Αρχική Στρατηγικές επενδύσεις και βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος μέσω της επιτάχυνσης διαδικασιών στις ιδιωτικές και στρατηγικές επενδύσειςΜΕΡΟΣ Α’ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ ΕΝΝΟΙΑ, ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ Άρθρο 1Σχόλιο του χρήστη Σύλλογος Ελλήνων Πολεοδόμων Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ) | 9 Σεπτεμβρίου 2021, 08:41
Με το παρόν νομοσχέδιο εμβαθύνεται, δυστυχώς, η πολιτική κατεύθυνση ότι η «βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος» στη χώρα μας ταυτίζεται με την απορρύθμιση του χωρικού και περιβαλλοντικού σχεδιασμού και τη συνεχή «έκπτωση» των κριτηρίων που καθορίζουν τις στρατηγικής σημασίας επενδύσεις. Ως εκ τούτου διευρύνονται συνεχώς οι ιδιωτικές επενδύσεις που θεωρείται ότι έχουν στρατηγική βαρύτητα για την εθνική οικονομία που συνακόλουθα εντάσσονται σε προνομιακό καθεστώς ρύθμισης και χρηματοδότησης. Οι νέοι οργανωμένοι υποδοχείς της επενδυτικής δραστηριότητας που έχουν εισαχθεί μέσω των πολιτικών για την προσέλκυση στρατηγικών επενδύσεων (ν. 3894/2010) και την αξιοποίηση της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου (ν. 3896/2011), όπως τροποποιούνται από το παρόν σ/ν, επί της ουσίας δημιουργούνται μετά από ανεξέλεγκτη επιλογή των επενδυτών, χωρίς αυτή να είναι συμβατή με το χωρικό σχεδιασμό. Δηλαδή, το βασικό μειονέκτημα της εκτός σχεδίου διάσπαρτης χωροθέτησης, που είναι η χωρίς προηγούμενο σχεδιασμό - προγραμματισμό επιλογή για εγκατάσταση, διαιωνίζεται και δεν αντιμετωπίζεται. Αν ληφθεί υπόψη, επιπρόσθετα, το μέγεθος, η ένταση και η συγκέντρωση, το γεγονός ότι ο σ.δ. υπολογίζεται στο σύνολο του ακινήτου, ότι ο επενδυτής δεν υποχρεώνεται, σε όλες τις περιπτώσεις, σε εισφορά σε γη και σε χρήμα, η δυνατότητα μεταβολής των ορίων (από το ισχύον ποσοστό "έως 15%" σε "έως 20%") της αρχικώς οριοθετηθείσας έκτασης (άρθρο 27 του σ/ν) κ.λπ., τότε το πραγματικό αποτέλεσμα της οργάνωσης της επενδυτικής δραστηριότητας στο χώρο είναι πολλαπλασιαστικά πιο επιβαρυντικό. Ειδικότερα, η χωροθέτηση των νέων υποδοχέων μέσω των ΕΣΧΑΔΑ και ΕΣΧΑΣΕ σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί κατεύθυνση ενός υπερκείμενου επιπέδου σχεδιασμού (χωροταξικά πλαίσια σε εθνικό/ περιφερειακό επίπεδο, ρυθμιστικά σχέδια κ.λπ.), εν αντιθέσει, αποτελεί ad hoc επιλογή, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις καταστρατηγεί κάθε έννοια ολοκληρωμενου του σχεδιασμού. Μάλιστα, η δυνατότητα αυτή που δίνεται στο άρθρο 4 «Πολεοδομικές ρυθμίσεις» του σ/ν, αφενός για ειδικές παρεκκλίσεις από τους ισχύοντες όρους και περιορισμούς δόμησης της περιοχής χωροθέτησης των ΕΣΧΑΔΑ και ΕΣΧΑΣΕ, και αφετέρου από τις διατάξεις του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ν. 4067/2012, Α’ 79), αναιρεί τον χωρικό σχεδιασμό σε όλες τις κλίμακες, από την εθνική και περιφερειακή (χωροταξικά σχέδια) μέχρι την τοπική (ρυμοτομικά σχέδια και σχέδια πόλεως ή/και πολεοδομικές μελέτες), ακυρώνοντας έτσι κάθε έννοια ασφάλειας δικαίου και πολεοδομικού κεκτημένου. Συγκεκριμένα, τα ΕΣΧΑΣΕ προσφέρονται σε ιδιώτες επενδυτές για την υλοποίηση επενδύσεων μεγάλης κλίμακας χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους την κοινωνική διάσταση του σχεδιασμού αλλά και τις συνέπειες που θα έχουν στην τοπική κοινωνία. Αφορούν σε μεμονωμένες επενδύσεις και καταρτίζονται μόνο με ιδιωτική πρωτοβουλία εκτός οποιουδήποτε θεσμικού πλαισίου στρατηγικού σχεδιασμού, σε ιδιωτικά ακίνητα αλλά παράλληλα επέχουν θέση τοπικών πολεοδομικών σχεδίων στο σύστημα σχεδιασμού με δυνατότητα μάλιστα να τα τροποποιούν. Επομένως το ειδικό παίρνει τη θέση του γενικού, το οποίο γίνεται πιο ισχυρό θεσμικά και ο σχεδιασμός αντικαθίσταται από ad hoc παρεκκλίσεις προς εξυπηρέτηση ιδιωτών, χωρίς να διασφαλίζονται η τοπική συναίνεση και οι υφιστάμενες παραγωγικές δραστηριότητες και περιβαλλοντικοί όροι. Οι συνεχείς μεταρρυθμίσεις χωρικού χαρακτήρα μέσω των ΕΣΧΑΔΑ και ΕΣΧΑΣΕ, έχουν σκοπό να εξυπηρετήσουν και να διευκολύνουν τις όποιες επενδυτικές πρωτοβουλίες, που εκτιμούν ότι θίγονται από προγενέστερες νομοθετικές και σχεδιαστικές επιλογές και να καθορίζουν, με νομιμοφανή τρόπο, το πλαίσιο εφαρμογής τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, ο σχεδιασμός να έπεται των μεταρρυθμίσεων και όχι να τις κατευθύνει και εν τέλει να τις προσδιορίζει. Εν τέλει, επισημαίνεται πως οι εν λόγω τροποποιήσεις δεν αντιμετωπίζουν με επάρκεια τους κύριους χωρικούς παράγοντες που δυσχεραίνουν διαχρονικά την υλοποίηση επενδύσεων στην Ελλάδα (ατελής εφαρμογή χωρικού σχεδιασμού – περιορισμένη ολοκλήρωση του συστήματος σχεδιασμού, πολυνομία, ελλείψεις συντονισμού με την αναπτυξιακή πολιτική, μη έγκαιρη προσαρμογή του σχεδιασμού στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, ασαφές ιδιοκτησιακό καθεστώς ελλείψει ευρείας εθνικής κτηματογράφησης, εμπόδια στην ολοκλήρωση διαδικασιών καταγραφής και χαρτογράφησης δασικών εκτάσεων, απουσία έγκυρων και αξιόπιστων βάσεων δεδομένων (π.χ. καθορισμός αιγιαλού – παραλίας) και υψηλή κατάτμηση της γης) παρόλο που αυτή αποτελεί την αρχική τους στόχευση. Ενώ λοιπόν η ατελής εφαρμογή του χωροταξικού σχεδιασμού διαχρονικά δεν διαμόρφωνε ασφάλεια δικαίου και οδηγούσε σε ακύρωση επενδυτικών σχεδίων, καθώς το σχέδιο δεν προβλέπονταν από κάποιο προηγούμενο χωροταξικό σχεδιασμό, σήμερα ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός περιθωριοποιείται και πάλι για την προώθηση των μεγάλων επενδυτικών σχεδίων. Παλαιότερα η απουσία του λειτούργησε ως ανάχωμα (με βάση την αρχή του “προηγούμενου χωροταξικού σχεδιασμού”, το ΣτΕ εκλάμβανε ως παράνομη και άρα ακυρωτέα τη χωροθέτηση μεμονωμένων δραστηριοτήτων και τα υπάρχοντα σχέδια τοπικού χαρακτήρα, μόνο ως προσωρινά υποκατάστατα του ευρύτερου χωροταξικού σχεδιασμού), σήμερα η παρουσία του απλώς δε λαμβάνεται υπόψη. Αυτό αποτελεί ακόμα μια απόδειξη ότι δεν είναι ο χωρικός σχεδιασμός που δημιουργεί τα προβλήματα στην οργάνωση του χώρου, με τις επακόλουθες αναπτυξιακές επιπτώσεις, αλλά η υπονόμευσή του. Τέλος, το συγκεκριμένο σ/ν, μέσω του άρθρου 5 «Παραχώρηση χρήσης αιγιαλού και παραλίας», δεν αντιμετωπίζει την παράκτια ζώνη (που είναι και το όριο του θαλάσσιου χώρου ως αποδέκτη των δραστηριοτήτων του χερσαίου), κυρίαρχα, ως κοινόχρηστο αγαθό και περιβαλλοντικό πόρο, αλλά την θεωρεί αποκλειστικά οικονομικό πόρο, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο την πρόσβαση του κοινού στον παράκτιο χώρο και κατ’ επέκταση στον ευρύτερο θαλάσσιο χώρο, επιδεινώνοντας μια ήδη σοβαρά επιβαρυμένη και εν πολλοίς ανεξέλεγκτη κατάσταση. Δεν ενθαρρύνει την αντιμετώπιση της παράκτιας ζώνης «ως πολύτιμου, αναντικατάστατου και σπουδαίας σημασίας εθνικού κεφαλαίου», σύμφωνα με το προοίμιο του ν. 3937/2011 για τη βιοποικιλότητα. Είναι πλέον καιρός, οι όποιες τροποποιήσεις για την παραχώρηση χρήσης αιγιαλού και παραλίας να εφαρμόζουν τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές, όπως αρμόζει σε μία χώρα με τις ιδιαιτερότητες της Ελλάδας.