Αρχική Αναπτυξιακός Νόμος – Ελλάδα Ισχυρή ΑνάπτυξηΜΕΡΟΣ Α’ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ – ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ – ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ (άρθρα 1-28)Σχόλιο του χρήστη Παναγιώτης Αμπατζίδης - Αντιπρόεδρος ΠΑ.ΣΥ.ΒΙ.Π. (Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανικών Πλυντηρίων Ιματισμού) | 17 Νοεμβρίου 2021, 17:09
Έχοντας μελετήσει το σχέδιο Νόμου για τον Νέο Αναπτυξιακό Νόμο, το οποίο έχει τεθεί σε διαβούλευση από 3/11/2021, παρατηρούμε ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, γνωστές και ως ΜΜΕ σύμφωνα με τον πάγιο χαρακτηρισμό εκ μέρους της Ε.Ε., “διασπώνται” και οι μεσαίες επιχειρήσεις ομαδοποιούνται μαζί με τις μεγάλες επιχειρήσεις, ουσιαστικά σε όλα τα νέα καθεστώτα, που προτείνονται. Η ομαδοποίηση θεωρούμε ότι είναι ατυχής και έρχεται σε αντίθεση ακόμα και με τα προβλεπόμενα στον ίδιον το Γενικό Απαλλακτικό Κανονισμό 651/2014 με βάση τον οποίο χορηγούνται οι περιφερειακές ενισχύσεις στα κράτη μέλη, στον οποίον οι ΜικροΜεσαίες Επιχειρήσεις (ΜΜΕ) αντιμετωπίζονται ως ομάδα με κοινά προβλήματα και χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με την Ε.Ε. οι ΜΜΕ διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην ελληνική οικονομία, αφού παράγουν το 63% της προστιθέμενης αξίας και το 88% της απασχόλησης, υπερβαίνοντας και στους δύο αυτούς τομείς τον ευρωπαϊκό μέσον όρο (56,4% και 66,6% αντίστοιχα). Η ομαδοποίηση των Μεσαίων μαζί με τις Μεγάλες Επιχειρήσεις στο σχέδιο Νόμου έχει ως αποτέλεσμα, οι μεν πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις να μπορούν να λάβουν το κίνητρο της επιχορήγησης για τις επενδύσεις τους, ενώ οι μεσαίες να πρέπει να αρκεσθούν σε φορολογικές απαλλαγές ή επιδότηση μέσω leasing, όπως και οι μεγάλες. Στη δύσκολη συγκυρία που περνάει η ελληνική οικονομία, λόγω και της πανδημίας του κορωνοϊού, τα κέρδη των επιχειρήσεων (κυρίως όσων έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τον κλάδο του τουρισμού) έχουν περιορισθεί ή και μηδενιστεί, οπότε η φορολογική απαλλαγή ουσιαστικά δεν αποτελεί κίνητρο, τουλάχιστον βραχυμεσοπρόθεσμα. Σημειώνουμε ότι οι περισσότερες μεσαίες επιχειρήσεις οφείλουν αυτόν τον χαρακτηρισμό τους όχι στην υπέρβαση του ορίου του συνολικού ενεργητικού ή του κύκλου εργασιών τους αλλά στην απασχόληση προσωπικού, ισοδύναμου τουλάχιστον με 50 Ετήσιες Μονάδες Εργασίας. Το προσωπικό αυτό αντιστοιχεί συνήθως σε περίπου 100 Εργαζομένους στην περίπτωση των εποχιακών επιχειρήσεων, όπως τα ξενοδοχεία των ελληνικών νησιών και τα πλυντήρια/σιδερωτήρια του ιματισμού τους. Η μη χορήγηση του κινήτρου της επιχορήγησης στις μεσαίες επιχειρήσεις ουσιαστικά, αντί να τις επιβραβεύει, τις τιμωρεί για την απασχόληση μεγάλου αριθμού εργαζομένων! Τιμωρεί δε ακόμα περισσότερο τις επιχειρήσεις που δηλώνουν κανονικά τους εργαζομένους που απασχολούν και καταβάλλουν τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές, επιβραβεύοντας αντίθετα όσες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν μαύρη εργασία. Υπάρχει ακόμα ισχυρός κίνδυνος, η μη υπαγωγή των μεσαίων επιχειρήσεων στο κίνητρο της επιχορήγησης να δράσει ως αντικίνητρο στην αύξηση του μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων και την επίτευξη οικονομιών κλίμακας, σε αντίθεση με την υποτιθέμενη επιδίωξη του ίδιου του Νέου Αναπτυξιακού Νόμου, όπως αυτή αναφέρεται ρητά στο 1ο άρθρο του. Πιθανότερο είναι ο Νέος Αναπτυξιακός Νόμος να οδηγήσει σε διάσπαση (παρά σε συγχώνευση) επιχειρήσεων και σε απόκρυψη κύκλου εργασιών και εργαζόμενων, στην προσπάθειά των επιχειρήσεων να είναι δικαιούχοι του κινήτρου της επιχορήγησης. Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Ε.Ε. για το 2019, οι μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα αποτελούν μόλις το 0,3% των επιχειρήσεων στην χώρα, και συνεπώς δεν θα επιβαρυνθεί ιδιαίτερα ο κρατικός προϋπολογισμός από πιθανές άμεσες ενισχύσεις που θα λάβουν, ενώ ταυτόχρονα απασχολούν σχεδόν 250.000 εργαζομένους συμμετέχοντας με σχεδόν 10% στο συνολικό εργατικό δυναμικό των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα. Ως εκ των ανωτέρω προτείνεται στο νέο Αναπτυξιακό Νόμο να μην υφίσταται διάκριση μεταξύ των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων και να μην αποκλείονται οι μεσαίες επιχειρήσεις από συγκεκριμένες κατηγορίες κινήτρων, μεταξύ των οποίων είναι και το κίνητρο της επιχορήγησης. Τέλος θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι μία επιχείρηση η οποία αλλάζει μέγεθος λόγω ανάπτυξης της δραστηριότητας και όχι λόγω αλλαγής της μετοχικής σύνθεσης (πχ, είσοδος νέου μετόχου) να διατηρεί το ίδιο ποσοστό ενίσχυσης, που προβλεπόταν κατά την υπαγωγή της στο εκάστοτε καθεστώς ενισχύσεων.