Αρχική Στρατηγικές επενδύσεις και βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος μέσω της επιτάχυνσης διαδικασιών στις ιδιωτικές και στρατηγικές επενδύσειςΚΕΦΑΛΑΙΟ B’ ΕΙΔΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ Άρθρο 3 Περιβαλλοντικές ρυθμίσειςΣχόλιο του χρήστη Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία | 9 Σεπτεμβρίου 2021, 15:18
Το εν λόγω άρθρο παρουσιάζει σε διάφορα σημεία του μεγάλη ασάφεια. Καταρχάς εισάγεται εξαιρετικώς υπαγωγή των έργων/δραστηριοτήτων κατηγορίας Β που χαρακτηρίζονται ως Στρατηγικές επενδύσεις και τα οποία περιλαμβάνουν την παραχώρηση χρήσης αιγιαλού και παραλίας, η έκδοση των Πρότυπων Περιβαλλοντικών Δεσμεύσεων να πραγματοποιείται από τις κεντρικές υπηρεσίες του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) διαφοροποιώντας τις διαδικασίες που προβλέπει η σχετική νομοθεσία (ν. 4014/2011). Φαίνεται δηλαδή να μεταφέρεται η αρμοδιότητα έγκρισης περιβαλλοντικών όρων κατηγορίας Β (αδειοδοτούσα η Περιφέρεια) στο ΥΠΕΝ χωρίς να είναι ξεκάθαρο ποια θα είναι τελικά η αρμόδια αδειοδοτούσα αρχή. Η «αναβάθμιση» αυτής της αδειοδοτικής κατηγορίας δεν φαίνεται να είναι επαρκώς αιτιολογημένη εκ πρώτης όψεως, και σε κάθε περίπτωση φαίνεται να καταργεί τα γενικά κριτήρια του ν.4014/2011 και των εκτελεστικών υπουργικών αποφάσεων για την κατηγοριοποίηση έργων και δραστηριοτήτων, η οποία γίνεται συναρτήσει του μεγέθους και των επιπτώσεων αυτών στο φυσικό περιβάλλον. Θα ήταν συστηματικά συνεπέστερο, από τη στιγμή που μια επένδυση χαρακτηριστεί στρατηγική, να απαιτείται για την αδειοδότησή της ό,τι προβλέπει ο ν. 4014/2011 για τα έργα κατηγορίας Α1. Ειδικότερα, δεν είναι ξεκάθαρο από το ν/σ πως έργα και δραστηριότητες κατηγορίας Β τα οποία –θεωρητικά- χαρακτηρίζονται από τοπικές και μη σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον αφορούν τις στρατηγικές επενδύσεις. Βάσει της κείμενης νομοθεσίας (ν. 4014/2011) τα έργα και οι δραστηριότητες της κατηγορίας Β υπάγονται σε Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις (άρθρο 8, ν.4014/2011), καθώς λόγω της μικρής τους κλίμακας υπόκεινται σε γενικές προδιαγραφές, όρους και περιορισμούς. Σημειώνουμε ότι ειδικά ως προς τις περιοχές του Δικτύου Natura 2000, οι προδιαγραφές για την απαιτούμενη Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση χαρακτηρίζονται ως τουλάχιστον υποτυπώδεις, μη επαρκείς να διασφαλίσουν την απαιτούμενη περιβαλλοντική προστασία των περιοχών και των προστατευτέων αντικειμένων αυτών. Στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου, αναφέρεται ότι «Δεν επιτρέπεται η υλοποίηση επένδυσης, η οποία υπάγεται στον παρόντα νόμο, σε περιοχές του δικτύου NATURA, οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί ως περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 19 του ν. 1650/1986 (Α’ 160)». Δεν είναι σαφές εάν η διάταξη αυτή είναι συμβατή με το αρ. 11 παρ.2 ν. 3986/2011 (μεσοπρόθεσμο), ο οποίος προβλέπει ότι «Δεν επιτρέπεται η αξιοποίηση δημοσίων ακινήτων, τα οποία εμπίπτουν στο σύνολο τους σε οικότοπους προτεραιότητας, σε περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης και προστασίας της φύσης που καθορίζονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 19 παράγραφοι 1 και 2 και 21 του ν. 1650/1986 (Α’ 160), όπως ισχύει, σε πυρήνες εθνικών δρυμών, σε διατηρητέα μνημεία της φύσης, σε εθνικά πάρκα και σε υγρότοπους διεθνούς σημασίας», εισάγοντας έτσι πολύ περισσότερες εξαιρέσεις καθώς περιλαμβάνει και τις περιοχές προστασίας της φύσης, ενώ επιπλέον φαίνεται η διάταξη να αγνοεί και το εν εξελίξει έργο των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών και τις διατάξεις που εισήγαγε ο ν. 4685/2020 «Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας…».