Αρχική Κανόνες Διακίνησης ΠροϊόντωνΆρθρο 124: Υποχρεώσεις λιανοπωλητών καυσόξυλωνΣχόλιο του χρήστη Χρυσούλα Γρηγορίου | 25 Σεπτεμβρίου 2012, 23:48
Υπουργείο Ανάπτυξης Νίκης 5-7, 10180, Αθήνα email: public@mnec.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Προμηθευτικός & Παραγωγικός Συνεταιρισμός Εμπόρων-Βιοτεχνών Δασικών Προϊόντων & Ξύλου Ν.Ξάνθης Ανθ. Μιλτιάδου Γεωργ. 24, Τ. Κ. 67 100, Ξάνθη - ΕΛΛΑΣ Τηλ.: (+30) 25410 78300, 91006, fax: 25410 92229, 6945783888 Η/Τα: gristamou@gmail.com Ξάνθη, 25.09.2012 Παρέμβαση του Συνεταιρισμού στη διαβούλευση για το ζήτημα της υγρασίας όπως αυτό έχει προσεγγιστεί μέσα από τα σχόλια Η υγρασία στο καυσόξυλο (άρθρο 124, παράγρ.4): Η τριακονταετής επαγγελματική εμπειρία των μελών του συνεταιρισμού ξυλεμπόρων Ν.Ξάνθης, μας έχει εφοδιάσει με πολύτιμη γνώση όχι μόνο σε σχέση με την αγορά του ξύλου αλλά και με τις ιδιότητες και τη συμπεριφορά των ειδών που εμπορευόμαστε με έμφαση στο καυσόξυλο. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι στην Ελλάδα απαγορεύεται η υλοτόμηση κωνοφόρων για καύση – και όπου απαντάται σημαίνει ότι έχει προέλθει από παράνομη υλοτόμηση. Στα βουνά της χώρας μας, όπως και των υπολοίπων της νοτίου Ευρώπης, και σε υψόμετρο έως 2.000 μ. ευδοκιμούν αυτοφυή δάση οξιάς και δρυός. Η κοπή δέντρων για καύσιμη ύλη από αυτά τα δάση, γίνεται κάθε χρόνο κατόπιν σχετικής αδείας του Δασαρχείου είτε προς τους οικείους συνεταιρισμούς υλοτόμων για εμπορία, είτε προς ιδιώτες κατοίκους ορεινών περιοχών για ιδία κατανάλωση. Ο επιτρεπόμενος όγκος για υλοτόμηση καθορίζεται επίσης κάθε χρόνο από το Δασαρχείο και διαφοροποιείται από περιοχή σε περιοχή ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των δασών (ας μην ξεχνούμε ότι τόσο η οξιά όσο και η δρυς δεν είναι καλλιεργήσιμα είδη όπως η λεύκα οπότε για κάθε δέντρο που κόβουμε πρέπει να περιμένουμε τριάντα χρόνια να αναπληρωθεί). Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλη τη Μακεδονία και Θράκη ένας μόνο Νομός κάλυψε τις ανάγκες του σε καυσόξυλα από τα δικά του δάση τα έτη 2010-2011. Όλοι οι υπόλοιποι αναγκάζονται σε εισαγωγές οι οποίες τον τελευταίο χρόνο είναι αθρόες. Η υπόθεση της υγρασίας ξεκινάει από το βουνό: τα δέντρα ως γνωστόν, «ρίχνουν το νερό τους» το φθινόπωρο για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την παγωνιά του χειμώνα και το ανακτούν την άνοιξη. Ένα δέντρο επομένως, που είναι υλοτομημένο τους μήνες από Οκτώβριο έως Δεκέμβριο έχει κατά την κοπή λιγότερη υγρασία από ένα που υλοτομείται π.χ. το Μάρτιο. Επίσης, το κομμένο, οποιαδήποτε εποχή, δέντρο εάν αφεθεί στο έδαφος για ένα μήνα προτού τεμαχιστεί, θα μπορέσει να δώσει κορμό με λιγότερη υγρασία διότι την απορροφούν σταδιακά τα φύλλα στα κλαδιά του που αγωνίζονται να επιβιώσουν. Τι γίνεται όμως στην πράξη κατά το πρώτο αυτό στάδιο; Η υλοτόμηση στην Ελλάδα γίνεται ως επί το πλείστον την εποχή της άνοιξης με τα δέντρα φορτωμένα νερό, και οι κορμοί προωθούνται εντός τριμήνου στο εμπόριο. Αυτά έχουν υγρασία από 60% - 70%. Οι συγκεκριμένες ποσότητες όσο κι αν εκτεθούν στη ζέστη του καλοκαιριού δεν μπορούν να ρίξουν την υγρασία τους κάτω από 40%. (Σε σχετική μέτρηση με επαγγελματικό υγρόμετρο υψηλής ακριβείας που χρησιμοποιείται στα παρκέτα, οι υγρασίες καυσοξύλων που βρίσκονται στην κορμοπλατεία τοπικής επιχείρησης, ήταν οι εξής: στις 24.09.2012 (ώρα 15:00) υγρασία 45% - 46% σε κομμάτια ξύλου κομμένα από τον Δεκέμβριο του 2011, και υγρασία 27% σε ξύλα κομμένα από το Μάρτιο του 2011). Από κει και μετά αρχίζει ο αγώνας δρόμου των εισαγωγών που εκτός από το οικονομικό κομμάτι έχει και το ποιοτικό το οποίο δεν μπορούμε να ελέγξουμε καθόλου. Όπως έχουμε περιγράψει παραπάνω, το 80% των εισαγωγών καυσοξύλων στην περιοχή μας (Αν.Μακεδονία και Θράκη) γίνεται από τη Βουλγαρία. Στη Βουλγαρία όμως υπάρχει διαφορετικό καθεστώς υλοτομίας απ’ ό,τι στην Ελλάδα: η άδεια υλοτόμησης δίδεται απευθείας στον κάθε έμπορο που αποκτά για «χρήση» την τάδε δασική έκταση στην οποία μπορεί να μπει για κοπή δέντρων όποτε κρίνει ο ίδιος (όποτε έχει παραγγελίες) με δικά του μηχανήματα στη διάρκεια ισχύος της αδείας. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι τα ξύλα (οι κορμοί) που πουλάνε με τον τόνο στους Έλληνες ξυλεμπόρους μπορεί να είναι ολίγων ημερών, γιατί αυτή τη στιγμή η Βουλγαρία «παίζει μπάλα» στην αγορά καυσοξύλου μόνη της και επιβάλλει το προϊόν της. Οι παραγγελίες μας από τη γείτονα υπακούουν στις απαιτήσεις της τοπικής ζήτησης που δυστυχώς κορυφώνεται στο τέλος του καλοκαιριού. Δεν προλαβαίνουμε να αποθηκεύσουμε τίποτα. Όσες ποσότητες έρχονται από Βουλγαρία, «φεύγουν» αμέσως στην κατανάλωση διότι ο αγοραστής απαιτεί να προμηθευτεί άμεσα τα ξύλα του. Πέραν της ενημέρωσης, λοιπόν, που του κάνουμε και τις οδηγίες που του δίνουμε -για να μη «ζητάει μετά τα ρέστα» από τον Έλληνα έμπορο και γιατί θέλουμε να τον κρατήσουμε ως πελάτη- δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο για την υγρασία αυτών των ξύλων που είναι κυριολεκτικά «από το δάσος στη σόμπα». Θα μπορούσε κάποιος να πει «αγοράστε φέτος από Βουλγαρία και πουλήστε του χρόνου για να στραγγίσουν τα ξύλα». Αυτό προϋποθέτει (με το ισχύον καθεστώς) τεράστιες περιφραγμένες και προστατευμένες εκτάσεις εναπόθεσης της ξυλείας για κάθε επιχείρηση, οι οποίες όχι μόνον δεν μπορούν να αγοραστούν ή να ενοικιαστούν αλλά και δεν υπάρχουν διαθέσιμες. Με την προτεινόμενη διάταξη θα έπρεπε επιπλέον οι εκτάσεις αυτές να διαθέτουν υπόστεγα. Από μόνο του το μέγεθος μιας τέτοιας επένδυσης είναι αποτρεπτικό για μια μικρομεσαία επιχείρηση. Πόσω μάλλον στο σημερινό υφεσιακό οικονομικό περιβάλλον, με την έκρηξη του ανταγωνισμού (θεμιτού και αθέμιτου) που εμφανίζει ο κλάδος, και με τις αρνητικές προοπτικές που βλέπουμε να αποκτά το καυσόξυλο εξαιτίας ακριβώς της σημερινής ζήτησής του: η εντατική υλοτόμηση θα αποτελειώσει ακόμη και τα δάση της Βουλγαρίας, οι πιέσεις στην αγορά θα οδηγήσουν σύντομα στην αύξηση της τιμής και η «ισορροπία» που θα επέλθει θα είναι οδυνηρή για όλους και ειδικότερα για όσους από εμάς θα έχουν προβεί σε δαπανηρές επενδύσεις λόγω αλλαγής νομοθεσίας. Θα μπορούσε επίσης να τεθεί το ζήτημα του ελέγχου της υγρασίας από τους εμπόρους, με χρήση τεχνικών μέσων: «ρίξτε τα καυσόξυλα σε ξηραντήρια προτού τα πουλήσετε». Εδώ λοιπόν καταθέτουμε τα εξής στοιχεία από την επαγγελματική μας εμπειρία και από δοκιμές που κάναμε στο πλαίσιο αυτόβουλων ελέγχων του προϊόντος που διαθέτουμε. Η δοκιμή έγινε τον Φεβρουάριο του 2012: σε ιδιωτικό ξηραντήριο επιχείρησης του συνεταιρισμού μας, χωρητικότητας 30 κυβικών ξυλείας παρκέ, τοποθετήσαμε 25 κυβικά καυσοξύλων (περίπου 17 τόνους) υγρασίας 65%. Η υγρασία τους κατάφερε να πέσει στο 45% μετά από τρία εικοσιτετράωρα συνεχούς λειτουργίας του ξηραντηρίου και αφού κατανάλωσε καύσιμη ύλη πριονιδίου 11 κυβικών μέτρων και ρεύμα αξίας 350 ευρώ. Αυτό πρακτικά σημαίνει αύξηση κόστους για τον καταναλωτή κατά 19% περίπου. Και επειδή τα 25 κυβικά καυσοξύλων δεν παράγουν κατά την προγενέστερη κοπή τους τα 11 κυβικά πριονιδίου που χρειάζονται για να στεγνώσουν, η κάθε επιχείρηση θα πρέπει να διαθέτει επιπλέον κονδύλι αγοράς καυσίμου για το ξηραντήριο (κονδύλι που κυμαίνεται ανάλογα με το είδος του καυσίμου που χρησιμοποιείται και επιβαρύνει το κόστος του καυσόξυλου). Χώρια η ΔΕΗ. Αυτά ως προς τη διαδικασία ξήρανσης. Είναι πολύ σημαντικό όμως να σημειώσουμε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ξηραντήρια καυσοξύλων παρά μόνον ελάχιστα για ξήρανση πριστής ξυλείας και παρκέτων. Στην Περιφέρειά μας λειτουργούν μόνον δύο (Ξάνθη και Δράμα). Πρόκειται για μεγάλες εγκαταστάσεις, πολύ δαπανηρές και εξαιρετικά ενεργοβόρες. Ας υποθέσουμε όμως πως εμφανίζεται μία π.χ. πολυεθνική εταιρεία, επιχειρεί μια τέτοια επένδυση για ξήρανση καυσοξύλων στη χώρα μας και διαθέτει στην αγορά καυσόξυλα με υγρασία πάρα πάρα πολύ χαμηλή. Θα είναι προς το συμφέρον του καταναλωτή; Ας υποθέσουμε ότι ακόμα και μετά την επιβάρυνση της τιμής του καυσοξύλου με το κόστος απόσβεσης της επένδυσης και της λειτουργίας του ξηραντηρίου, εξακολουθεί να συμφέρει στον καταναλωτή το προϊόν. Ποια θα είναι η συνέχεια όταν αυτό το «στεγνό» ξύλο, «το καταλληλότερο» για καύση, μπει στο τζάκι ή τη σόμπα; Μα θα καεί σα προσάναμμα παράγοντας πολύ υψηλότερη θερμότητα από την επιθυμητή! Όσοι καταναλωτές έχουν ρίξει στη φωτιά ξύλα με πολύ χαμηλή υγρασία (έστω και 25% - 30%) ανακάλυψαν ότι αυτά καίγονταν τόσο γρήγορα που ήταν αναγκασμένοι να τροφοδοτούν την εστία διαρκώς. Αποτέλεσμα; Να τελειώσουν οι καλοκαιρινές προμήθειές τους σε καυσόξυλα πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι υπολόγιζαν, να αναγκαστούν σε νέες αγορές μέσα στο χειμώνα, και εν τέλει να τους κοστίσει πολύ ακριβά η «φθηνή» θέρμανση. Δεν είναι τυχαίο που οι πελάτες μας, ειδικά οι παλιοί, ζητούν ξύλα «ούτε ξερά ούτε φρέσκα». Μία μέση τιμή υγρασίας 35% - 45% είναι ιδανική για να καίγεται το ξύλο σταθερά στην εστία και να θερμαίνει ελεγχόμενα. Από κει και πέρα, οι καταναλωτές γνωρίζουν ότι ανάλογα με τις ανάγκες θέρμανσης του χώρου τους και τις καιρικές συνθήκες, μπορούν να πετύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα συνδυάζοντας τα ξύλα στην εστία (οξιά - δρυς) και ελέγχοντας την αναλογία τους (στεγνά - υγρά). Πριν κλείσουμε αυτή την παρέμβαση στη δημόσια διαβούλευση, οφείλουμε ως συνεταιρισμός να απαντήσουμε στη μομφή περί εναρμόνισης τιμών σε μια περιοχή. Στη δική μας περιοχή, η τιμή πώλησης των καυσόξυλων παραμένει σταθερή τα τελευταία τέσσερα χρόνια: 120 ευρώ/τόνος. Αυτό που αποκαλείται «εναρμόνιση» δεν είναι άλλο από μία άτυπη διατίμηση βάσει των τιμών αγοράς πρώτης ύλης από δημοπρασίες (ντόπια υλοτόμηση) ή εισαγωγές. Η αλήθεια όμως είναι ότι δύσκολα θα μπορέσει να διατηρηθεί η ίδια τιμή για πολύ ακόμα καθώς η, ανταγωνιστική προς την Ελλάδα, χονδρική αγορά της Τουρκίας στην οποία στρέφονται οι Βούλγαροι προμηθευτές, σε συνδυασμό με την πιεστική ζήτηση της ελληνικής κατανάλωσης, μας αναγκάζουν να προσαρμοστούμε στους όρους προσφοράς που αυτή τη στιγμή ως δυνατότητα κατέχει σχεδόν μονοπωλιακά η Βουλγαρία. Εν κατακλείδι, οι διατάξεις του συγκεκριμένου άρθρου όσο κι αν φαίνεται πως έχουν την πηγή τους σε καλές προθέσεις για την προστασία των καταναλωτών, πιστεύουμε ότι θα προκαλέσουν ή μαζικό κλείσιμο των μικρομεσαίων ελληνικών επιχειρήσεων εμπορίας καυσοξύλων και επικράτηση στην αγορά ολίγων μεγάλων εταιρειών, ή υπερχρέωση των υφιστάμενων επιχειρήσεων για τις απαιτούμενες σε γη και εξοπλισμό επενδύσεις, πράγμα το οποίο θα οδηγήσει μαθηματικά σε σοβαρή επιβάρυνση της τιμής του καυσόξυλου, τόσο που θα πάψει οριστικά να είναι φθηνό ή ανταγωνιστικό του πετρελαίου προς το οποίο θα έχουν λόγους να ξαναστραφούν οι καταναλωτές. Εάν μάλιστα, η νομοθεσία ισχύσει από 01.01.2013, τότε θεωρούμε ότι εξαιτίας και μόνο της προθεσμίας προσαρμογής στους νέους όρους, δεν θα μπορέσουν οι καταναλωτές να προμηθευτούν ξύλα την επόμενη χρονιά. Τυχόν υιοθέτηση, μάλιστα, από το Υπουργείο προτάσεων όπως του καθηγητή Γεωργίου Μαντάνης στο θέμα της υγρασίας, θα οδηγούσε χωρίς υπερβολή σε «απαγορευτικό» την εμπορία του καυσόξυλου στη χώρα μας από τις υφιστάμενες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος ποιότητας καυσοξύλων που προτείνεται μέσα από τα σχόλια να γίνεται κατά την παράδοσή τους στον πελάτη, προτείνουμε να επεκταθεί και στο πετρέλαιο με χημική ανάλυση του καυσίμου παρουσία του πελάτη την ώρα της παράδοσης. Θέση μας είναι, ότι απαιτείται οπωσδήποτε εξισορρόπηση της αγοράς καυσοξύλου, αλλά με αυστηρό έλεγχο του παραεμπορίου το οποίο κοστίζει στο κράτος ακριβά, και με μία σοβαρή πολιτική στροφής των καταναλωτών σε πηγές θέρμανσης όπως το φυσικό αέριο, η τηλεθέρμανση, η ηλιακή ενέργεια, κλπ. Το ξύλο σ’ αυτή τη λίστα επιλογών θα πρέπει να ξαναπάρει τη θέση που είχε πριν από χρόνια – ως συμπληρωματικό μέσο θέρμανσης. Αν συνεχίσουμε να επελαύνουμε στα δάση μας, θα το μετανιώσουμε όλοι μας οικτρά. Για τον Προμηθευτικό & Παραγωγικό Συνεταιρισμό Εμπόρων-Βιοτεχνών Δασικών Προϊόντων & Ξύλου Ν.Ξάνθης Η Πρόεδρος, Χρυσούλα Γρηγορίου