρων αναγκαστικής ικανοποίησης των απαιτήσεών τους και σε χρόνο προσφορότερο από αυτόν της έναρξης µιας επαγγελµατικής δραστηριότητας. Επίσης, εξέφρασε προβληµατισµός σχετικά µε τη γενικότερη εναρµόνιση των των επίµαχων περιορισµών προς την αρχή της ισότητας, κατ’ άρθρ. 4 παρ. 1 του Συντάγµατος σύµφωνα µε την οποία «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον το νόµου», στο πλαίσιο της οποίας η Πολιτεία οφείλει να αντιµετωπίζει µε όµοιο τρόπο οµοειδείς καταστάσεις……….…και ότι η προσκόµιση ασφαλιστικής και φορολογικής ενηµερότητας εισάγουν διακριτική µεταχείριση της συγκεκριµένης επαγγελµατικής κατηγορίας, η οποία δεν είναι νοµικά και ηθικά ανεκτή» Έτσι η Πολιτεία, εισακούγοντας την θέση της Ανεξάρτητης Αρχής του Συνηγόρου του Πολίτη, έκανε δεκτή τη θέση αυτή και με το άρθρο 84 του Ν. 4582/2018 κατήργησε την υποχρέωση φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας για τη θεώρηση – ανανέωση των αδειών των πωλητών Λαϊκών αγορών, με την κατάργηση της περ. γ της παρ. 1 του άρθρου 22 και της διαγραφής της παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 4497/2017. Κατά τα ανωτέρω, και μόνο η απλή σκέψη από πλευράς του Υπουργείου να επαναφέρει την φορολογική ενημερότητα για τη θεώρηση – ανανέωση των αδειών μας συνιστά νομική αυθαιρεσία, προσβολή του Θεσμού της Ανεξάρτητης Αρχής του Συνηγόρου του Πολίτη και καταπάτηση κάθε έννοιας οικονομικής και επαγγελματικής μας ελευθερίας όπως αυτή την προασπίζει το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, από τη στιγμή μάλιστα που ήδη η Πολιτεία έχει κάνει δεκτή τη θέση – άποψη και παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη. Ακόμη όμως και να αγνοήσετε το πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη – παρότι κατά την γνώμη μας επιβάλλεται να συνεχίσετε να αποδέχεστε όπως η προηγούμενη ηγεσία του Υπουργείου διότι το Κράτος διέπεται από την Αρχή της συνέχειας, δεν μπορείτε να αγνοήσετε και να εντάξετε αναλόγως στο Νομοσχέδιο την υπ΄αρίθμ. 145/2018 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.