Αρχική Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς την οδηγία 2008/48/ΕΚΆρθρο 1 ΣκοπόςΣχόλιο του χρήστη Σίμος Ι. Σαμαράς | 23 Απριλίου 2010, 16:34
Υπουργείο Ανάπτυξης Νίκης 5-7, 10180, Αθήνα email: public@mnec.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
(Το παρόν σχόλιο υποβάλλεται εκ νέου λόγω επειδή για αδιευκρίνιστους λόγους δεν δημοσιεύθηκε την προηγούμενη φορά που υποβλήθηκε). Για ακόμα μια φορά επιλέγεται η λύση της εναρμόνισης με την κοινοτική οδηγία για την καταναλωτική πίστη με την έκδοση υπουργικής απόφασης – η προηγούμενη ήταν με την καταργούμενη με το άρθρο 24 του παρόντος προσχεδίου κοινής υπουργικής απόφασης (εφεξής: ΠρσχΚΥΑ). Η επιλογή αυτή, ωστόσο, δύσκολα συμβιβάζεται με τις ρυθμίσεις του Συντάγματος για τη παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης. Οι ρυθμίσεις του ΠρσχΚΥΑ έχουν γενικό κανονιστικό χαρακτήρα, ανάλογο εκείνων στο Ν. 2251/1994, και, φυσικά, δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως τεχνικού χαρακτήρα ή τοπικού ενδιαφέροντος, ούτε βέβαια ως λεπτομερειακές ή ειδικότερων θεμάτων κατά την έννοια του άρθ. 43 § 2 Συντάγματος. Ειδικά δε για το χαρακτηρισμό των ρυθμίσεων του ΠρσχΚΥΑ ως ειδικότερων θεμάτων προϋποτίθεται η ύπαρξη γενική ρύθμισης την οποία συμπληρώνουν και στην προκειμένη περίπτωση απλά δεν υπάρχει. Εξάλλου, η τελεολογία της συνταγματικής ρύθμισης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ρύθμιση θεμάτων όπως αυτά που προαναφέρθηκαν εναποτέθηκε σε υπουργούς ή κατώτερα όργανα της Διοίκησης, γιατί από τη φύση τους είναι τόσο συγκεκριμένα, ώστε μόνο τα εν λόγω όργανα θα μπορούσαν να ανταποκριθούν, λόγω του εξειδικευμένου χαρακτήρα τους, στη σύνταξή τους. Σ’ αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς το παράδειγμα των ρυθμίσεων οφειλών υπερχρεωμένων καταναλωτών, όπως και επιχειρήσεων, που χωρίς να είναι περισσότερο γενικές από τις σχολιαζόμενες, εισήχθησαν – οι σχετικές με τις επιχειρήσεις, οι των καταναλωτών εκκρεμούν – στην έννομη τάξη με τη μορφή νόμου, και όχι υπουργικών αποφάσεων, που θα εκδίδονταν ταχύτερα κι απλούστερα. Θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς ως αντεπιχείρημα για την εισαγωγή ΚΥΑ το γεγονός της καταργούμενης με το ΠρσχΚΥΑ κοινής υπουργικής απόφασης. Η ισχύς αυτής, όμως, στηρίχθηκε στην ουσία στην ανάγκη για αποτροπή ρυθμιστικού κενού από την απουσία της και την αποδοχή της, δίκην εθίμου, από τους αποδέκτες της. Αν, λοιπόν, ο νομοθέτης επιθυμεί να μην επιλέξει μια λύση που θα εναρμονίζεται με δυσκολία με την έννομη τάξη, θα μπορούσε να προτιμήσει την εισαγωγή των σχολιαζόμενων ρυθμίσεων, αν όχι με νόμο, με προεδρικό διάταγμα, κάτι για το οποίο δίδεται νομοθετική εξουσιοδότηση από το Ν. 1338/1983, που, ούτως ή άλλως αποτελεί θεμέλιο των ρυθμίσεων και το οποίο θα επέτρεπε και την προπαρασκευαστική τους επεξεργασία από το Συμβούλιο της Επικρατείας. ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών http://www.nomologio.wordpress.com