Αρχική Στρατηγικές επενδύσεις και βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος μέσω της επιτάχυνσης διαδικασιών στις ιδιωτικές και στρατηγικές επενδύσειςΆρθρο 12 Κίνητρο ταχείας αδειοδότησηςΣχόλιο του χρήστη WWF Ελλάς | 8 Σεπτεμβρίου 2021, 19:28
Υπουργείο Ανάπτυξης Νίκης 5-7, 10180, Αθήνα email: public@mnec.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Η προτεινόμενη διάταξη βασίζεται, σε γενικές γραμμές, σε ισχύουσες διατάξεις. Επιγραμματικά, το «κίνητρο» που παρέχεται είναι ένας τρόπος για να αποδυναμωθεί η περιβαλλοντική αδειοδότηση, και κατ’ επέκταση η λήψη μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος. Πρώτον, η προθεσμία των 45 ημερολογιακών ημερών, μέσα στην οποία πρέπει να ολοκληρωθεί η «έκδοση οποιασδήποτε απαιτούμενης άδειας ή έγκρισης» είναι αδύνατο να τηρηθεί. Έχει λησμονηθεί ότι, μετά τον αρχικό νόμο για τις στρατηγικές επενδύσεις, παρεμβλήθηκε η οδηγία 2014/52, η οποία εγγυάται (για έργα κατηγορίας Α) δημόσια διαβούλευση τουλάχιστον 30 ημερών (6 παρ. 7 οδηγίας 2011/92, όπως προστέθηκε από την οδηγία 2014/52: κατά συνέπεια, αν αφαιρεθούν οι 7 ημερολογιακές ημέρες, μέσα στις οποίες η ΓΔΣΕ θα ελέγξει την πληρότητα του φακέλου (παρ. 2), το νομοσχέδιο καταλείπει μόνο 8 ημερολογιακές ημέρες για την έκδοση των αδειών (Α.Ε.Π.Ο, οικοδομικές άδειες, άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας, άδειες Seveso, και πολλές ακόμα). Τέτοιες ασφυκτικές προθεσμίες δεν είναι απλώς εξωπραγματικές – είναι εικονικές, και ισοδυναμούν με κατάργηση όλων των άλλων απαιτήσεων. Πόσο μάλλον που στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης πρέπει να διεκπεραιωθούν και άλλες διαδικασίες – όπως η ειδική οικολογική αξιολόγηση [με συμμετοχή του ΟΦΥΠΕΚΑ, πρβλ. 27 παρ. 5 περ. ιστ) ν. 4685/2020], οι ενέργειες των υπηρεσιών που εμπλέκονται στα συνοδά έργα ( άρθρο 6 νομοσχεδίου) και οι γνωμοδοτήσεις αρχαιολογικών και δασικών υπηρεσιών. Σημειώνεται, επίσης, ότι τα ΕΣΧΑΣΕ απαιτούν κατά κανόνα και Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση και συμπεριλαμβάνουν τους περιβαλλοντικούς όρους της στρατηγικής επένδυσης [12 παρ. 1 στ) ν. 3986/2011, που εφαρμόζεται αναλόγως κατά την παρ. 2], αποτελώντας «άδεια ή έγκριση» που εμπίπτει στην προθεσμία των 45 ημερών. Μάλιστα, σε άλλο άρθρο (53, το οποίο αντικαθιστά το άρθρο 64 ν. 4399/2016), το νομοσχέδιο επεκτείνει το «κίνητρο ταχείας αδειοδότησης» και στα «ολοκληρωμένα χωρικά και κλαδικά σχέδια» («συνολικό πλαίσιο δράσεων με ολοκληρωμένη χωρική ή/και κλαδική πρόταση ανάπτυξης με πολλαπλασιαστικά οφέλη») του κεφ. ΙΒ’ του ν. 4399/2016 – μολονότι τα σχέδια αυτά διακρίνονται από γεωγραφική έκταση και ασαφές περιεχόμενο (χαρακτηριστικά που μπορεί να επιδεινώνουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμα). Για λόγους σύγκρισης, σημειώνεται επίσης ότι η ΔΕΣΕ χρειάζεται 30 ημερολογιακές ημέρες για να λάβει μία πολύ απλούστερη απόφαση – αν μία συγκεκριμένη επένδυση πρέπει να χαρακτηριστεί στρατηγική (18 παρ. 1 νομοσχεδίου). Με την ευκαιρία αυτή, θα πρέπει να ειπωθεί ότι ξενίζει η πρακτική του επισπεύδοντος υπουργείου Ανάπτυξης, το οποίο αφενός διασφάλισε στη «δική του» ΓΔΣΕ μία ικανή προθεσμία για μία απλή ενέργεια (έλεγχο πληρότητας), και αφετέρου «επιβάλλει» ασφυκτικές προθεσμίες σε όλες τις υπόλοιπες συναρμόδιες υπηρεσίες, οι οποίες έχουν πολύ πιο σύνθετες και απαιτητικές αρμοδιότητες. Τέλος, σημειώνεται ότι η ισχύουσα ρύθμιση προβλέπει την ίδια προθεσμία, αλλά μόνο εφόσον «δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδική διάταξη» (22 παρ. 1 ν. 3894/2010) – μία εύλογη επιφύλαξη, που δεν επαναλαμβάνεται στο νομοσχέδιο. Επιπλέον, όσον αφορά τη μεταφορά της αρμοδιότητας στο Υπουργείο Ανάπτυξης (όταν, αναπόφευκτα, δεν τηρηθούν οι προθεσμίες), θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Υπουργείο Ανάπτυξης δεν έχει καταρχήν αρμοδιότητες σχετικές με το φυσικό περιβάλλον (πρβλ. π.δ. 147/2017, όπως ισχύει). Μολονότι ο νόμος προβλέπει τη στελέχωση της ΓΔΣΕ με σχετικούς επιστήμονες (πρβλ. 12 ν. 4146/2013), αυτό δεν σημαίνει ότι η ΓΔΣΕ μπορεί να υποκαταστήσει τις αρμόδιες υπηρεσίες. Η μεταφορά της αρμοδιότητας έκδοσης των ΑΕΠΟ στον Υπουργό Ανάπτυξης παραγνωρίζει το γεγονός ότι οι ΑΕΠΟ ενσωματώνουν, με βάση το μεταγενέστερο ενωσιακό δίκαιο, «αιτιολογημένο συμπέρασμα» (reasoned opinion), που βασίζεται σε «αξιολόγηση» των πληροφοριών που παρέχει ο φορέας της επένδυσης: ούτε από νομική, ούτε από διοικητική άποψη ευσταθεί ο παραμερισμός άλλων Υπουργείων και φορέων (π.χ., ΟΦΥΠΕΚΑ) με σαφείς περιβαλλοντικές αρμοδιότητες, και φυσικά του κατεξοχήν αρμόδιου Υπουργείου Περιβάλλοντος. Συνεπώς, δεν είναι σαφές με ποια βάση, και με ποια τεχνογνωσία ο Υπουργός Ανάπτυξης θα εγκρίνει έργα, και ιδίως όσα που έχουν πολύπλοκες αδειοδοτικές απαιτήσεις (εντός προστατευόμενων περιοχών, πλησίον αρχαιολογικών χώρων, με επικίνδυνα απόβλητα ή λύματα, κοκ.). Τελικά, αποστολή του νομοσχεδίου ήταν να θεσπίσει μία διαδικασία που θα συντονίζει αποτελεσματικά τις συναρμόδιες υπηρεσίες, και σε αυτό φαίνεται να αποτυγχάνει. Τέλος, σημειώνεται η προφανής σύγκρουση συμφερόντων που προκαλεί η μεταφορά αρμοδιοτήτων, αφού ο φορέας της επένδυσης υποβάλλει στον υπηρεσία που θα εγκρίνει τους περιβαλλοντικούς όρους «διαχειριστική αμοιβή», που μπορεί να φτάνει τις 250.000 ευρώ (15 παρ. 2 νομοσχεδίου, πρβλ. και άρθρο 9α της τροποποιημένης οδηγίας 2011/92).