Αρχική Διαμόρφωση Φιλικού Επιχειρηματικού ΠεριβάλλοντοςΆρθρο 19: Ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεωνΣχόλιο του χρήστη VALUE RIGHT Α.Ε. – Λουκάς Δημήτρης, Κυριαζής Ηλίας | 11 Οκτωβρίου 2012, 10:41
Υπουργείο Ανάπτυξης Νίκης 5-7, 10180, Αθήνα email: public@mnec.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Μέγεθος Επιχείρησης – Επενδυτικού Φορέα (σύμφωνα με την Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 2003 / C 118 / 03 και το Παράρτημα του Κανονισμού ΕΚ 70/2001 της Ε.Ε.) Το θεσμικό πλαίσιο όλων των Αναπτυξιακών/Επενδυτικών Νόμων (Ν.3299/2004 και Ν.3908/2011) διέπεται από την Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 2003 / C 118 / 03 και το Παράρτημα του Κανονισμού ΕΚ 70/2001 της Ε.Ε., στοχεύει -δε- στην ενθάρρυνση της εφαρμογής της Σύστασης 96/280/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Απριλίου 1996, σχετικά με τον ορισμό των ΜΜΕ, όπως τροποποιήθηκε από τη Σύσταση 2003/361/ΕΚ Όπως ρητά αναφέρεται στην επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, του κειμένου / περιεχομένου της συγκεκριμένης ανακοίνωσης και ειδικότερα στην παραπομπή υπ’ αριθμ. 5, γίνεται μνεία για τον χαρακτηρισμό μιας επιχείρησης – επενδυτικού φορέα ως συνεργαζόμενης και συνδεδεμένης επιχείρησης, όπου: ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΥΠΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΣΥΝΕΚΤΙΜΩΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΟΣΩΝ Ι. ΤΥΠΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Ο ορισμός των ΜΜΕ κάνει διάκριση μεταξύ τριών τύπων επιχειρήσεων ανάλογα με τον τύπο των σχέσεων που διατηρούν με άλλες επιχειρήσεις σε επίπεδο συμμετοχής στο κεφάλαιο, στα δικαιώματα ψήφου ή δικαιώματος άσκησης κυριαρχικής επιρροής . Τύπος 1: Ανεξάρτητη Επιχείρηση Αποτελεί την συνηθέστερη περίπτωση. Πρόκειται απλά για όλες τις επιχειρήσεις που δεν υπάγονται στους άλλους δύο τύπους επιχειρήσεων, δηλαδή στις συνεργαζόμενες ή στις συνδεδεμένες. Η αιτούσα επιχείρηση είναι ανεξάρτητη εάν: - δεν έχει συμμετοχή 25% η περισσότερο σε άλλη επιχείρηση - το 25%3 ή περισσότερο του κεφαλαίου της δεν ανήκει σε μία άλλη επιχείρηση ή σε δημόσιο οργανισμό ή από κοινού σε πολλές συνδεδεμένες επιχειρήσεις ή σε δημόσιους οργανισμούς, πλην ορισμένων εξαιρέσεων - δεν καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς ούτε περιλαμβάνεται στους λογαριασμούς επιχείρησης που καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς και συνεπώς δεν είναι συνδεδεμένη επιχείρηση . Τύπος 2 : Συνεργαζόμενη Επιχείρηση Ο τύπος αυτός αντιπροσωπεύει την περίπτωση επιχειρήσεων που διατηρούν σημαντικές χρηματοοικονομικές εταιρικές σχέσεις, χωρίς όμως η μία να ασκεί σημαντικό άμεσο ή έμμεσο έλεγχο στην άλλη. Είναι συνεργαζόμενες οι επιχειρήσεις που δεν είναι ανεξάρτητες αλλά ούτε και συνδεδεμένες μεταξύ τους. Η αιτούσα επιχείρηση είναι συνεργαζόμενη με μία άλλη εάν: - κατέχει ποσοστό συμμετοχής μεταξύ 25%3 και 50%3 σε αυτήν - ή εάν η άλλη επιχείρηση κατέχει ποσοστό συμμετοχής μεταξύ 25%3 και 50%3 στην αιτούσα επιχείρηση. - και η αιτούσα επιχείρηση δεν καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς στους οποίους να περιλαμβάνεται η άλλη επιχείρηση βάσει ενοποίησης ούτε περιλαμβάνεται βάσει ενοποίησης στους λογαριασμούς αυτής της άλλης επιχείρησης ή μίας επιχείρησης που είναι συνδεδεμένη με την τελευταία αυτή5. Τύπος 3: Συνδεδεμένη Επιχείρηση Αυτό ο τύπος αντιστοιχεί στην οικονομική κατάσταση επιχειρήσεων που συμμετέχουν σε έναν όμιλο, μέσω του άμεσου ή έμμεσου ελέγχου της πλειοψηφίας του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου (ακόμη και μέσω συμφωνιών ή σε ορισμένες περιπτώσεις μέσω φυσικών προσώπων που είναι μέτοχοι), ή μέσω της ικανότητας άσκησης κυριαρχικής επιρροής σε μία επιχείρηση. Πρόκειται λοιπόν για πιο σπάνιες περιπτώσεις που διακρίνονται κατά κανόνα σαφέστατα από τους δύο προαναφερόμενους τύπους. Προκειμένου να μην συναντήσουν οι επιχειρήσεις δυσκολίες ερμηνείας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όρισε αυτόν τον τύπο επιχειρήσεων συμπεριλαμβάνοντας, εφόσον αυτές ανταποκρίνονται στο αντικείμενο του ορισμού, τους όρους που προβλέπονται στο πρώτο άρθρο της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, σχετικά με τους ενοποιημένους λογαριασμούς , η οποία εφαρμόζεται εδώ και αρκετά χρόνια. Συνεπώς, μία επιχείρηση γνωρίζει κατά κανόνα αμέσως εάν είναι συνδεδεμένη, εφόσον υποχρεούνται κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας να καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς ή περιλαμβάνεται βάσει ενοποίησης στους λογαριασμούς μιας επιχείρησης που υποχρεούται να καταρτίζει παρόμοιους ενοποιημένους λογαριασμούς. Οι δύο μοναδικές και σπάνιες περιπτώσεις κατά τις οποίες μία επιχείρηση μπορεί να θεωρηθεί συνδεδεμένη ενώ δεν υποχρεούται να καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς περιγράφονται στις δυο πρώτες παραγράφους της υποσημείωσης 5 στο τέλος το παρόντος επεξηγηματικού σημειώματος. Στην περίπτωση αυτή η επιχείρησης πρέπει να διευκρινίζει εάν πληροί κάποιον από τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 του ορισμού. Μολαταύτα, παρότι το κείμενο της ανωτέρω ανακοινώσεως είναι σαφές, κατά την διαδικασία αξιολόγησης επενδυτικών προτάσεων από την εκάστοτε αρμόδια Υπηρεσία του ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΝ, για τις οι όποιες έχουν υποβληθεί αιτήματα υπαγωγής στις διατάξεις τόσο του Ν.3299/2004 και Ν.3908/2011, υπάρχει μεγάλο πρόβλημα, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, στην εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Υπάρχει δε πλήθος περιπτώσεων, στις οποίες μολονότι η αιτούσα επιχείρηση (επενδυτικός φορέας) δεν καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς στους οποίους να περιλαμβάνεται η άλλη επιχείρηση βάσει ενοποίησης ούτε περιλαμβάνεται βάσει ενοποίησης στους λογαριασμούς αυτής, σε αντιδιαστολή με τα ανωτέρω αναφερόμενα, χαρακτηρίζεται ως Συνεργαζόμενη Επιχείρηση ή ακόμα και ως Συνδεδεμένη Επιχείρηση (εφεξής Συγγενείς Επιχειρήσεις). Πολλές δε είναι οι περιπτώσεις (πολλάκις αποτελεί τον κανόνα και όχι την εξαίρεση), στις οποίες λόγω του κατωτέρω εδαφίου της παραπομπής υπ’ αριθμ. 5: «Υπάρχουν ορισμένες πολύ σπάνιες περιπτώσεις όπου μία επιχείρηση μπορεί να θεωρηθεί ως συνδεδεμένη με μία άλλη μέσω ενός φυσικού προσώπου ή ομάδας προσώπων που ενεργούν από κοινού» είτε αυθαίρετα είτε λανθασμένα, κατηγοριοποιούνται και χαρακτηρίζονται αιτούσες επιχειρήσεις από την ΓΔΙΕ ως Συγγενείς Επιχειρήσεις, μολονότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι μέτοχοι του επενδυτικού φορέα κατέχουν την πλειοψηφία επί του συνόλου των ψήφων της Γ.Σ. (Γενικής Συνελεύσεως) των Μετόχων της Εταιρείας, κατέχοντας δε ποσοστό άνω των 1/2 των ψήφων της Γ.Σ., με τους υπόλοιπους μέτοχους συμμετέχουν με ποσοστό που είτε αθροιστικά είτε μεμονωμένα να υπολείπεται του 25,00%, οπότε συνιστά για έκαστο εξ αυτών ή συνολικά απλά συμμετοχή (εξ’ ορισμού) και οι οποίοι να μετέχουν σε άλλες εταιρείες, είτε να είναι κατά πλειοψηφία οι κύριοι μέτοχοι άλλων εταιρειών. Η ίδια σύγχυση επικρατεί και σε περιπτώσεις που αφορά μετόχους του επενδυτικού φορέα, οι οποίοι τυγχάνει να μετέχουν στο Δ.Σ. (Διοικητικό Συμβούλιο) άλλων εταιρειών, με αποτέλεσμα επίσης να τεκμηριώνεται αυθαίρετα σύνδεση μεταξύ αυτών των εταιρειών. Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω είναι ενώ υπάρχει ισχυρή πλειοψηφία επί της κατοχής του πακέτου των μετοχών της αιτούσης εταιρείας (επενδυτικός φορέας) από τους κύριους/βασικους μετόχους αυτής, ήτοι δεν υπάρχει διασπορά μετοχών σε ευρεία ή πολυμετοχική βάση, παρόλα αυτά η αρμόδια Υπηρεσία αξιολόγησης να θεωρεί ότι συντρέχει περίπτωση «δεσπόζουσας / κυριαρχικής επιρροής», παρά την ύπαρξη ισχυρής πλειοψηφίας (κατοχή ποσοστού άνω των 1/2 επί των ψήφων της Γ.Σ.). Οι οικονομικές προεκτάσεις και οι καθυστερήσεις στην αξιολόγηση των επενδυτικών προτάσεων οι οποίες βαραίνουν αποκλειστικά και μόνο τις αιτούσες επιχειρήσεις (επενδυτικοί φορείς) από την ολιγωρία ή την αδυναμία της αρμόδια υπηρεσίας να παράσχει μια επαρκή, σαφή και κατατοπιστική ερμηνεία, υπό μορφήν οδηγίας, επί σειρά ετών. Σε αρκετές -δε- περιπτώσεις αυτό πρακτικά μεταφράζεται στα ακόλουθα σημεία: (α) Διαφοροποίηση του μεγέθους της αιτούσας επιχείρησης, με αποτέλεσμα την ανάγκη τροποποίησης του χρηματοδοτικού σχήματος της υποβαλλόμενης επενδυτικής πρότασης. (β) Την εκ των πραγμάτων συνακόλουθη μείωση της οιονεί – καταβληθείσης επιχορήγησης της επενδυτικής πρότασης, με παράλληλη αύξηση είτε των δανειακών κεφαλαίων είτε της απαιτούμενης ιδίας συμμετοχής στην επένδυση. (γ) Είτε οικονομική επιβάρυνση με την μορφή πρόσθετης τεκμηρίωσης της ιδίας συμμετοχής στην επένδυση, η όποια μεταφράζεται σε προσθετό κόστος λόγω της ανάγκης περαιτέρω αύξησης του μετοχικού/εταιρικου κεφαλαίου για την κάλυψη της διαφυγούσης χρηματοδότησης (μείωση του ποσοστού ενίσχυσης ως αποτέλεσμα του μεγέθους της επιχείρησης, κατ’ εκτίμηση της ΓΔΙΕ), με παράλληλη δε αύξηση του καταβληθέντος φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου. (δ) Είτε οικονομική επιβάρυνση με την μορφή πρόσθετης χρηματοδότησης μέσω δανειακών κεφαλαίων, με ότι αυτό συνεπάγεται. (ε) Είτε οικονομική επιβάρυνση με συνδυασμό των δύο ανωτέρω παραμέτρων. (στ) Πρόσθετη χρονική καθυστέρηση στη αξιολόγηση – γνωμοδότηση – έγκριση και υλοποίηση της επενδυτικής πρότασης. Αδυναμία υλοποίησης του επενδυτικού σχεδίου. (ζ) Οικονομικές κυρώσεις επιβληθείσες επί της αιτούσας επιχειρήσεως / του επενδυτικού φορέα (αναλογιστείτε την περίπτωση όπου υπάρχουν ρητές δεσμεύσεις/οικονομικές ρήτρες σε περιπτώσεις ίδρυσης – επέκτασης – εκσυγχρονισμού ολοκληρωμένης μορφής ξενοδοχειακών μονάδων, οι οποίες έχουν προκαθορισμένο χρονικό διάστημα παράδοσης του ξενοδοχείου, βάσει συμβάσεων και συμφωνιών με tour operators). (η) Την ενδεχόμενη υπέρβαση του ορίου συσσώρευσης, περιλαμβανομένων και των ενισχύσεων σε συνεργαζόμενες ή συνδεδεμένες επιχειρήσεις, όπως οι έννοιες αυτές προσδιορίζονται στο Παράρτημα του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 800/2008 της Επιτροπής της 6ης Αυγούστου 2008, για το σύνολο των συνεργαζόμενων ή συνδεδεμένων επιχειρήσεων και για επενδυτικά σχέδια που υλοποιούνται εντός της ίδιας Περιφέρειας. Ανακύπτουν -δε- εύλογα ερωτήματα απορρέοντα εκ της μη ύπαρξης σχετικής οδηγίας, καθώς η συγκεκριμένη ανακοίνωση, κατά τα οριζόμενά της, συνυπολογίζει τα κατά αναλογία συγκεντρωτικά στοιχεία όλων των (ενδεχόμενων) συνεργαζόμενων επιχειρήσεων αναφορικά με: Τον Αριθμό των Εργαζομένων (σε Ε.Μ.Ε. – Ετήσιες Μονάδες Εργασίας) Τον Κύκλο Εργασιών (Πωλήσεις) Το Σύνολο του Ισολογισμού (Ενεργητικό), ήτοι εάν επί παραδείγματι η αιτούσα επιχείρηση (ο επενδυτικός φορέας) μετέχει απευθείας με ποσοστό 70% στο μετοχικό κεφάλαιο άλλης επιχείρησης, τότε στο δελτίο σύνδεσης θα πρέπει να μεταφερθούν τα κατά αναλογία συγκεντρωτικά στοιχεία της συνδεδεμένης με τον επενδυτικό φορέα επιχείρησης, ήτοι: Αριθμός Εργαζομένων (σε Ε.Μ.Ε.) Συνδεδεμένης Χ 70,00% Κύκλος Εργασιών (Πωλήσεις) Συνδεδεμένης Χ 70,00% Σύνολο Ισολογισμού (Ενεργητικό) Συνδεδεμένης Χ 70,00% και όχι τα συνολικά μεγέθη σε ποσοστό 100,00%, πρακτική η οποία ωστόσο δεν υιοθετείται μέχρι σήμερα από την ΓΔΙΕ. Για όλους τους ανωτέρω λόγους, προτείνεται η υιοθέτηση μιας διευκρινιστικής και πλήρως κατατοπιστικής οδηγίας, λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω περιπτώσεις επιχειρήσεων, οι οποίες -σημειωτέον- δεν αποτελούν εξαίρεση για το σύγχρονο επιχειρηματικό περιβάλλον στην χώρα μας, ούτως ώστε να καθίσταται ex ante (εκ των προτέρων) σαφές κατά πόσο ένας επενδυτικός φορέας συνιστά ανεξάρτητη, συνεργαζόμενη ή συνδεδεμένη επιχείρηση.