• Τόσο η διάρθρωση όσο και το περιεχόμενο του συγκεκριμένου άρθρου, με το οποίο προβλέπεται η προσφυγή στη διαδικασία ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, παρουσιάζουν σημαντικά κενά και ασάφειες, οφειλόμενα εν πολλοίς στο ότι οι διατάξεις του σχετικά με τις προϋποθέσεις και την εν γένει περιγραφή της εν λόγω διαδικασίας, αποτελούν αποσπασματική συρραφή των ανεπιτυχούς μετάφρασης άρθρων 2 § 3 και 7, 43 και 44 της κοινοτικής οδηγίας 2004/18/ΕΚ, οι δε όροι που χρησιμοποιούνται δεν συμβαδίζουν με αυτούς του πδ 118/2007, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση και περιθώρια παρερμηνείας. Ενδεικτικά αναφέρονται οι διατάξεις των παρ. 3, 4, 7 κλπ , με τις οποίες ορίζεται μεταξύ των άλλων, στη μεν παρ. 3 ότι «ο ηλεκτρονικός διαγωνισμός αφορά… που επισημαίνονται στη διακήρυξη» (αντί του ορθού «ορίζονται»), στη δε παρ. 4 περ. α και β ότι «η διακήρυξη περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων…α) τα στοιχεία, οι αξίες των οποίων αποτελούν αντικείμενο του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, εφόσον τα εν λόγω στοιχεία είναι προσδιορίσιμα ποσοτικώς, κατά τρόπο ώστε να εκφράζονται σε αριθμούς ή ποσοστά β) τα ενδεχόμενα όρια των αξιών που μπορούν να υποβάλλονται, όπως αυτά προκύπτουν από τις προδιαγραφές του αντικειμένου της σύμβασης». Πέραν του ότι το νόημα των παραγράφων αυτών είναι προδήλως ασαφές, οι όροι «αξίες στοιχείων», «όρια αξιών», «στοιχεία προσδιορίσιμα ποσοτικώς»), επιτείνουν την εννοιολογική σύγχυση, αφού στις προηγηθείσες διατάξεις του π.δ. (άρθρο 20) χρησιμοποιούνται όσον αφορά τη συμφερότερη προσφορά, στην οποία κατά τα διαφαινόμενα αναφέρονται, διαφορετικοί όροι και προσδιορισμοί ( βλ. σχετ. «στοιχεία αξιολόγησης» κλπ). Ομοίως ανεπιτυχής και αδόκιμη είναι η διατύπωση της παρ. 7 με την οποία ορίζεται ότι οι φορείς, προτού προβούν στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό «διενεργούν μια πρώτη πλήρη αξιολόγηση των προσφορών», δεδομένου ότι έτσι δημιουργείται σύγχυση ως προς την τηρούμενη στην περίπτωση αυτή διαδικασία. Αντ’ αυτού, σε συνδυασμό και με τα συμφραζόμενα και στις επόμενες παραγράφους, η διάταξη αυτή θα μπορούσε να διατυπωθεί λ.χ. ως ακολούθως : «Οι φορείς, αφού ολοκληρωθεί το στάδιο αξιολόγησης των δικαιολογητικών συμμετοχής και των τεχνικών προσφορών, διενεργούν μια πρώτη πλήρη αξιολόγηση των προσφορών που έχουν κριθεί τεχνικά αποδεκτές, σύμφωνα με το οριζόμενο στη διακήρυξη κριτήριο ανάθεσης». Επί πλέον, ως έχει η περιγραφή του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, καθίσταται άδηλη η διαδικασία που τηρείται σε περίπτωση κατά την οποία κριτήριο ανάθεσης είναι η πλέον συμφέρουσα προσφορά. Σε αντίθεση με την περίπτωση του κριτηρίου της χαμηλότερης τιμής, όπου απλώς βελτιώνεται η τιμή, αλλά παραμένει ίδιο το υλικό-προϊόν, άρα και η τεχνική προσφορά, στην περίπτωση της συμφερότερης προσφοράς, η βελτίωσή της δεν περιορίζεται κατ’ ανάγκη στην τιμή, αλλά και στα λοιπά στοιχεία (πρόκειται για τις νέες αξίες των στοιχείων κατά τη φρασεολογία της τροποποίησης) που συμμετέχουν στη βαθμολογία για την ανάδειξη του μειοδότη με βάση το κριτήριο αυτό. Τούτο όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί, ει μη μόνο με βελτίωση στοιχείων της τεχνικής προσφοράς, η αξιολόγηση της οποίας όμως δεν είναι δυνατόν να γίνει κατά το στάδιο της ηλεκτρονικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια οι διατάξεις που αναφέρονται αορίστως στις υποβολή νέων αξιών των στοιχείων των προσφορών (βλ. παρ. 3, 8, 10 κλπ) σε περίπτωση συμφερότερης προσφοράς απαιτείται να διευκρινισθούν επαρκώς χάριν της ασφάλειας του δικαίου και της διεξαγωγής των σχετικών διαγωνισμών με βάση τις αρχές του κοινοτικού δικαίου. Ανακόλουθη εξ άλλου είναι η παρ. 1 περί της υποχρεωτικής προσφυγής σε κάθε περίπτωση στη διαδικασία του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού σε κάθε περίπτωση διαγωνισμών που διενεργούνται για την προμήθεια αγαθών, τα οποία εντάσσονται στο ΕΠΠ, ανεξαρτήτως εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζει η οδηγία 2004/18/ΕΚ, μέρος των οποίων έχει τεθεί στην παρ. 2. Προτείνεται η αντιστροφή των παραγράφων ούτως να προηγηθεί, αφού συμπληρωθεί η γενική διάταξη της παρ. 2 και εν συνεχεία να τεθεί η περί της υποχρεωτικής προσφυγής διάταξη υπό την επιφύλαξη ότι πληρούνται οι όροι της παρ. 1. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι παραλείπονται ουσιώδεις διατάξεις της οδηγίας 2004/18/ΕΚ σχετικά με τη διενέργεια των ηλεκτρονικών διαγωνισμών, όπως λ.χ. η υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να αναφέρει στην πρόσκληση συμμετοχής την ημερομηνία και ώρα περί την ακριβή λήξη της διαδικασίας, αντ’ αυτού δε αναφέρεται (και τούτο αποτελεί περιεχόμενο άλλης διάταξης της οδηγίας) ότι όταν οι φορείς δεν λαμβάνουν πλέον νέες τιμές, «προσδιορίζουν στην πρόσκληση συμμετοχής, την προθεσμία που θα τηρήσουν μετά την παραλαβή της τελευταίας υποβολής προτού περατώσουν τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό» της. Εφόσον όμως δεν ορίζεται υποχρεωτικά ο χρόνος λήξης υποβολής της τελευταίας προσφοράς, η διάταξη αυτή καθίσταται κενή περιεχομένου. Τέλος επισημαίνεται ότι η φράση που έχει τεθεί στην παρ. 4 περ. ε («η προσφορά ενός διαγωνιζόμενου γίνεται δεκτή από το ηλεκτρονικό»….) είναι άνευ νοήματος, αφού δεν έχει ολοκληρωθεί η πρόταση. Εν κατακλείδι, το συμπέρασμα είναι ότι απαιτείται ριζική αναμόρφωση του συγκεκριμένου άρθρου έτσι ώστε να γίνουν σαφείς οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες γίνεται η προσφυγή στη διαδικασία αυτή και οι όροι υπό τους οποίους διέπεται.